Τόσο κοντά, μα τόσο μακριά. Αυτή η φράση μοιάζει να συμπυκνώνει τον τελευταίο καιρό το πνεύμα των σχέσεών μας με τις γειτονικές χώρες, με τα γεωπολιτικά και διπλωματικά σίριαλ να ρίχνουν βαριά τη σκιά τους σε κάθε προσπάθεια να έρθουν πιο κοντά οι λαοί χτίζοντας γέφυρες μέσω του πολιτισμού. Στα Τίρανα, για παράδειγμα, παρουσιάστηκε πρόσφατα η «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά. Η μετάκληση του γνωστού έλληνα σκηνοθέτη πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Κίτσο Λόντο, καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Πειραματικού Θεάτρου της Αλβανίας, ο οποίος επενδύει εσχάτως (και δικαίως) στην εξωστρέφεια του πολιτιστικού οργανισμού καλώντας ευρωπαίους σκηνοθέτες να συνεργαστούν με τους ηθοποιούς του.
Ο Λόντο είδε λοιπόν πέρυσι στην Αθήνα την παράσταση «Τρεις αδελφές» που σκηνοθέτησε ο Μυλωνάς, του άρεσε πολύ και έτσι αποφάσισε να τον προσκαλέσει στην πρωτεύουσα της Αλβανίας για μια γόνιμη – όπως αποδείχθηκε – σύμπραξη. «Είναι μια παράσταση όπως θα την έκανα για την Επίδαυρο, δεν έχει διαφορά για εμένα, άλλωστε κατάλαβα εδώ τι σημαίνει “βαλκανικότητα”, πόσο κοντά είμαστε. Αν ακούσετε τα παραδοσιακά τους τραγούδια είναι σαν να ακούς ηπειρώτικα. Αυτά που μας ενώνουν, ως νοοτροπία, ως πνευματικότητα, ως φιλοσοφία, είναι συντριπτικά περισσότερα σε σχέση με αυτά που μας χωρίζουν» δηλώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης που δραστηριοποιείται έντονα στην Ελλάδα καθώς έχει αναλάβει (μαζί με την Αννα Ελεφάντη) την καλλιτεχνική διεύθυνση του Από Μηχανής Θεάτρου.
Η ελληνοαλβανική «Μήδεια» ολοκλήρωσε την πορεία της με συνεχή sold-out και με τους θεατές να χειροκροτούν τους συντελεστές όρθιοι και συγκινημένοι. Νομίζω πως είναι ενδεικτικό ότι την παρακολουθούσε κανείς με αμείωτο ενδιαφέρον ακόμη κι αν δεν γνώριζε καθόλου τη γλώσσα. Μέρος των ευσήμων ανήκει σίγουρα στους ερμηνευτές, στην εντυπωσιακών ικανοτήτων πρωταγωνίστρια Λουίζα Τζιουβάνι ή στη Ρόζα Αναγνώστη που ξεχώριζε στον ρόλο της τροφού. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η παράσταση θα παρουσιαστεί εντός του έτους και σε ανοιχτά θέατρα στην Αθήνα και σε άλλα σημεία της Ελλάδας.
Τα Τίρανα πάντως είναι μια πόλη με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Η πλατεία Σκεντέρμπεη θυμίζει σε ορισμένα σημεία της εργοτάξιο. Η ανάπτυξη γίνεται βεβαίως άναρχα, με ουρανοξύστες να ξεπηδούν χωρίς σχέδιο μέσα στη χαμηλή δόμηση και με τις μεγάλες ταξικές αντιθέσεις να γίνονται άμεσα αντιληπτές. Οι γειτονιές που στέγαζαν κάποτε τη νομενκλατούρα του ιδιότυπου κομμουνιστικού καθεστώτος έχουν γεμίσει με μπαρ και εστιατόρια, ενώ τα αμέτρητα παλιά υπόγεια καταφύγια έχουν χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους. Ενα από αυτά έχει μετατραπεί στο μουσείο Bunk’Art 2 που εστιάζει στην ιστορία του αλβανικού υπουργείου Εσωτερικών, στη δράση της διαβόητης μυστικής αστυνομίας Sigurimi και στα θύματά τους. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τη ζωή εδώ πριν από μόλις 30 χρόνια. «Γιου καν νοτ ιματζινάρε» δηλαδή, όπως ακριβώς το λέει, μπλέκοντας αγγλικά και ιταλικά, η υπάλληλος του Εθνικού-Ιστορικού Μουσείου στην αίθουσα που είναι αφιερωμένη στα εγκλήματα της τυραννίας του Χότζα.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018.