Το ντοκιμαντέρ σας «Θεσσαλονίκη 1917: Η φωτιά που γέννησε μια πόλη» πρόσφατα απέσπασε το βραβείο «Καλύτερου Ελληνικού Ντοκιμαντέρ» στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου.
«Ναι, και ήταν κάτι που το χαρήκαμε ιδιαίτερα. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Ανθρωποι χωρίς καμία σχέση με τη Θεσσαλονίκη, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, ήρθαν να δουν ένα ντοκιμαντέρ για τη Θεσσαλονίκη. Και αυτό ήταν ένα άγχος που είχα: αν η δουλειά μας μπορούσε να περάσει τα «σύνορα» της Βόρειας Ελλάδας».
Αλήθεια, πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό το ιστορικό γεγονός;
«Μάλλον τυχαία. Δούλευα ένα άλλο πρότζεκτ για την πόλη της Θεσσαλονίκης και έπεσε στα χέρια μου ένα λεύκωμα με φωτογραφίες που έδειχναν την πόλη πριν και μετά την καταστροφή. Ηταν πρωτόγνωρες εικόνες. Θέλησα να διηγηθώ και στους υπόλοιπους την ιστορία αυτή».
Τι σηματοδοτεί λοιπόν η πυρκαγιά;
«Το πέρασμα από μια μεσαιωνική, οθωμανική πόλη, με τα αδιέξοδα δρομάκια, τα σοκάκια της και τις ανατολίτικες αγορές της, σε μια σύγχρονη πόλη κατά τα δυτικά πρότυπα, με διοικητικό κέντρο, δικαστήρια, δημαρχείο. Η πυρκαγιά αυτή δεν ήταν η αιτία αλλά η αφορμή για αυτό το πέρασμα. Γιατί και στο παρελθόν είχαν σημειωθεί και άλλες φωτιές. Συνέπεσε όμως με την ευτυχή συγκυρία να κυβερνά ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος δράττεται της ευκαιρίας και έτσι ο γάλλος πολεοδόμος και αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ σχεδιάζει ξανά τη Θεσσαλονίκη».
Εχουν αναπτυχθεί πάντως πολλές θεωρίες συνωμοσίας για τη φωτιά…
«Οταν ξεκίνησα, και εγώ κάτι τέτοιο είχα στο μυαλό μου. Η πυρκαγιά πράγματι ήταν ένα ιδιαίτερο πλήγμα για την εβραϊκή κοινότητα. Τα δικά τους σπίτια κάηκαν σε ποσοστό 60%-70% και παρά τα στερεότυπα ήταν άνθρωποι φτωχοί. Πολλοί από αυτούς έφυγαν μάλιστα στο εξωτερικό ή σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Μελετώντας το φαινόμενο, μιλώντας με καθηγητές, διαπιστώσαμε ότι τα δεδομένα είναι αναμφισβήτητα: πρόκειται για μια φωτιά που ξεκίνησε τυχαία. Απλά ήταν η «τέλεια» πυρκαγιά: υπήρχε ξηρασία, τα σπίτια ήταν ξύλινα χαμόσπιτα και οι Σύμμαχοι αρχικά δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία. Ετσι μια απλή φωτιά από μια εστία μαγειρέματος έκαψε μια ολόκληρη πόλη αφήνοντας 77.000 αστέγους. Η φωτιά άλλαξε το κοινωνικό-οικονομικό προφίλ της πόλης. Οι άστεγοι μετακινήθηκαν στα προάστια, έτσι σταδιακά φτιάχτηκε η «υπόλοιπη Θεσσαλονίκη», η Τούμπα, η Σταυρούπουλη, η Καλαμαριά».
Γεννηθήκατε και ζείτε στη Θεσσαλονίκη. Αυτή τη στιγμή με το θέμα της ονομασίας της πΓΔΜ η πόλη βράζει;
«Φαινομενικά η Θεσσαλονίκη είναι ήσυχη, από κάτω όμως υπάρχει πολύς θυμός. Αυτό που έχω αποκομίσει, γιατί δουλεύω ένα πρότζεκτ για τον Μακεδονικό Αγώνα, μιλώντας με απλό κόσμο, με καθηγητές, με οργανώσεις, είναι ότι οποιαδήποτε συμφωνία περιλαμβάνει εκχώρηση του ονόματος δύσκολα θα περάσει».
Είναι δύσκολο να κάνεις κινηματογράφο στην Ελλάδα σήμερα;
«Πολύ. Απουσιάζει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο της ελληνικής κινηματογραφίας. Σε άλλες χώρες δίνονται κίνητρα, φοροαπαλλαγές, ώστε να παίζονται εγχώριες παραγωγές. Στη Γαλλία υπάρχει ποσόστωση υπέρ του εθνικού προγράμματος. Εδώ καταργήθηκαν ακόμα και οι επιστροφές φόρου στα εισιτήρια των σινεμά που παίζουν ελληνικές ταινίες, αλλά και το ειδικό τέλος επί των εισιτηρίων που δινόταν στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου».
Παρ’ όλα αυτά το ελληνικό σινεμά κυριαρχεί στα φεστιβάλ του εξωτερικού…
«Εχει εξελιχθεί πολύ. Το θέμα είναι να αποκτήσει κάποιο αντίκρισμα και εντός Ελλάδας. Τι εννοώ; Υπάρχουν 20-25 εταιρείες διανομής, 15 ταινίες βγαίνουν στο σινεμά κάθε εβδομάδα και οι κινηματογράφοι είναι συγκεκριμένοι: οι περισσότεροι προβάλλουν ταινίες blockbuster και λίγα σινεμά, μετρημένα στα δάχτυλα, προβάλουν ελληνικό κινηματογράφο και ανεξάρτητες παραγωγές. Σε μια χώρα που οι σινεφίλ στην καλύτερη περίπτωση αγγίζουν τους 300.000, καταλαβαίνετε ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα προκειμένου να βρεθούν κανάλια διανομής…».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Μαρτίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ