Τη στρατηγική της εν όψει της μακράς ή και συντομότερης προεκλογικής περιόδου αποκάλυψε η κυβέρνηση –ειδικότερα: η ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου –κατά τη συζήτηση της προηγούμενης Τετάρτης για την προανακριτική επιτροπή της υπόθεσης Novartis.
Με φόντο διάφορες «αποκαλύψεις» και μία σειρά προδικαστικών ακροβασιών και ακραίων πολιτικών μεθοδεύσεων, ο Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του επιλέγουν για μία ακόμα φορά τη ναρκοθέτηση του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου. Πρόκειται για μια επιλογή η οποία θυμίζει, αφενός, «βρώμικο ’89» και, αφετέρου, το τραυματικό και διχαστικό καλοκαίρι του 2015.
Γενικευμένος πόλεμος
Ο κ. Τσίπρας είναι πλέον φανερό ότι έχει λάβει τις αποφάσεις του. Παρά την περιστασιακή ρητορική του περί επιστροφής στην ομαλότητα και στην κανονικότητα, εν τέλει προτιμά να κηρύξει γενικευμένο πόλεμο, με μοναδικό στόχο την πολιτική του επιβίωση.
Κάτω από το πρίσμα αυτό η οποιαδήποτε δυνατότητα πολιτικής συνεννόησης ή έστω διαμόρφωσης μιας ατμόσφαιρας πολιτικής ηρεμίας εξανεμίζεται για τη χώρα. Και αυτό προξενεί ιδιαίτερη αμηχανία έως και ενόχληση, ακόμα και μεταξύ κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ την ίδια στιγμή επαναφέρει στις ξένες πρωτεύουσες και στις Βρυξέλλες σενάρια πολιτικής αναταραχής και αστάθειας.
Ολα αυτά συμβαίνουν σε μια συγκυρία κατά την οποία πολλά και νευραλγικής σημασίας μέτωπα είναι ανοιχτά: Σκοπιανό, Ελληνοτουρκικά, ελληνοαλβανικές σχέσεις, οικονομία (έξοδος στις αγορές).
Υπό αυτές τις συνθήκες πολιτικής όξυνσης, για πολλούς πλέον, ακόμα και εντός κυβερνητικού στρατοπέδου, τίθενται εν αμφιβόλω οι πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης και εντείνονται οι ανησυχίες για τους κρυφούς σχεδιασμούς της.
Οπως καταδείχθηκε από τη συζήτηση της προηγούμενης Τετάρτης στη Βουλή, το Μέγαρο Μαξίμου ουδεμία διάθεση διαλλακτικότητας ή συνεννόησης με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις έχει. Αντιθέτως, επιλέγει να θέσει τους πάντες απέναντί του, να λασπολογήσει, να πολώσει και να διχάσει, να καλλιεργήσει επίπλαστες εντυπώσεις περί ανάκαμψης, να υποσχεθεί επιδόματα και δήθεν ενισχύσεις προς τους οικονομικά ασθενείς (τους οποίους στην πραγματικότητα θεωρεί πολιτικούς ομήρους) και να διαμορφώσει έτσι ένα πεδίο ώστε να προσφύγει στις κάλπες σε όποια στιγμή θεωρήσει κατάλληλη ή βολική.
Ολα αυτά έγιναν φανερά εντός του Κοινοβουλίου την προηγούμενη εβδομάδα. Και φανέρωσαν την αγωνία που στην πραγματικότητα επικρατεί στην κυβέρνηση, όπως π.χ. έγινε σαφές από τη σπουδή του κ. Τσίπρα να αναφερθεί στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο Moody’s κατά τη συζήτηση για τη Novartis και ενώ είναι γνωστό ότι οι αξίες των ελληνικών ομολόγων άρχισαν να κατρακυλούν άμα τη εκδόσει τους από τη στιγμή που η χώρα επανήλθε στις αγορές…
Διαφωνίες για τις μεθοδεύσεις
Ως προς την ίδια την επίμαχη υπόθεση Novartis μέσω της οποίας η ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου επιχειρεί να καλλιεργήσει το νέο πολιτικό περιβάλλον, ο προβληματισμός στις τάξεις της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι αισθητός. Ηταν άλλωστε ενδεικτικό στη συζήτηση της Τετάρτης: ούτε ένας από τους εισηγητές και αγορητές της κυβέρνησης, ούτε καν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, δεν υποστήριξε από το βήμα τις κατηγορίες με τις οποίες βαρύνονται τα 10 εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα.
Οι πολύμηνες μεθοδεύσεις, όπως αναδείχθηκαν κατά την ίδια συζήτηση και τις παραθέσεις στοιχείων από την αντιπολίτευση και τους εμπλεκομένους –κυρίως δε από τους κ.κ.
Ευ. Βενιζέλο,
Αντ. Σαμαρά και
Αδ. Γεωργιάδη -, προκαλούν αμηχανία σε πολλούς βουλευτές και υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ.
«Εχω πορεία πολλών ετών και τέτοιες διαδικασίες δεν με βρίσκουν σύμφωνο» έλεγε χαρακτηριστικά (και ψιθυριστά…) υπουργός της κυβέρνησης στον διάδρομο έξω από την αίθουσα της Ολομέλειας όσο εξελισσόταν η συζήτηση. Παρά ταύτα, όλοι οι βουλευτές της συμπολίτευσης είναι εγκλωβισμένοι στις στρατηγικές επιλογές της ηγετικής ομάδας και απλώς αναζητούν διέξοδο.
Η παγίδευση στην «πολιτική ευθύνη»
Εχοντας λάβει τα μηνύματα για τις διαθέσεις μεταξύ των βουλευτών του, ο κ. Τσίπρας επιχείρησε έναν ελιγμό το βράδυ της Τετάρτης. Και από την απόπειρα απόδοσης ποινικών ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα, μετέπεσε στην αναζήτηση πολιτικών ευθυνών. «Αφήστε όμως την ποινική ευθύνη. Πολιτική ευθύνη υπάρχει;» αναρωτήθηκε ο Πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής και συμπλήρωσε: «Με δυο λόγια, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σας ερωτώ κάτι πάρα πολύ απλό. Για αυτό το σκάνδαλο το οποίο παραδεχθήκατε, όσοι κυβερνούσατε τόσα χρόνια, δεν παίρνατε χαμπάρι τίποτα; Κάτω από τη μύτη των πολιτικών ηγεσιών γίνονταν όλα αυτά; Οι υπηρεσιακοί και οι γιατροί τα έκαναν ή μπορούσαν να τα κάνουν, εν απόλυτη (sic) αγνοία κυβερνητικών παραγόντων;».
Με την αλλαγή αυτή όμως ο κ. Τσίπρας βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπος με δύο μεγάλες αντιφάσεις. Kατ’ αρχάς, μιλώντας για πολιτική ευθύνη, άθελά του(;) έδειξε και τον πρώην πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του οποίου η φαρμακευτική δαπάνη παρουσίασε τη μεγαλύτερη ιστορικά αύξηση. Ο κ. Καραμανλής δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία, όμως ο υπουργός Υγείας της περιόδου Δ. Αβραμόπουλος είναι ένα από τα 10 εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα.
Εν συνεχεία, την αμέσως επόμενη ημέρα της συζήτησης στη Βουλή, προέκυψαν νέα στοιχεία από την έρευνα, σύμφωνα με τα οποία το σκάνδαλο και οι δωροδοκίες συνεχίζονταν και κατά το διάστημα Ιανουαρίου 2016-2017. Πρόκειται προφανώς για περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και με βάση τα όσα ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ανέφερε η πολιτική ευθύνη για το σκάνδαλο θα πρέπει να βαρύνει πλέον και τη διακυβέρνηση της πρώτης φοράς Αριστεράς…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ