Γιάννης Ξανθούλης
Εγώ, ο Σίμος Σιμεών Εκδόσεις Διόπτρα, 2017
σελ. 440, τιμή 16,60 ευρώ
Η αμεσότητα του Γιάννη Ξανθούλη είναι σαρωτική, ο αυτοσαρκασμός του αδυσώπητος. «Πείτε μου, το διαβάσατε ολόκληρο;» μας ρώτησε. «Ασφαλώς, και πολύ γρήγορα μάλιστα» του απαντήσαμε. «Ε, να πάτε να εμβολιαστείτε!» αναφώνησε τότε. Τις προάλλες, ώρα απογευματινή, υποδέχθηκε «Το Βήμα» στο ήσυχο γραφείο του στο κέντρο της Αθήνας.
Αφορμή στάθηκε το νέο του μυθιστόρημα «Εγώ, ο Σίμος Σιμεών». Ο τίτλος του δεν πρέπει να ξενίζει, σκοπίμως το ονοματεπώνυμο του πρωταγωνιστή είναι γραμμένο τοιουτοτρόπως, διότι το παιδί αυτό είναι ξεχωριστό. Αφενός είναι μια εκκολαπτόμενη ιδιοφυΐα που μαραίνεται, αφετέρου υποπτεύεται πως ό,τι ζει είναι σκέτη επινόηση, ψυχανεμίζεται «πως η ζωή του ήταν αφήγημα κάποιου παράξενου παραμυθά».
Ο δημοφιλής συγγραφέας –τον διαβάζουν πια τρεις γενιές τουλάχιστον –επέστρεψε με ένα βιβλίο «ακόμα πιο αυτοβιογραφικό» αυτή τη φορά, όπως υπογράμμισε ο ίδιος. Η συνομιλία μαζί του είναι συνήθως απρόβλεπτη, δεν αργεί καθόλου να μετατραπεί σε ένα ευχάριστο χάος. «Λοιπόν, κύριε Ξανθούλη, ας τα πάρουμε όλα με τη σειρά» προτείναμε εμείς στην αρχή. «Α, καλά, τώρα σωθήκατε!» αντέτεινε εκείνος ακαριαία.
Μυθιστορηματικό δίπτυχο
Το πρώτο που επισημάναμε είναι πως το καινούργιο του βιβλίο φαίνεται να συνιστά –μαζί με το αμέσως προηγούμενο –ένα μυθιστορηματικό δίπτυχο. «Θα συμφωνήσω, άλλωστε και στα δύο βιβλία οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι δύο εντεκάχρονα αγόρια. Εχω μια εμμονή με το έντεκα, όχι με τον αριθμό αλλά με την ηλικία. Με το παιδί που δεν έχει μπει ακόμη στην εφηβεία, που αντιλαμβάνεται κάμποσα πράγματα και προετοιμάζεται γι’ αυτά που θα συμβούν. Εγώ, ας πούμε, είχα μια εξόχως περιπετειώδη εφηβεία. Κράτησε, νομίζω, καμιά σαρανταριά χρόνια! Δεν ήμουν πάντως φωστήρας όπως ο ήρωάς μου, αυτό είναι σίγουρο. Από την άλλη μεριά, ο Σίμος Σιμεών έχει μια μεγάλη αγωνία, όχι τόσο να ενηλικιωθεί όσο να φύγει, να ξεφύγει, για την ακρίβεια… Βλέπει την ενηλικίωση σαν ένα διαβατήριο απόδρασης. Κάπως έτσι την έβλεπα κι εγώ, παρόλο που έτρεμα στην προοπτική της –λ.χ. σιχαινόμουν προκαταβολικώς τη μέρα που θ’ αποκτούσα γένια! Ενιωθα πως αν μεγάλωνα θα εγκληματούσα κατά της στοργής, της προστασίας και της θαλπωρής που μου χάριζαν ορισμένοι αγαπημένοι μου άνθρωποι, ότι θα γινόμουν κάτι άλλο απ’ αυτό που πίστευαν ότι είμαι. Και οφείλω να παραδεχθώ ότι αυτή η παράξενη ιδέα με ακολουθούσε για πάρα πολύ καιρό… Επομένως, ναι, μιλάμε για ένα δίπτυχο που έχει μάλιστα και μια αφηγηματική διαφορά έντεκα ετών. Στο μυθιστόρημα «Την Κυριακή έχουμε γάμο» η ιστορία διαδραματιζόταν το 1953 ενώ τούτη εδώ ξετυλίγεται κατά το 1964, μια χρονιά που αποδείχθηκε κομβική για την Ελλάδα, τότε είχαν γίνει και οι τελευταίες ελεύθερες εκλογές πριν από την επιβολή της δικτατορίας στη χώρα».
Η ανθρωπογεωγραφία
Εν προκειμένω, το βασικό σκηνικό της μυθοπλασίας είναι η επαρχιακή Χαλκόπολη, «μια άχρωμη κωμόπολη μεταξύ Σερρών, Δράμας και Καβάλας», ένας τόπος φανταστικός δηλαδή, που συγκεντρώνει όμως όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της Ανατολικής Μακεδονίας και την αντίστοιχη ανθρωπογεωγραφία. Εκεί μεγαλώνει ο «μπάσταρδος» Σίμος, γιος μιας αστεφάνωτης αναγκεμένης αστρολόγου, της Αναστασίας-Σάσας Καρούβαλη, και ενός φευγάτου μπερμπάντη που ακούει στο όνομα Γρηγόρης Σιμεών. Το παιδί αυτό νιώθει ότι είναι εγκλωβισμένο σε μια πραγματικότητα που δεν του ανήκει.
«Ναι, βιώνει την πλήρη απόρριψη και συγχρόνως την προστασία. Βιώνει ιδιότυπες καταστάσεις. Και τώρα που το σκέφτομαι, ο δάσκαλος Γιάννης Φωτάκης είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός χαρακτήρας μέσα στο βιβλίο. Αισθάνεται τύψεις για τη μεγάλη αδικία που υπέστη το παιδί στο σχολείο, σε συνεργασία βέβαια μ’ εκείνη τη μουρλή που είναι και δεν είναι μάνα του… Τα αισθήματά της είναι μπουρδουκλωμένα, ούτε αυτή έχει ενηλικιωθεί, εξαρτάται ακόμη από τις υπόλοιπες αδελφές της. Και εδώ έχουμε έναν μπαμπά που τον ψάχνουμε επίσης, φαίνεται ότι περνάω καλά με αυτούς τους μπαμπάδες που ψαρεύω απ’ το παρελθόν… Πάντως το παιδί τούς αγαπάει ή προσπαθεί να τους αγαπήσει όλους αυτούς. Καταλαβαίνει την καλοσύνη και την ψυχρότητα. Με την πρώτη συγκινείται βαθιά, με τη δεύτερη απλώς οι άλλοι γίνονται αόρατοι, δεν τους βλέπει μπροστά του! Οπως συνέβαινε και με μένα. Εγώ, ας πούμε, πίστευα ότι δεν υπάρχω. Πίστευα πως κάποιος άλλος –όχι ο Θεός όμως, κάποιος πιο τρωτός, πιο πειραγμένος –καθορίζει τη ζωή μου και ετοιμάζει το σενάριό της, πως ακόμα και το κακό να συμβεί έχει τον λόγο του να συμβεί, επειδή στο τέλος με περιμένει ένα happy end… Στο τέλος ο ήρωάς μου δεν θυμάται. Εγώ πάλι θυμάμαι… Θα ήθελα όμως να έχω ξεχάσει πολλά πράγματα και να προσπαθώ κατόπιν να μαντέψω τη ζωή μου, να τη συμπληρώσω αναδρομικά όπως ένα σταυρόλεξο. Αυτό θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον».
Ξενάγηση στη ζωή
Κάποια στιγμή ένας μυστηριώδης «ασπροπουκαμισάς» προτείνει στον Σίμο να δραπετεύσουν μαζί για ένα δίωρο σε μια ζωή που ο τελευταίος θα έκρινε αν ήθελε να του ανήκει αργότερα. Ωραία ιδέα, όπως και να το κάνουμε. «Ο Σίμος έχει έναν κηδεμόνα, ο οποίος τού δίνει μεν ελευθερίες αλλά παραμένει κηδεμόνας του. Είναι κάποιος που τον παίρνει υπό την προστασία του, ο Σίμος έχει δηλαδή έναν καλό άγγελο, ο οποίος κάθε τόσο τού στέλνει τους αντιπροσώπους του να τον συντρέξουν. Ο ασπροπουκαμισάς είναι ένας απ’ αυτούς. Και κάνει στον ήρωα μια ξενάγηση, θα μπορούσα να πω, στην ίδια του τη ζωή. Και περνάει τον Σίμο να δει και τον συγγραφέα του, που λέγαμε παραπάνω. Αυτός ο συγγραφέας μάλλον είμαι εγώ. Και φορτίστηκα πολύ που με είδα πλάτη, ένα απόγευμα Νοεμβρίου του 1964, τότε που ήμουνα 17 χρονών και απολύτως συνειδητοποιημένος, τότε που έγραφα θεατρικά και τα ‘στελνα παντού… Βρέθηκα και πάλι, και πολύ έντονα, ανάμεσα σε κείνα τα πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια, στην πατρίδα μου, στο πατρικό μου. Είναι μια εικόνα με δυναμική. Είναι απόγευμα, είναι όλα τόσο γαλήνια, σε λίγο καταφθάνουν οι θείες μου, ο πατέρας μου που κοιμάται σε μια γωνιά, η μητέρα μου που πλένει τα πιάτα, εγώ που ακούω εκείνο τον ήρεμο θόρυβο της βρύσης. Καμιά φορά το αισθανόμαστε όλοι αυτό, ότι κάτι θα διαρκέσει για πάντα. Αυτές όμως οι μικρές λεπτομέρειες είναι που παίρνουν με τον καιρό διαστάσεις γιγαντιαίες μέσα μας και στο τέλος λέμε, όπως λέω κι εγώ, πως απ’ αυτές τις μικροχαρές φτιάχνεται το ψηφιδωτό της ευτυχίας μας».
Η παιδική ηλικία
Πολλά τα παιδιά στα βιβλία του, σχολιάσαμε. Πολλά «λοξά» παιδιά. Τι να σημαίνει άραγε αυτό; «Τι να πω; Συμμερίζομαι φαίνεται το πρόβλημα της υπογεννητικότητας εν Ελλάδι και προσπαθώ να το λύσω με τον τρόπο μου! Υπονοείτε εδώ μια ελλειμματική παιδική ηλικία; Μπορεί. Ισως. Για μένα πάντως η παιδική ηλικία ήταν, αν μη τι άλλο, κάπως επίπονη. Πάντα αισθανόμουνα ότι ήμουνα το μαύρο πρόβατο. Σαν παιδί δεν αφέθηκα να παίξω, που λέει ο λόγος, να κάνω, να ράνω… Ημουνα λίγο μαζεμένο. Εως πάρα πολύ. Και γι’ αυτό έχτισα γύρω μου ένα φανταστικό κάστρο όπου οχυρώθηκα. Και η άμυνά μου άρχισε σιγά-σιγά να βρίσκει άλλου είδους προϊόντα. Ενα απ’ αυτά είναι το χιούμορ, το οποίο δεν καλλιεργείται πρέπει να ξέρετε, είναι περισσότερο μια διέξοδος για την απόγνωση. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι μες στα βιβλία μου υπάρχει πάντα ένα υπόστρωμα ζόφου, ό,τι ακριβώς υπάρχει και στην πραγματική ζωή. Σε κάθε περίπτωση όμως, άρχισα να αποκτώ από πολύ νωρίς μια αίσθηση της γελοιότητας των πραγμάτων. Το γελοίο δεν είναι μακριά από το δράμα. Δεν αποκόπτονται εντελώς αυτά τα δύο. Και δημιουργήθηκε στην πορεία μέσα μου ένας ομφάλιος λώρος ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αίσθηση που έχω για το ευτράπελο πια… Ισως επειδή έτσι ήμασταν και στην οικογένεια, τι να πω… Το είχαμε μπόλικο το μαύρο χιούμορ. Και γελούσαμε πάρα πολύ μεταξύ μας, γιατί η αγαπημένη μας ενασχόληση ήταν να μιμείται ο ένας τον άλλο, τι ακριβώς έκανε και πώς συμπεριφερόταν. Η μάνα μου λ.χ. έκανε διάφορα δραματικά… Είχε την καρδιά της αλλά έζησε παραπάνω απ’ όσο περίμενε, πέθανε τελικά στα 78 της. Μου έλεγε συγκινημένη, κλαψουρίζοντας μάλλον θεατρινίστικα, παιδί μου, εσύ που με τυραννάς, θα γυρίσεις μια μέρα απ’ το σχολείο και θα ρωτήσεις «τι είναι αυτό το φέρετρο έξω απ’ το σπίτι;» και τότε θα σου πούνε «Γιαννάκη, πέθανε η μαμά σου». Εγώ είχα την εντύπωση, που λέτε, ότι το σενάριο αυτό θα εφαρμοζόταν την άλλη μέρα. Γι’ αυτό και πήρα κάτι γειτονόπουλα μαζί μου την επομένη και τους είπα «ελάτε να δείτε». Αλλά με εξέθεσε! Δεν πέθανε! Και μάζεψα κατραπακιές, και από κείνα τα βρωμόπαιδα και από κείνη. Θέλω να πω, ήμασταν λίγο της παράνοιας στην οικογένεια…» σημείωσε ο Γιάννης Ξανθούλης και μια φευγαλέα νοσταλγία διαπέρασε τα μάτια του.
Η μνήμη
«Η νοσταλγία είναι αναπόφευκτη γιατί είναι το μόνο πράγμα που ξέρω. Μονάχα το παρελθόν μ’ ενδιαφέρει. Και το παρόν ασφαλώς, είμαι άνθρωπος του ενεστώτα χρόνου. Του εδώ και του τώρα. Ως συγγραφέας όμως έχω περισσότερη σχέση με τη μνήμη παρά με τη φαντασία. Γι’ αυτό η μνήμη με απασχολεί πάρα πολύ, γιατί ο πραγματικός θάνατος έρχεται με την απώλειά της. Αργοπεθαίνεις όταν αρχίζεις να ξεχνάς. Είναι οδυνηρό αυτό. Η μνήμη είναι το στοκ μου, η κάβα μου, αλίμονο, από πού να εμπνευστώ;» αναρωτήθηκε.
Ο Σίμος Σιμεών είναι, εκτός των άλλων, και μοναχοπαίδι. «Κι εγώ υπήρξα μοναχοπαίδι, έτσι μεγάλωσα, και το κουβαλάω αυτό σ’ όλη μου τη ζωή. Τα μοναχοπαίδια, ξέρετε, έχουν ιδιαιτερότητες. Αρκεί να το καταλαβαίνουν. Εγώ ήμουνα ένα μοναξιασμένο παιδί. Ενα αγόρι που αισθανόταν μεγάλη μοναξιά. Παρόλο που ταυτόχρονα ήμουνα εύθυμος και εν γένει δραστήριος… Βεβαίως, τους οργάνωνα όλους εκεί πέρα σαν θεατρικό θίασο, φιλοδοξούσα μάλιστα να ανεβάσω τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκό σε υπερπαραγωγή με όλη τη γειτονιά, στην Αλεξανδρούπολη. Εννοείται πως με είχανε για τρελό! Από ένα σημείο και μετά όμως όλο αυτό το ευφάνταστο γύρισε μπούμερανγκ. Ξέρετε, εγώ γυρνούσα και έλεγα ότι ήμουν υιοθετημένο… Ελεγα απίθανα ψέματα! Και φυσικά με ξυλοφορτώνανε με κάτι τέτοια, διότι έτσι ήτανε τότε η εποχή, δερνόταν ο κόσμος».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ