Η Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του ’50 είναι μια χώρα μεταπολεμικής λιτότητας και μειωμένης αυτοπεποίθησης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να έφερε τη νίκη, το κόστος του όμως υπήρξε η οικονομική δυσπραγία και η αρχή της αποαποικιοποίησης. Ενα παιδί στην Ουαλία, γιος συντηρητικών ευαγγελιστών χριστιανών χωρίς οικονομική άνεση, οι οποίοι για θρησκευτικούς λόγους του απαγορεύουν την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, δεν έχει και πολλά χρήματα για καταναλωτικά αγαθά ή πολλά πράγματα να κάνει. Το αποτέλεσμα είναι ο 7χρονος Κεν Φόλετ να ανακαλύψει τα αγαθά της δημόσιας βιβλιοθήκης και από τότε να παίρνει βιβλία μαζί του έως και στην πισίνα. Εξι δεκαετίες και 160 εκατομμύρια αντίτυπα μετά, κατά 70 εκατομμύρια δολάρια πλουσιότερος (σύμφωνα με παλαιότερη εκτίμηση των «Sunday Times») και ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς της γενιάς του, μετρά 44 δικά του βιβλία. Το πιο πρόσφατο από αυτά, πληθωρικό ιστορικό μυθιστόρημα για την ελισαβετιανή Αγγλία («Ενας στύλος φωτιάς», εκδ. Bell), μας έδωσε την αφορμή για μια συζήτηση γύρω από τη μυθοπλασία και τις τεχνικές της.
Οι τεχνικές της μυθοπλασίας είναι κάτι που ο Κεν Φόλετ έμαθε από νωρίς. Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο το 1970 (σπούδασε Φιλοσοφία και μυήθηκε στην Κεντροαριστερά στο University College London) εργάστηκε για αρκετά χρόνια στον Τύπο, αρχικά στη «South Wales Echo» του Κάρντιφ και μετά στην «Evening Standard» του Λονδίνου. Το ελεύθερο ρεπορτάζ ήταν που τον άσκησε στην αξία της έρευνας. Πιθανότατα γι’ αυτό θεωρεί ότι «η έρευνα για το υλικό ενός μυθιστορήματος είναι το εύκολο κομμάτι του». «Οι περισσότεροι συγγραφείς το απολαμβάνουν», συνεχίζει, «γιατί αποδεικνύεται πολύ ευκολότερο από το να καθίσεις και να γράψεις το ίδιο το βιβλίο. Στο τέλος, όμως, φτάνει η στιγμή που πρέπει να αρχίσεις την πραγματική δουλειά. Και είναι σκληρή δουλειά να γράφεις. Γιατί τότε πρέπει να μετατρέψεις τις ιδέες σε συμπαγή πραγματικότητα και να το κάνεις με τέτοιον τρόπο που ο αναγνώστης να ξεχάσει ότι όσα διαβάζει είναι επινοημένα».
Οταν πρωτοξεκίνησε να γράφει, η σκληρή δουλειά ήταν ακόμη σκληρότερη. Αφενός γιατί γινόταν στον ελεύθερο χρόνο του, αφετέρου γιατί αποτελούσε ανάγκη, όχι χόμπι: το 2010 έλεγε στους «New York Times» ότι οδηγήθηκε στη συγγραφή του πρώτου του μυθιστορήματος προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για να επιδιορθώσει το αυτοκίνητό του. Επειτα από μια σειρά βιβλίων που δεν θέλει πια να θυμάται, στράφηκε στα spy novels: το 1978 το «The Eye of the Needle» θα πουλούσε 10 εκατομμύρια αντίτυπα και τρία χρόνια αργότερα θα μεταφερόταν στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Ντόναλντ Σάδερλαντ καθιστώντας τον συγγραφέα του διάσημο. Σε αυτό το δημοφιλές είδος του Ψυχρού Πολέμου ο Φόλετ έμελλε να αποδειχθεί μάστορας. Ισως γιατί συνέλαβε και συνόψισε επιγραμματικά την ουσία του πεδίου: «Ο κατάσκοπος πάντοτε εξαπατά. Ψεύδεται για αυτό που είναι, ψεύδεται για αυτό που κάνει. Αρα, διατρέχει διαρκώς τον κίνδυνο να ανακαλυφθεί –να από πού προέρχεται η αγωνία ενός spy novel».
Από αυτό το πεδίο, ωστόσο, ο ίδιος φρόντισε να αποστασιοποιηθεί νωρίς. «Οι στυλοβάτες της Γης», το πρώτο του ιστορικό μυθιστόρημα (και πρώτο μέρος της τριλογίας που ολοκλήρωσε με το «Ενας στύλος φωτιάς») κυκλοφόρησε το 1989. Οχι ότι ο Φόλετ είχε προβλέψει την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη στροφή που θα αναγκάζονταν κατά συνέπεια να κάνουν όσοι εξαρτώνταν επαγγελματικά από τους κατασκόπους. Τον προσέλκυσαν μάλλον οι δυνατότητες του είδους να ανταποκριθεί σε μια εσωτερική ανάγκη των αναγνωστών: «Καθετί που προσθέτει ρεαλισμό στο αφήγημα βοηθά, και οι ακριβείς ιστορικές πληροφορίες προσδίδουν μια αίσθηση αυθεντικότητας στο κείμενο. Επιπλέον, οι αναγνώστες χαίρονται με το συναίσθημα ότι παράλληλα με την εξέλιξη της πλοκής μαθαίνουν κάτι καινούργιο». Με τους «Στυλοβάτες» έκανε χαρούμενους 23 εκατ. αναγνώστες –και περισσότερο από όλους τον εαυτό του γιατί ένας εκδότης ισχυριζόταν ότι με εκείνο το βιβλίο θα κατέστρεφε την καριέρα του. Αντιθέτως, του άνοιξε ουσιαστικά μια νέα σταδιοδρομία.
Εκτοτε ο Φόλετ έγραψε άλλα πέντε ιστορικά μυθιστορήματα με εξίσου μεγάλη αποδοχή. Εστω κι αν το είδος έχει τους περιορισμούς του («οι αληθινοί χαρακτήρες ενός ιστορικού μυθιστορήματος προσθέτουν γοητεία στο όλο στόρι, δεν αλλάζουν, όμως, όπως συμβαίνει με τους επινοημένους ήρωες, άρα θέτουν στον συγγραφέα όρια που απαγορεύεται να ξεπεράσει. Τι να κάνουμε, έτσι έχουν τα πράγματα»), επιτρέπει στον λογοτέχνη να προσεγγίσει εποχές κρίσιμες για την εξέλιξη της δυτικής κοινωνίας. Το «Ενας στύλος φωτιάς», για παράδειγμα, εστιάζει στην Ευρώπη μετά τη Μεταρρύθμιση, όταν διαμορφώνονται οι απαρχές του τοπίου που θα οδηγήσει αργότερα στην εποχή των επαναστάσεων και το νεότερο πολιτικό σκηνικό: «Η περίοδος μετά τη Μεταρρύθμιση είναι μια καίρια στιγμή γιατί από το σημείο που οι άνθρωποι κερδίζουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για τον Θεό αρχίζουν να σκέφτονται ότι έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν και για άλλα πράγματα –την κυβέρνηση και τους νόμους». «Ολες οι εποχές είναι εποχές μεταβολών, αυτό είναι το νόημα της Ιστορίας» σπεύδει να προσθέσει. «Ωστόσο, ακόμη ζούμε με θρησκευτικά πάθη, θρησκευτικούς πολέμους και φανατικούς της θρησκείας».
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι πέρα από μια τέτοια, φευγαλέα αναφορά στην πολιτική, στις συνεντεύξεις του ο Κεν Φόλετ αποφεύγει επιμελώς να μιλάει γι’ αυτήν. Ενδεχομένως να αυτοεξαιρείται από συνήθεια, από τον καιρό που η σύζυγός του, Μπάρμπαρα Φόλετ, ήταν για 13 χρόνια –από το 1997 έως το 2010 –βουλευτής των Εργατικών και από το 2008 έως το 2009 υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού στην κυβέρνηση του Γκόρντον Μπράουν. Οι δωρεές του Φόλετ προς το κόμμα ήταν δεδομένες, οι παρεμβάσεις του, ωστόσο, μετρημένες –αν και το καλοκαίρι του 2000 είχε κάνει μια ασυνήθιστα δηκτική κριτική προς τον ίδιο τον Τόνι Μπλερ χαρακτηρίζοντάς τον «ανήθικο», «άνανδρο» και «δειλό» εξαιτίας των διαρροών που ενθάρρυνε ενάντια σε υπουργούς και στελέχη του.
Μη νομίσετε, όμως, ότι πρόκειται για θιασώτη του Τζέρεμι Κόρμπιν. Το 2002, εν είδει αστείου, έλεγε στον «Guardian» ότι δεν αντιτίθεται στον όρο «σοσιαλιστής της σαμπάνιας», του άρεσε ο προσδιορισμός «μπολσεβίκος της Bollinger», αλλά θα προτιμούσε να βρει έναν δικό του «Τρίτο δρόμο» –τον οποίο τελικά ανακάλυψε στο τέλος του άρθρου στη φράση «σοσιαλιστής της Salon», της μάρκας που τυγχάνει ο αγαπημένος του καμπανίτης. Ως προς τη σοβαρή του στάση στα εσωτερικά του κόμματος, το 2010 συνέβαλε με 100.000 λίρες στην εκστρατεία του Εντ Μπολς (βασικότερου συνεργάτη του Γκόρντον Μπράουν) για την ηγεσία, ενώ το 2015 ο ίδιος και η σύζυγός του χρηματοδότησαν με 50.000 λίρες την αντίστοιχη απόπειρα της κεντρώας Ιβέτ Κούπερ.
Για έναν άνθρωπο του οποίου ο αγαπημένος συγγραφέας όλων των εποχών, όπως κάποτε δήλωνε στους «New York Times», είναι ο Ιαν Φλέμινγκ, είναι ίσως παράξενο που πλέον πολλοί τον ταυτίζουν με συγγραφέα ιστορικών, όχι κατασκοπικών μυθιστορημάτων. Βέβαια, και ο νέος συγγραφικός εαυτός του Κεν Φόλετ εμφανίζει πτυχές του παλιού –ο Νεντ Γουίλαρντ, βασικός πρωταγωνιστής τού «Ενας στύλος φωτιάς», για παράδειγμα, είναι ένας «Τζέιμς Μποντ του 16ου αιώνα». Αρα, κατ’ αντιστοιχία, ο εργοδότης του, ο σερ Φράνσις Γουόλσινγκχαμ, είναι ο Μ της εποχής; «Πράγματι, ο σερ Φράνσις Γουόλσινγκχαμ, ο αρχικατάσκοπος της βασίλισσας Ελισάβετ, θυμίζει σε πολλά τον Μ του Ιαν Φλέμινγκ. Θα έλεγα πάντως ότι θυμίζει εξίσου και την Κόνι Σακς του Τζον Λε Καρέ ως προς τις εμμονές που έχει με τους φακέλους του». Και μια που μιλάμε γι’ αυτές τις ηρωικές μορφές της ψυχροπολεμικής λογοτεχνίας, δεν νιώθει ποτέ τη νοσταλγία να γράψει ένα spy novel για εκείνα τα χρόνια; Με μία λέξη, όχι. «Δεν νομίζω ότι θα επέστρεφα ποτέ στον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Ψυχρός Πόλεμος πάει, τελείωσε. Ολοι γνωρίζουν πια ότι ο κομμουνισμός απέτυχε. Τώρα έχουμε καινούργια προβλήματα και καινούργια όνειρα».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Μαρτίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ