Είναι ο Αντρέ Ζιντ που έπεισε τον Ζορζ Σιμενόν να μετατρέψει σε μυθιστόρημα αυτόν τον αυτοβιογραφικό τόμο, αλλάζοντας το πρώτο σε τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο και δίνοντας προτεραιότητα στην ποιητική αλήθεια εις βάρος της ακρίβειας. Πράγματι, ο ίδιος ο Σιμενόν δήλωνε ότι εδώ όλα είναι αλήθεια χωρίς τίποτα να είναι ακριβές. Αρχισε να τον συγγράφει στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και σκόπευε να τον συμπληρώσει με άλλους δύο τόμους – κάτι που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, μεταξύ άλλων γιατί πολλοί εμπλεκόμενοι θεώρησαν εαυτούς προσβεβλημένους όταν αυτοαναγνωρίστηκαν στην αφήγηση και τον έσυραν στα δικαστήρια.
Σύμφωνα με τα Νέα δύσκολα βέβαια κρύβονται τα πραγματικά περιστατικά, έστω και αν o ίδιος ο συγγραφέας μετονομάζεται σε Ροζέ και οι γονείς του σε Ντεζιρέ και Ελίζ. Ούτε είναι στις προθέσεις του Σιμενόν κάτι τέτοιο.
Οι ημερομηνίες, τα ιστορικά γεγονότα, τα πολυπληθή σόγια μέχρι τέταρτο βαθμό και, πάνω από όλα, η ίδια η γενέτειρά του Λιέγη απεικονίζονται με μεγάλη ενάργεια, όπως άλλωστε και ο βελγικός τρόπος ζωής στο σύνολό του: συνταγές, μυρωδιές, επαγγέλματα, μικρομάγαζα, μπαρ και καφέ, ερωτικά ήθη, πορνεία, λαθρεμπόριο και γερμανική κατοχή, ο ίδιος ο τρόπος παραγωγής – που διακρίνεται από την έντονη βιομηχανική ανάπτυξη, την κυριαρχία του τομέα των ορυχείων, την προλεταριοποίηση και την αστικοποίηση – δίνονται με απερίγραπτη ζωντάνια και σχεδόν επιστημονική ακρίβεια.
Η φαντασία του Σιμενόν έχει αναπλάσει πλήρως την πραγματικότητα σε ό,τι θα μπορούσε να αποκληθεί αλήθεια της μυθοπλασίας. Μάλιστα, πρόκειται για μια αλήθεια δεύτερου βαθμού. Πίσω από κάθε γραμμή του βιβλίου διακρίνει κανείς σκηνές, πόζες, χειρονομίες, όνειρα, συμπεριφορές και κίνητρα που οι αναγνώστες του έχουν ήδη εισπράξει στα εκατοντάδες έργα του και κυρίως στα λεγόμενα «σκληρά μυθιστορήματα» (Το χιόνι ήταν βρώμικο, Στριπτήζ, Η φυγή του κυρίου Μοντ, Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, Ο άνθρωπος από το Λονδίνο, Ο δήμαρχος της Φυρν, Το μπλε δωμάτιο κ.λπ.)