Οσο πιο δυνατά με έδερνε, τόσο πιο δυνατά του τραγουδούσα. Συλλογική αυτοβιογραφία
Εκδόσεις Πατάκη
σελ. 382, τιμή 17,70 ευρώ
Μια γενιά, η γενιά των σημερινών πενηντάρηδων, που έζησε μερικές από τις καλύτερες στιγμές της μεταπολιτευτικής περιόδου –όχι μόνο τη στρεβλή οικονομική της άνθηση αλλά και τα δημοκρατικά και τα πολιτιστικά της ευεργετήματα –και πρέπει τώρα εκούσα άκουσα να απολογηθεί τόσο για τις πραγματικές όσο και για τις υποθετικές της ευθύνες. Μια κοινωνία που πλήττεται από τις πολλαπλές όψεις της κρίσης, η οποία και πάλι δεν περιορίζεται στη σφαίρα της οικονομίας. Μια χώρα που παραπαίει ανάμεσα στη διάψευση των περισσότερο ή λιγότερο εύλογων προσδοκιών της –αποδείχθηκαν όλες πλασματικές. Κι ακόμα, ένας ποικιλοτρόπως ακυρωμένος κοινωνικός κόσμος που άλλοτε προσφέρει (εμμέσως πλην σαφώς) την υποστήριξή του στη «17 Νοέμβρη» και άλλοτε συντάσσεται με τον εξτρεμιστικό λόγο της Ακροδεξιάς. Και ενδιαμέσως και άλλα πολλά: από την ψυχολογία των πρωταγωνιστών της χούντας και την πολιτική ευκαμψία που εξασφαλίζει την ατέρμονη επιβίωση μέχρι τη νοοτροπία των υποψηφίων στις Πανελλαδικές, το ηθικό κόστος που προϋποθέτει η πολιτική καριέρα, την απολιτική ή την αντιπολιτική στάση που επικρατεί όλο και συχνότερα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο, τους μετανάστες και τους απόβλητους της τελευταίας δεκαετίας, τα ψευδεπίγραφα αριστερά πρότυπα και τη συνωμοσιολογία, τον λαϊκισμό ή τον παλικαρισμό.
Αυτό είναι το πεδίο στο οποίο κινείται με το καινούργιο βιβλίο του ο Χ. Α. Χωμενίδης, με κείμενα που μολονότι παίρνουν την αφορμή τους από κάποιο στοιχείο της επικαιρότητας δεν καταντούν ποτέ επικαιρικά. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το πόνημά του «συλλογική αυτοβιογραφία». Η οποιαδήποτε όμως αυτοβιογραφία διατηρεί αναλλοίωτο στον πυρήνα της τον ατομικό της χαρακτήρα –εξ ου και οι αναφορές σε μια σειρά από δεδομένα της προσωπικής και της οικογενειακής ιστορίας του Χωμενίδη, όπως η εκτέλεση το 1944 του σοσιαλιστή παππού του, η οδυνηρή αρρώστια του πατέρα του, η κατοπινή μοναξιά της μητέρας του, καθώς και τα δικά του παιδικά, εφηβικά και ενήλικα χρόνια, που ξεκινούν από τις πρώτες αμηχανίες (συχνά επιθετικά μεταμφιεσμένες) και τους πρώτους έρωτες για να φτάσουν μέχρι τις πρώτες επιδόσεις της συγγραφικής του σταδιοδρομίας.
Δημοσιευμένα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαδικτυακούς τόπους, τα κομμάτια του Χωμενίδη παρακολουθούν την καθημερινή πραγματικότητα είτε με τον τρόπο του χρονογραφήματος (όπου η μυθοπλασία αποτελεί απλώς ένα προσχηματικό φίλτρο) είτε μέσα από μια σειρά μυθοπλαστικών (κάποτε και φανταστικών) διηγήσεων όπου η παρωδιακή διάθεση, ακόμα κι αν παραμορφώνει ή αντιστρέφει την πραγματικότητα, δεν παύει να αποκαλύπτει τις επιμελώς αποσιωπημένες πλευρές της –αυτός ακριβώς άλλωστε δεν είναι ο σκοπός της παρωδίας; Παραμένοντας ένας εκ πεποιθήσεως αθηναιογράφος, ο Χωμενίδης δεν βάζει (παρά τις άπειρες πολιτικές του μνείες) στο στόχαστρο την πολιτική αλλά την κοινωνία: εκεί ριζώνουν οι πολιτικές και οι ιστορικές παθολογίες, από εκεί τρέφονται οι αδιάκοπες παραχαράξεις και δυσπλασίες, από εκεί αντλούν το πάθος τους οι οργίλες εναντιώσεις και οι αισθηματολογικές καταγγελίες. Και θα πρέπει κλείνοντας να πω ότι η ηθολογία του Χωμενίδη δεν είναι ούτε εύκολη ούτε μονόδρομη: όχι μόνο γιατί δεν εξαιρεί τον εαυτό του και τους ανθρώπους της γενιάς του από τα αιχμηρά ζητήματα τα οποία επισημαίνει αλλά και επειδή, αντί να τα στηλιτεύσει και να στείλει στο πυρ το εξώτερον, προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις του να τα κατανοήσει και να τα εξηγήσει. Και ως γνωστόν, καμιά κατανόηση δεν μπορεί να επιζήσει αν είναι ιδεοληπτική και μονόχνοτη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ