Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το ζήτημα της ονοματοδοσίας της πΓΔΜ αλλά και το ζήτημα των ποικίλων νοημάτων της Μακεδονίας στην ελληνική ιστορική και πολιτική κουλτούρα βρίσκονται ξανά στο προσκήνιο, σε ένα «comeback» που παρουσιάζει ενδιαφέρουσες ομοιότητες αλλά και αντιστοίχως ενδιαφέρουσες διαφορές με τη δεκαετία του 1990.
Τα πρόσφατα συλλαλητήρια κατέδειξαν το βάθος μιας ιστορικής κουλτούρας που κατανοεί τόσο το μακεδονικό όσο και το ελληνικό παρελθόν μέσα από μια περίκλειστη αντίληψη ενός γραμμικού ιστορικού χρόνου από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας και μιας αναλλοίωτης εθνικής κοινότητας –της ελληνικής –η οποία χαρακτηρίζεται από αίσθηση ανωτερότητας έναντι γειτόνων και κατά καιρούς αντιπάλων στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Οι εκφράσεις και οι τρόποι κατανόησης της εθνικής ταυτότητας και της εθνικής ιστορίας που είδαμε στα συλλαλητήρια αλλά και σε δημόσιες συζητήσεις γύρω από την πΓΔΜ μαρτυρούν την ανάγκη διαρκούς εμβάθυνσης στις πολύπλευρες όψεις του ελληνικού παρελθόντος. Είναι γεγονός ότι η ιστορία και άλλες επιστήμες έχουν μελετήσει τις τελευταίες δεκαετίες το μεγάλο παλίμψηστο του ελληνικού χώρου, τα επάλληλα ρεύματα μετακινήσεων και τον χαρακτήρα των πληθυσμών και των κοινοτήτων που αποτελούν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Απαιτείται όμως υπομονή και επιμονή για να γίνει αυτή η ιστορική γνώση κτήμα μεγαλύτερων ακροατηρίων.
Χωρίς να παραγνωρίζεται η κομβική διάσταση της ιστορικής παιδείας ή, ορθότερα, ακριβώς επειδή η καλλιέργεια μιας πολύπλευρης ιστορικής παιδείας είναι σημαντική, χρήσιμο είναι να κατανοήσουμε και τους μετασχηματισμούς στο πεδίο των εθνικών ταυτοτήτων κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι μεγάλες αλλαγές που επέφερε το τέλος του 20ού αιώνα με τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ, τον ανασχεδιασμό περιοχών όπως η Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, τους κλυδωνισμούς του ιδεολογικού και πολιτικού άξονα «δεξιά – αριστερά», τις εντάσεις που προκάλεσε η δυναμική της παγκοσμιοποίησης, τα νέα «κοινωνικά ζητήματα», την κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την ανάδυση του «αντισυστημικού πολιτικού λόγου» σε πολλές χώρες αναζωογόνησαν την έννοια του έθνους.
Παράλληλα, έφεραν στο προσκήνιο την ιστορία του συγκρουσιακού και τραυματικού 20ού αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές χώρες η ιστορία του 20ού αιώνα αποτελεί επίδικο ζήτημα και πεδίο δημόσιων συζητήσεων ή αντιπαραθέσεων μέσα σε κλίμα ανάδειξης των τραυμάτων και του πόνου των μεγάλων πολέμων, των λόγων και των συνθηκών που οδήγησαν σε εμφύλιες συγκρούσεις, των διώξεων και των μετακινήσεων μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, της ιστορίας των ολοκληρωτισμών και των δικτατοριών. Πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η νομοθετική παρέμβαση που απαγορεύει τον όρο «πολωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης» στην Πολωνία, η οποία στοχεύει στην απόσειση κάθε «εθνικής ευθύνης» για τα εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ειδικά κατά των Εβραίων.
Στον ασταθή και επισφαλή σύγχρονο κόσμο, η καταφυγή σε ένα έθνος προσδιορισμένο συχνά με αυτοχθονικά χαρακτηριστικά, «απειλούμενο» τόσο από τους ισχυρούς όσο και από τους ανίσχυρους (μετανάστες ή πρόσφυγες) και αντιστεκόμενο απέναντι στις ισοπεδωτικές δυνάμεις της νέας παγκόσμιας τάξης, εδραιώνεται. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ταραγμένος 20ός αιώνας γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποίο ξεδιπλώνονται ιστορίες πόνου και τραυμάτων ή ιστορίες εθνικής θυματοποίησης. Αντίθετα, συχνά αποσιωπούνται ιστορίες διώξεων, διακοινοτικών συγκρούσεων ή εξόντωσης ομάδων και κοινοτήτων στο εσωτερικό εθνικών κρατών. Στην ελληνική περίπτωση, πολλές σύγχρονες συγκρουσιακές μακεδονικές ιστορίες κρύβονται πίσω από τις ασπίδες και τις περικεφαλαίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου… Και αν η αρχαιότητα προβάλλει τόσο έντονα στη «δική μας Μακεδονία που είναι μία και ελληνική», δεν είναι μόνο γιατί η αρχαιότητα καταλαμβάνει ζωτικό χώρο στην ελληνική εθνική ιστορία αλλά και γιατί η προβολή σε πρώτο πλάνο μιας ιστορικής εποχής επισκιάζει άλλες πολύ λιγότερο ένδοξες. Οταν δε ο 20ός αιώνας προβάλλει πίσω από τις ασπίδες, η λαχτάρα της ένταξης και της ενσωμάτωσης των προσφύγων που κατοίκησαν την ελληνική Μακεδονία μέσα στην περιδίνηση των μεγάλων πολέμων συναντιέται με τις μνήμες από τις βαθιές πολιτικές συγκρούσεις που ταλάνισαν την περιοχή, αλλά και με τον ενδόμυχο φόβο μιας νέας αποσταθεροποίησης σε μια εποχή γενικευμένης ανασφάλειας. Διευκολύνεται έτσι η ώσμωση πολλών λόγων και τάσεων στο «σύμπαν των συλλαλητηρίων» όπου συνυπάρχουν άνθρωποι με εθνικές ευαισθησίες, αντιστασιακοί της παγκοσμιοποίησης, «αντισυστημικοί» εχθροί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ακροδεξιοί αντισημίτες και όχι μόνο…
Το «Μακεδονικό comeback» μάς συνδέει τόσο με τις μακρές διάρκειες του ελληνικού 20ού αιώνα όσο και με τους μετασχηματισμούς που πραγματοποιήθηκαν από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα. Οι εθνικές ταυτότητες και οι ιστορίες τους έχουν αποκτήσει νέα νοήματα και δυναμική στην εποχή μας. Χωρίς να υποτιμάται η σημασία της ιστορικής παιδείας, απαιτείται στο συγκεκριμένο ζήτημα και συνεπής πολιτική βούληση. Χρειάζεται δηλαδή μια ευρεία συμφωνία πολιτικών δυνάμεων που θα είναι πρόθυμες να ενημερώσουν και να πληροφορήσουν τους πολίτες για τη σημασία της διευθέτησης του ονόματος της πΓΔΜ και τα οφέλη που μια συμφωνία μπορεί να φέρει στη χώρα μας σε επίπεδο ασφάλειας και ειρήνης στην περιοχή, οικονομικών και εμπορικών σχέσεων, πολιτικών επαφών. Ο συνδυασμός μιας ιστορίας με αναστοχαστικό βλέμμα στις μεγάλες συγκρούσεις του 20ού αιώνα και μιας εθνικής πολιτικής απαλλαγμένης από τα βαρίδια του μικροπολιτικού οφέλους και του βραχυπρόθεσμου κομματικού ανταγωνισμού θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα επωφελής. Πέραν αυτού όμως, θα μπορούσε να αποδειχθεί επωφελής και για τη διασφάλιση της δημοκρατικής πολιτικής στη χώρα μας. Ας μην αφήσουμε το «Μακεδονικό» να γίνει φυτώριο ανάπτυξης λόγων και δυνάμεων που αντιστρατεύονται τη δημοκρατία, ξαναγυρνώντας αφενός στις πιο σκοτεινές στιγμές των συγκρούσεων του 20ού αιώνα και καλλιεργώντας αφετέρου τη ρητορική της υπονόμευσης και της απαξίας των πολιτικών θεσμών.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ