Υπέρ της συνδυαστικής χρήσης ενός μαξιλαριού ρευστότητας και μίας προληπτικής γραμμής στήριξης τάσσεται ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, για τη διασφάλιση, όπως είπε, της ομαλής εξόδου της χώρας στις αγορές μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου.

Ο κεντρικός τραπεζίτης στην ομιλία του στην ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ, υπογράμμισε ότι μετά τη λήξη του προγράμματος, η Ελλάδα θα πρέπει να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών προσφεύγοντας στις διεθνείς χρηματαγορές με διατηρήσιμους όρους.

Όπως εξήγησε, «η εμπέδωση της εμπιστοσύνης είναι η κύρια και ουσιαστική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό. Παράλληλα όμως, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα χρηματοδοτικό δίχτυ ασφαλείας που θα πείθει ότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες συγκυριακές αντιξοότητες που καθιστούν το κόστος χρηματοδότησης μη ανεκτό».

Σύμφωνα με τον ίδιο, μία τέτοια δικλίδα ασφαλείας είναι το προβλεπόμενο “απόθεμα ρευστότητας”, που δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγεται η προσφυγή στις αγορές σε περιόδους αστάθειας και αυξημένου κόστους αναχρηματοδότησης.

Ωστόσο, πρόσθεσε πως «οι αναταραχές, όπως οι πρόσφατες, φαίνεται όμως ότι επηρεάζουν περισσότερο τις χώρες με αδύναμη πιστοληπτική διαβάθμιση και λιγότερο ισχυρή οικονομία, οι οποίες είδαν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων τους να αυξάνονται σημαντικά. Κατά συνέπεια, υπό τις παρούσες αβέβαιες συνθήκες, η έξοδος του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, αν και είναι επιβεβλημένη προκειμένου η χώρα να επανέλθει στην κανονικότητα, πρέπει να γίνεται με προσεκτικά βήματα».
Και συμπλήρωσε ότι «η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές για τη δημιουργία ενός ασφαλούς αποθέματος ρευστότητας πριν από τη λήξη του προγράμματος δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης και προετοιμάζει το έδαφος για την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα. Ωστόσο, συμπληρωματικά θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο ενός προληπτικού προγράμματος στήριξης».

Μην δραματοποιείτε τη γραμμή στήριξης

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το ενδεχόμενο προσφυγής σε προληπτικό πρόγραμμα στήριξης, ιδιαίτερα μάλιστα εάν οι συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές συνηγορούν, δεν θα πρέπει να δραματοποιείται, καθώς οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί δημιουργήθηκαν για να χρησιμοποιούνται όταν υπάρχει ανάγκη.

«Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Η προληπτική πιστοληπτική γραμμή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) θα καθιστούσε αυτούς τους πόρους διαθέσιμους, χωρίς να είναι απαραίτητη εκ προοιμίου η άντλησή τους» σημείωσε χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ.

Αντίθετα, υποστήριξε ο ίδιος, «η συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων συνεπάγεται άμεσα πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος επιβαρύνει το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Επιπλέον, αυτό το πλαίσιο προληπτικής στήριξης εξασφαλίζει τη διατήρηση της “παρέκκλισης” (waiver) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα προκειμένου αυτά να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος μέχρις ότου η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική πιστοληπτική διαβάθμιση. Επιπρόσθετα, στην περίπτωση αυτή, το απόθεμα ασφαλείας για τις συστημικές τράπεζες εκτιμάται ότι θα είναι διαθέσιμο και πέραν του Αυγούστου του 2018».

Τέλος, υπερασπιζόμενος τη χρήση προληπτικής γραμμής στήριξης, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι η διατήρηση της παρέκκλισης (waiver) σε συνδυασμό με τα μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους θα επιτρέψουν την αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς κρατικών τίτλων είτε στην κανονική του διάρκεια είτε κατά την περίοδο επανεπένδυσης, επηρεάζοντας πτωτικά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.
Το πλαίσιο εποπτείας
Αναφερόμενος στο πλαίσιο εποπτείας της χώρας μετά τη λήξη του μνημονίου, ο κεντρικός τραπεζίτης είπε ότι «σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, προκύπτει ότι η λήξη του ελληνικού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 δεν συνεπάγεται αποδέσμευση της χώρας από υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών της. Αυτό που αλλάζει είναι η μορφή του πλαισίου εποπτείας της χώρας, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται στους γενικούς όρους και κανονισμούς εποπτείας που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Όπως είπε, ο Κανονισμός 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, προβλέπει αυτόματη άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα μέχρις ότου η χώρα αποπληρώσει το 75% των δανείων που έχει λάβει από άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει ενισχυμένη εποπτεία, αν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες.

«Πέραν των διατάξεων που είναι ήδη σε ισχύ, έχουν προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ, οι οποίες αφορούν ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη φύση της εποπτείας της ελληνικής οικονομίας μετά το πρόγραμμα και θα συζητηθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το πρώτο εξάμηνο του 2018. Τα ζητήματα αυτά αφορούν τον αυξημένο ρόλο του ESM και τη δυνατότητα χρηματοδότησης για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» σημείωσε σχετικά.

Και κατέληξε στο συμπέρασμα πως «γίνεται επομένως φανερό ότι η ομαλή έξοδος της Ελλάδος από το πρόγραμμα και η επιτυχής πορεία της στη νέα, μετά την κρίση, ευρωπαϊκή κανονικότητα συνεπάγονται δεσμεύσεις για τη διασφάλιση των μέχρι σήμερα επιτευγμάτων, την άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής μετά το πρόγραμμα και τη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέχρι την ολοκλήρωσή τους».

Ανάπτυξη 2,4% το 2018

Αναφερόμενος στην πορεία της οικονομίας, ο κ. Στουρνάρας ανάφερε ότι το 2017 ήταν έτος επιστροφής της στην ανάπτυξη μετά από πολυετή περίοδο ύφεσης, με εξαίρεση το 2014.

Όπως είπε, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,6% το 2017 και προβλέπεται να ενισχυθεί σε 2,4% και 2,5% το 2018 και το 2019 αντίστοιχα.

«Υπάρχουν επομένως βάσιμες ενδείξεις ότι, μετά από μια μακρόχρονη και εξαιρετικά επώδυνη οικονομική προσαρμογή, εμπεδώνεται μια αναπτυξιακή δυναμική, που προσδιορίστηκε τόσο από τις ευνοϊκές εγχώριες εξελίξεις όσο και από την καλή ευρωπαϊκή συγκυρία» τόνισε ο κεντρικός τραπεζίτης.

Και εξήγησε ότι «οι βελτιωμένες προοπτικές για την εγχώρια οικονομία ενίσχυσαν το οικονομικό κλίμα και οδήγησαν σε αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, σε αναβάθμιση της διεθνούς πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και σε διαδοχικές μειώσεις της εξάρτησης των ελληνικών τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA)».

Παράλληλα, «μείωσαν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων στα επίπεδα του Ιανουαρίου του 2006, γεγονός που επέτρεψε την επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου τον Ιούλιο του 2017 στις διεθνείς αγορές μετά από μία τριετία αποκλεισμού. Μείωσαν επίσης τις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων και οι ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές εκδίδοντας καλυμμένα ομόλογα».

Με αυτά τα δεδομένα, πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας, «είναι βάσιμο να προβλεφθεί ότι το 2018 η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε 2,4%».

Σύμφωνα με τον ίδιο, παράγοντες ώθησης θα είναι:

α) η ισχυρή ανοδική πορεία του τουρισμού,

β) η μεγάλη ενίσχυση της μεταποιητικής παραγωγής, που αντανακλά τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των επιχειρήσεων και προεξοφλεί την αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων,

γ) η αύξηση των εξαγωγών και

δ) η ευνοϊκή διεθνής οικονομική συγκυρία

Οι κίνδυνοι

Ο κ. Στουρνάρας πρόσθεσε ωστόσο ότι «οι ευοίωνες προβλέψεις βασίζονται κυρίως στην υπόθεση ότι η τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος οικονομικής προσαρμογής θα ολοκληρωθεί ομαλά και βάσει του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος, χωρίς καθυστερήσεις και παλινδρομήσεις, και ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση και στη μεταμνημονιακή εποχή».

Επιπλέον, τόνισε ότι παρά τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, που ενδέχεται να απειλήσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «βραχυπρόθεσμα, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι είναι η καθυστέρηση στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων μέτρων στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης, που θα οδηγούσε σε καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, και η τυχόν απόκλιση από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Επιπλέον, η μη έγκαιρη αποσαφήνιση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους είναι αιτία που μπορεί να αναζωπυρώσει αβεβαιότητες».

Εξίσου σημαντικός είναι, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο κίνδυνος από την αντιστροφή της μέχρι σήμερα θετικής πορείας των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων.

«Η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας αποτελεί θετική εξέλιξη στην πορεία προς την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας από τα ελληνικά ομόλογα, ενώ το 2017 οι υψηλές αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων σημείωσαν σημαντική πτώση. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ελλάδα διατηρεί ακόμα τη χαμηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση στην ευρωζώνη, απέχοντας 5 βαθμίδες από την επενδυτική βαθμίδα, σημαίνει ότι, με τη χώρα εκτός προγράμματος, τα ελληνικά ομόλογα θα παύσουν να γίνονται αποδεκτά ως εξασφαλίσεις για την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη φθηνή χρηματοδότηση που προσφέρει η ΕΚΤ» σημείωσε σχετικά.

Και συμπλήρωσε πως με δεδομένο ότι η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου υπερβαίνει σήμερα το 4%, έναντι περίπου 2% για την Πορτογαλία και την Ιταλία, γίνεται πιθανός ο κίνδυνος δυσμενών επιπτώσεων στη δυναμική του χρέους.

«Το πρόβλημα ενδέχεται να οξυνθεί, καθώς οι παράγοντες που διαμόρφωσαν ευνοϊκές συνθήκες κατά το περασμένο έτος φαίνεται ότι αντιστρέφονται» υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ελλοχεύουν και εξωτερικοί κίνδυνοι, που δημιουργούν ανησυχίες για τη διατήρηση της εξαιρετικά ευνοϊκής διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και της παγκόσμιας σταθερότητας.

Ειδικότερα, σε επίπεδο ΕΕ, εκκρεμότητες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στην καλή οικονομική πορεία της ΕΕ είναι: η προετοιμασία του Brexit μετά τη συμφωνία της 15ης Δεκεμβρίου 2017 για συντεταγμένη έξοδο, και η ανάγκη για εξεύρεση κοινά αποδεκτής συμφωνίας ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης στο πλαίσιο της προσεχούς αναθεώρησης του κανονισμού του Δουβλίνου τον Ιούνιο του 2018.

Επιπρόσθετα, σε επίπεδο ευρωζώνης, σημαντικές αλλαγές που αφορούν την αρχιτεκτονική της αναμένεται να δρομολογηθούν εφέτος, όπως η σύσταση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Καθυστερήσεις των προσδοκώμενων αλλαγών ενδέχεται να ενισχύσουν τις αβεβαιότητες.

Σε διεθνές επίπεδο, αναταράξεις προκαλούνται από την επιδείνωση των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Β. Κορέα και το Ιράν. Τέλος, σε πολλές χώρες του κόσμου η έξαρση του λαϊκισμού μειώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και στο κράτος δικαίου.

Δεν αποκλείει τη δημιουργία bad bank στην Ελλάδα ο Γ. Στουρνάρας

Μετά τη δημοσίευση σχετικών κατευθύνσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε έναν ή περισσότερους κεντρικούς φορείς που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για το σκοπό αυτό.

Τούτο επισήμανε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη γενική συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος ο διοικητής της Γ. Στουρνάρας, σε ειδική αναφορά του για το τραπεζικό σύστημα.

Σε σχέση με τα κόκκινα δάνεια, τόνισε ότι «στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, αλλά εφικτοί, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης».

Όπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, «οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τη συντονισμένη αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις».

Παράλληλα, κάλεσε τις διοικήσεις των τραπεζών να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και στην περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους.

Και συμπλήρωσε πως «δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές».

Κι αυτό διότι «το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (IFRS 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ».

Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό το ότι προβλέφθηκε και υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του τρίτου προγράμματος, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα, εάν αυτή καταστεί αναγκαία».

Η πρόοδος έως σήμερα

Πάντως αναγνώρισε την πρόοδο που έχει συντελεστεί έως σήμερα. Όπως είπε, κύρια χαρακτηριστικά της εξέλιξης του εγχώριου τραπεζικού τομέα το 2017 ήταν η σταδιακή ανάκαμψη της οργανικής κερδοφορίας, η διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε ικανοποιητικό επίπεδο, η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των τραπεζών και η μικρή υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σύμφωνα με τους τεθέντες στόχους, με το απόθεμα ωστόσο να παραμένει υψηλό (100,4 δισεκ. ευρώ το Σεπτέμβριο του 2017).
Πρόσθεσε ωστόσο ότι «σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία Δεκεμβρίου 2017, παρατηρείται σημαντική επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους (το απόθεμα διαμορφώνεται σε περίπου 95 δισεκ. ευρώ)».

Αναφερόμενος στη ρευστότητας του συστήματος, τόνισε ότι το 2017 παρατηρήθηκε αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ως αποτέλεσμα της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας και της σταδιακής ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού προς το τραπεζικό σύστημα.

Περαιτέρω, η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης κατά τα χρόνια της κρίσης φαίνεται να μην είναι τόσο έντονη πλέον.

Τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων εξακολούθησαν να μειώνονται, με χαμηλότερο όμως ρυθμό, και τα επιτόκια τραπεζικού δανεισμού για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις συνέχισαν να αποκλιμακώνονται.

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα