Βρετανοί και Ιάπωνες ερευνητές ανακάλυψαν πως το φυσικό αναλγητικό σύστημα του εγκεφάλου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική στα οπιοειδή για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα του eLife.
Η επιστημονική ομάδα, υπό την ηγεσία ειδικών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, εντόπισαν μια περιοχή του εγκεφάλου που παίζει σημαντικό ρόλο στην ενδογενή αναλγησία, το εγγενές σύστημα ανακούφιση του πόνου.
Ελπίζουν ότι η ανακάλυψή τους θα συμβάλλει στην ανάπτυξη νέων αναλγητικών θεραπειών που θα ενεργοποιούν το εγγενές αυτό σύστημα, ίσως με διέγερση της συγκεκριμένης εγκεφαλικής περιοχής, αλλά χωρίς τις επικίνδυνες ανεπιθύμητες ενέργειες των οπιοειδών αναλγητικών.
Τα οπιοειδή, όπως η οξυκωδόνη και η φαιντανύλη, «απαγάγουν» το ενδογενές σύστημα αναλγησίας του ανθρώπου, και γι’ αυτό το λόγο είναι αποτελεσματικά. Είναι όμως και πολύ εθιστικά, και έχουν ωθήσει σε μια μεγάλη κρίση στις ΗΠΑ, καθώς η κατάχρηση των οπιοειδών προκαλεί μεγάλο αριθμό θανάτων ατόμων κάτω των 50 ετών.
«Προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι ακριβώς είναι το ενδογενές σύστημα αναλγησίας: γιατί το έχουμε, πως λειτουργεί και πως ελέγχεται. Αν δώσουμε απαντήσεις σε όλα αυτά, μπορούμε να ανακαλύψουμε νέες θεραπεία επιλεκτικής δράσης», εξηγεί ο Σερ Μπεν Σέιμουρ από το Τμήμα Μηχανικής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ.
Ο πόνος, αν και είναι δυσάρεστο συναίσθημα, υπάρχει για να εξυπηρετεί μια σημαντική διαδικασία της επιβίωσής μας. Για παράδειγμα, μετά από έναν τραυματισμό, ο εμμένων πόνος μας παρέχει το κίνητρο να ξεκουραστούμε και να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας για να επιτευχθεί η επούλωση.
Ο Δρ Σέιμουρ και οι συνεργάτες του πιστεύουν ότι αυτή η «υγιής» πτυχή του πόνου μπορεί ταυτόχρονα να είναι πρόβλημα, ειδικά αν μπορούμε πράγματι να κάνουμε κάτι που να μας βοηθήσει, όπως να προσπαθήσουμε να βρούμε έναν τρόπο να ανακουφιστούμε από ένα έγκαυμα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο εγκέφαλος μπορεί να ενεργοποιήσει το αναλγητικό του σύστημα για να αναζητήσει ανακούφιση. Για να αποδείξουν οι ερευνητές ότι ισχύει κάτι τέτοιο και να αναγνωρίσουν που στον εγκέφαλο ενεργοποιείται αυτό το σύστημα, σχεδίασαν μια σειρά πειραμάτων, με την βοήθεια απεικονιστικών τεχνικών του εγκεφάλου.
Στο πρώτο πείραμα, οι ερευνητές προσάρτησαν έναν μεταλλικό καθετήρα στον βραχίονα μιας ομάδας υγιών ατόμων και τον ζέσταναν μέχρι σημείου που να προκαλέσει πόνο, αλλά όχι τόσο ώστε να προκληθεί έγκαυμα. Οι εθελοντές στη συνέχει έπαιξαν ένα τυχερό παιχνίδι όπου έπρεπε να βρουν το κουμπί σε ένα μικρό πληκτρολόγιο για να αρχίσει να ψύχεται ο καθετήρας. Το επίπεδο δυσκολίες ποίκιλε. Κατά τη διάρκεια του πειράματος οι εθελοντές έπρεπε να αξιολογήσουν και τον πόνο, ενώ οι ερευνητές κατέγραψαν την εγκεφαλική τους δραστηριότητα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το επίπεδο του πόνου σχετιζόταν με το πόσες πληροφορίες είχαν αποκομίσει οι εθελοντές. Όταν τα άτομα προσπαθούσαν να βρουν πιο ήταν το κουμπί που έπρεπε να πατήσουν, ο πόνος μειωνόταν. Αλλά όταν γνώριζαν ποιο έπρεπε να πατήσουν, ο πόνος δεν μειωνόταν. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι ο εγκέφαλος υπολόγιζε τα οφέλη από την αναζήτηση και ενθύμηση του πως επιτυγχανόταν η ανακούφιση, και χρησιμοποιούσε αυτή τη διαδικασία για να ελέγξει το επίπεδο του πόνου.
Γνωρίζοντας λοιπόν πως μοιάζει αυτή η διαδικασία σηματοδότησης, οι ερευνητές στη συνέχεια μελέτησαν τον εγκέφαλο για να δουν που χρησίμευε. Στο δεύτερο πείραμα εντόπισαν το σήμα σε μια περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού, στον φλοιό του προσαγωγίου.
«Τα αποτελέσματα αυτά μας βοηθούν να δομήσουμε μια εικόνα του γιατί και πως ο εγκέφαλος αποφασίζει να απενεργοποιήσει τον πόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες και αναγνωρίζει τον φλοιό του προσαγωγίου ως ένα καίριας σημασίας κέντρο στην λήψη αποφάσεων για τον έλεγχο του πόνου», εξηγεί ο Δρ Σέιμουρ.
Αυτό το κέντρο λήψης αποφάσεων είναι σημείο-κλειδί για τις μελλοντικές έρευνες που θα προσπαθήσουν να κατανοήσουν αν διεγείρεται από τα οπιοειδή αναλγητικά, τι άλλα συστήματα χημικής σηματοδότησης χρησιμοποιεί και πως μπορεί να ενεργοποιηθεί στη θεραπεία των πασχόντων από χρόνιο πόνο.