Αναμενόμενο, θα πει κάποιος, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση αυτή η φύσει αντίθεση στην αλλαγή μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά και για την αλλαγή αυτή καθαυτή. Εν προκειμένω, στη διάθεση των εταιρειών είναι να εξακολουθήσουν να επενδύουν με την ίδια ζέση σε τεχνολογία η οποία θα αργήσει να αποφέρει οικονομικούς καρπούς. Και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του αμερικανικού κέντρου ερευνών, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα εξακολουθήσουν να το κάνουν, ιδίως αν σε μια ενδεχόμενη ύφεση της αγοράς δεν τους «βγουν τα νούμερα». Αυτό βέβαια θα σημάνει και τη μείωση της πίεσης προς τους έτερους εμπλεκομένους, δηλαδή τις κατά τόπους κρατικές αρχές, για επενδύσεις στην απαιτούμενη υποδομή.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για την ηλεκτροκίνηση, η οποία αν και χαίρει μεγαλύτερης δυνητικής απήχησης, δείχνει πιο ευάλωτη και εξαρτώμενη από την υποδομή και κατ’ επέκταση από την πρόθεση των αυτοκινητοβιομηχανιών να πιέσουν με επενδύσεις προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ φυσικά υπόκειται και στη νοοτροπία του εκάστοτε οδηγού αναλόγως με το γεωγραφικό μήκος και πλάτος όπου βρίσκεται. Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του CAR, στην Κίνα, όπου σχετικά προσφάτως υιοθετήθηκε μια επιθετική κρατική πολιτική για τη διάδοση της ηλεκτροκίνησης, οι οδηγοί είναι πρόθυμοι σε ποσοστό 56% να ενδώσουν στις εναλλακτικές τεχνολογίες. Το αντίστοιχο ποσοστό στις ΗΠΑ πέφτει σε μόλις 18% και αυτό δεν οφείλεται στον τεχνολογικό αναλφαβητισμό των Αμερικανών αλλά σε κάτι πολύ βαθύτερο που αντικατοπτρίζεται και στην προϊοντική εικόνα των «Big Three». Οποια και να είναι η έκβαση της μάχης διάδοσης νέων τεχνολογιών, οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα πρέπει, σύμφωνα και με τις προτάσεις του CAR, να έχουν υπόψη τους τη ρήση του W. Buffett κατά την οποία «κάποιος κάθεται στη σκιά σήμερα επειδή κάποιος άλλος φύτεψε ένα δέντρο πολλά χρόνια πριν…».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ