Η πρώτη δίκη με βάση τη συνταγματική διάταξη «περί ευθύνης υπουργών» έγινε το 1876, μετά την ταραχώδη περίοδο 1874-75, όταν η κυβέρνηση Βούλγαρη στηριζόταν σε Βουλή που (κατά τους αντιπάλους της) δεν είχε νόμιμη σύνθεση –ήταν η εποχή των «στηλιτικών» και του τρικουπικού «Τις πταίει;» που έκλεισε με την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Χαρίλαο Τρικούπη που δεν ήταν καν βουλευτής. Στις εκλογές του 1975 που διεξήγαγε ο Τρικούπης καταποντίστηκε το κόμμα του Δημητρίου Βούλγαρη («Τζουμπέ»), πλειοψήφησε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος που έγινε πρωθυπουργός με τη στήριξη του Θρασύβουλου Ζαΐμη. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία Κουμουνδούρου – Ζαΐμη – Τρικούπη άσκησε δίωξη κατά δύο υπουργών της κυβέρνησης Βούλγαρη: του επί της Δικαιοσύνης Βασίλειου Νικολόπουλου και του επί της Παιδείας Ιωάννη Βαλασόπουλου. Ο πρώτος ήταν γαμπρός (σύζυγος της κόρης) του Βούλγαρη και εθεωρείτο το alter ego και διάδοχος του πανίσχυρου, από την εποχή του Οθωνα ήδη, υδραίου πολιτικού. Η κατηγορία ήταν επί σιμωνία, ότι δωροδοκήθηκαν από τρεις κληρικούς (που δικάστηκαν και αυτοί μαζί τους) και κατάφεραν να τους εκλέξουν μητροπολίτες. Ολοι καταδικάστηκαν από το Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτήθηκε: οι δύο υπουργοί σε πολύμηνη φυλάκιση, οι μητροπολίτες (και ο Βαλασόπουλος επιπλέον) σε χρηματικά πρόστιμα αντίστοιχα των ποσών της δωροδοκίας.
Εκτός όμως από τους δύο υπουργούς είχε παραπεμφθεί σε δίκη όλη η κυβέρνηση Βούλγαρη για όσα είχαν γίνει κατά τη θητεία της, κατηγορούμενη για αντιποίηση αρχής, πλαστογραφία και παραβάσεις του εκλογικού νόμου –η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου ήταν αθωωτική. Ο Δημήτριος Βούλγαρης (που είχε εκλεγεί βουλευτής αλλά δεν εμφανίστηκε στη Βουλή) πέθανε το 1877, οι δύο καταδικασθέντες υπουργοί αποσύρθηκαν προσωρινά από τα κοινά, και οι δύο όμως εξελέγησαν αργότερα βουλευτές χωρίς να ξαναγίνουν υπουργοί.
Συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα
Αναφέρθηκα εκτενώς σε αυτή την πρώτη περίπτωση δίκης (και επί Οθωνος είχαν απαγγελθεί κατηγορίες κατά υπουργών χωρίς να γίνουν δίκες) γιατί, νομίζω, προκύπτει αβίαστα πως οι δίκες του 1876 δεν ήταν παρά συνέχεια της πολιτικής σύγκρουσης του 1874-75, που και αυτή είναι προέκταση της σύγκρουσης μεταξύ «Πεδινών – Ορεινών – Κοιλιακών» της Εθνοσυνέλευσης –σύγκρουση που κατέληξε σε μάχες τον Φεβρουάριο και Ιούνιο του 1864 στην Αθήνα με εκατοντάδες νεκρούς. Ακόμα, τα Ειδικά Δικαστήρια του 1876 είναι η απάντηση του Κουμουνδούρου στις διώξεις και ταπεινώσεις που είχε υποστεί στις εκλογές του 1868 από τον Βούλγαρη. Αυτό που συνέβη δεν ήταν απόδοση δικαιοσύνης, απλώς η νέα πλειοψηφία της Βουλής έστειλε στο Ειδικό Δικαστήριο την παλιά πολιτική ηγεσία για να την εξουδετερώσει πολιτικά. Σε πολιτική εξουδετέρωση αντιπάλων στόχευε το 1891 η συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής για τον Χαρίλαο Τρικούπη από τη δηλιγιαννική πλειοψηφία, το ίδιο συνέβη το 1917 από τους βενιζελικούς της «Βουλής των Λαζάρων» για τις βασιλικές κυβερνήσεις του 1915-17, το ίδιο έκανε η αντιβενιζελική πλειοψηφία του 1933 εναντίον του ίδιου του Ελευθέριου Βενιζέλου μετά την αποτυχία του κινήματος του Πλαστήρα. Οι δίκες δεν έγιναν ποτέ γιατί ο πολιτικός στόχος είχε επιτευχθεί και με τη σύσταση της Προανακριτικής.
Αν έρθουμε στα νεότερα, το Ειδικό Δικαστήριο του 1990 για τον Ανδρέα Παπανδρέου και τους υπουργούς του δεν ήταν παρά η συνέχεια των τριών εκλογικών αναμετρήσεων του 1989, όταν η ΝΔ προσπαθούσε να γίνει κυβέρνηση ύστερα από οκτώ χρόνια παραμονής στην αντιπολίτευση, ενώ η Αριστερά (ΚΚΕ και ΕΑΡ, στον ενιαίο τότε Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου) ήλπιζε ότι θα διασπούσε ή και θα διέλυε το ΠαΣοΚ και θα κληρονομούσε την εκλογική του πελατεία. Φυσικά, υπήρχε σκάνδαλο Κοσκωτά όπως τώρα υπάρχει σκάνδαλο φαρμάκων, αλλά οι καταγγελίες ότι παραδίδονταν κούτες με χαρτονομίσματα στον Ανδρέα Παπανδρέου κατέπεσαν –και επισημάνθηκε ότι η αντίστοιχη σημερινή κατηγορία κατά του Αντώνη Σαμαρά μοιάζει πολύ με εκείνη. Μόνο που ο Αντώνης Σαμαράς ήταν τότε στην πλευρά που είχε οργανώσει τη σκευωρία: ήταν υπουργός της κυβέρνησης Τζανετάκη που συγκροτήθηκε προκειμένου να συσταθεί από τη Βουλή Προανακριτική και να οδηγήσει στο Ειδικό Δικαστήριο τον Ανδρέα Παπανδρέου για τα «πάμπερς».Ανεξάρτητα από συνταγματικά επιχειρήματα και νομικές διατάξεις, η παραπομπή (ή η απαλλαγή) υπουργών από τη Βουλή δεν είναι παρά συνέχεια του πολιτικού ανταγωνισμού με άλλα, βιαιότερα μέσα.
Ακόμα βιαιότερη μορφή είναι τα έκτακτα στρατοδικεία, αυτά που το 1922 καταδίκαζαν σε θάνατο αντιβενιζελικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς και το 1935 βενιζελικούς. Και έσχατη μορφή, φυσικά, ο ανοιχτός εμφύλιος πόλεμος. Αλλά ως προς τη μαζικότητά της (2 πρωθυπουργοί, 8 υπουργοί) η τωρινή δίωξη συγκρίνεται με αυτές του 1922 («Δίκη των Εξι», 3 πρωθυπουργοί, 2 υπουργοί) και του 1935 («Δίκη των Πολιτικών Αρχηγών», 4 πρωθυπουργοί, 5 υπουργοί).
Λίγο πιο ίσοι
Οι κανόνες δικαίου που επικαλούνται αυτές οι πολιτικές διαδικασίες είναι προσχηματικοί – είναι ενδεικτικό ότι στην Προανακριτική για τη Novartis θα μετέχει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παρασκευόπουλος, ο οποίος ως υπουργός Δικαιοσύνης έπεισε την Επιτροπή Ασύλου της Βουλής να παράσχει ασυλία στην Ελένη Αυλωνίτου(βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, φυσικά) με το επιχείρημα ότι η μήνυση για χειροδικία και σωματικές κακώσεις που της είχε υποβληθεί είχε πολιτικά κίνητρα. Προφανώς αυτά τα φαινόμενα αποσαθρώνουν το επιχείρημα ότι πρέπει να ανατίθεται στη Βουλή η απόφαση για άσκηση ποινικής δίωξης επειδή ίσως μεροληπτούσαν οι δικαστικοί που θα την ασκούσαν. Διότι η πιθανότητα μεροληψίας δεν αντισταθμίζει τη βεβαιότητα μεροληψίας που θα εκδηλωθεί στη Βουλή, αφού οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να σκέφτονται και να δρουν πολιτικά και όχι με κριτήρια δικαίου.
Επικαλούνται οι υποστηρικτές της υφιστάμενης διαδικασίας ότι «υπάρχει στο Σύνταγμα από το 1844». Στην εποχή των συνταγματικών μοναρχιών του 19ου αιώνα η λογοδοσία των υπουργών απέναντι στη Βουλή δεν ήταν παγιωμένη ή δεδομένη και η άσκηση δίωξης από τη Βουλή κατοχύρωνε τη λαϊκή κυριαρχία, επιτρέποντας στη Βουλή να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία που την ασκούσε ο μονάρχης διά των υπουργών του. Ως έχουν όμως σήμερα τα πράγματα, η διατήρηση αυτού του καθεστώτος, σε συνδυασμό με τη σύντομη παραγραφή, θέτει ουσιαστικά τους πολιτικούς που ασκούν εκτελεστική εξουσία εκτός δικαστικού ελέγχου – και ταυτόχρονα καθιστά την απόδοση δικαιοσύνης μορφή του πολιτικού ανταγωνισμού. Οι υπουργοί (ενίοτε και οι βουλευτές) πολιτικοί τίθενται εκτός (ή υπεράνω) του δικαίου, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούν προσχηματικά το δίκαιο σαν όπλο στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις.
Τέλος, με τις συνταγματικές και νομοθετικές ρυθμίσεις που υπάρχουν οι πολιτικοί αναδεικνύονται «πιο ίσοι» από τους άλλους πολίτες έναντι του νόμου – όπως είναι καταφανέστατο στην περίπτωση όπου πολιτικά πρόσωπα δεν υφίστανται συνέπειες λόγω παραγραφής, ενώ οι συνεργοί τους ιδιώτες δικάζονται και καταδικάζονται. Το φαινόμενο αυτό όπως και η κατάχρηση της βουλευτικής ασυλίας αποτελούν μία ακόμη επίδειξη της δύναμης που έχει στη χώρα μας η πολιτική ελίτ απέναντι στους θεσμούς και στην κοινωνία.
Θεόδωρος Φλογαΐτης 1879
(νομικός και βουλευτής)
«Η ποινική ευθύνη των υπουργών ενεργοποιείται εν ανωμάλοις χρόνοις… Τα υπουργεία εν ταις κοινοβουλευτικαίς Επικρατείαις αντιπροσωπεύουσι πολιτικά κόμματα ισχυρά, μεγάλα, πολυάριθμα· όθεν η δίκη των υπουργών είναι δίκη αυτών των κομμάτων, πολλήν διά τούτο επιμέλειαν περί της σωτηρίας αυτών ποιουμένων, και θόρυβον πολύν, εξ ου και πολιτικαί ταραχαί και πολλάκις επαναστάσεις προκαλούντων· τούτου ένεκα ως επί το πολύ τα πλειονοψηφούντα κόμματα περιορίζονται εις την εκ των υπουργικών εδωλίων αποβολήν των υπουργών, διά της πολιτικής ή κοινοβουλευτικής ευθύνης. Ειρήσθω, ότι της αργίας της ποινικής ευθύνης αφορμή σπουδαία είναι και η ανάθεσις της κατηγορίας εις σώμα πολιτικόν, εν ω κατισχύουσιν ως επί το πολύ φατριαστικόν συμφέρον και ο πόθος κατακρατήσεως ή καταλήψεως της εξουσίας, ουχί δε η περί το ακριβοδίκαιον σπουδή».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ