Τα περισσότερα από τα έθιμα που αναβιώνουν την Καθαρά Δευτέρα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και τη Θράκη, ειδικότερα στην Καβάλα και την Ξάνθη, έχουν τις ρίζες τους στη διονυσιακή λατρεία και στη μακραίωνη λαϊκή παράδοση που θέλει την Καθαρά Δευτέρα να είναι τυπικά και ουσιαστικά η αρχή της ολοκληρωμένης προετοιμασίας για την Αγία και Μεγάλη Σαρακοστή και την αυστηρή νηστεία που τη συνοδεύει.
Για το λόγο αυτόν πολλές νοικοκυρές στα χωριά ξυπνούσαν πολύ πρωί και έπλεναν τις κατσαρόλες με άμμο και στάχτη από τα τζάκια, ώστε να τις καθαρίσουν καλά, χωρίς να μείνει ίχνος λαδιού.
Στην Καβάλα «πιάνουνε το φίδι»
Στην περιοχή της Καβάλας προπολεμικά υπήρχε την περίοδο της Αποκριάς μια περιπαικτική διάθεση των μεγαλύτερων προς τους νέους να βγουν να διασκεδάσουν, να φλερτάρουν, να ερωτευτούν ή όπως αλλιώς καθιερώθηκε να λέγεται «να πιάσουνε το φίδι», δίνοντας στην έκφραση αυτή μια πονηρή διάσταση, που όμως δεν ενοχλούσε ούτε σόκαρε, το αντίθετο μάλιστα, αφού η περίοδος της Αποκριάς επέβαλε τέτοιες συμπεριφορές.
Ωστόσο, η έκφραση «να πιάσουμε το φίδι» διατηρήθηκε μέσα στα χρόνια θυμίζοντας στους νεότερους τις λαϊκές παραδόσεις μιας περασμένης εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο ο Δήμος Καβάλας καλεί όλους τους πολίτες να «πιάσουνε το φίδι» στις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει για να εορταστεί η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και η Καθαρά Δευτέρα.
Εκείνα τα χρόνια οι Καβαλιώτες, ανήμερα την Καθαρά Δευτέρα, πήγαιναν στην Καλαμίτσα (μια παραθαλάσσια σχεδόν συνοικία της πόλης που ήταν γεμάτη από κήπους, μπαχτσέδες και πηγές με τρεχούμενο νερό) για να πιάσουνε το φίδι, παίρνοντας μαζί τους σαρακοστιανά φαγητά, ταραμά, κρεμμυδάκια, ελιές, νερόβραστα φασόλια σαλάτα, θαλασσινά, χαλβά και φυσικά λαγάνα. Την τιμητική του είχε το τσίπουρο.
Παρέες-παρέες στρώνανε κάτω τις κουρελούδες και το κέφι άναβε. Φαγητό, τραγούδι, χορός, πειράγματα. Αγαπημένο παιχνίδι της ημέρας ήταν η χάσκα. Σε μια κλωστή έδεναν ένα κομμάτι χαλβά. Η μάνα του παιχνιδιού το κουνούσε πέρα-δώθε και οι παίχτες προσπαθούσαν να χάψουν το χαλβά.
Τα παιδιά όλη την προηγούμενη εβδομάδα (της Τυρινής) είχαν ετοιμάσει το χαρταετό τους. Χρησιμοποιούσαν μια γλώσσα συνθηματική που γέμιζε τον αέρα: «Αμόλα Καλούμπα, βάστα κεφάλι, μάζωξε την κοιλιά κάνε τράκα πιάσε ήλιο». Αλλά και το ειδικό λεξιλόγιο για το πέταμα του χαρταετού ήταν πλούσιο: τα ζύγια, το στεφάνι, οι τράκες, τα σκουλαρίκια, η κουτρουβάλα, το ξύρισμα, το μύλι κ.λπ.
«Όποιος δεν έπαιξε ποτέ του με χαρταετό», αναφέρει ο μεγάλος λαογράφος Δημ. Λουκάτος, «δεν κοίταξε όσο χρειάζεται ψηλά. Όποιος δεν ένιωσε την αντίσταση της καλούμπας, δεν κατάλαβε τη δύναμη του αέρα. Όποιος δεν φώναξε με την ευθύνη και την πρωτοβουλία του παιδιού, που βλέπει να κινδυνεύει στο μετεωρισμά του ο αετός, δεν ένιωσε τη χαρά τού να τα βγάζει πέρα μόνος του με την φύση».
Ξάνθη, «Το κάψιμο του Τζάρου»
Στη γειτονική Ξάνθη, στην πόλη με τα χίλια χρώματα, αναβιώνει εδώ και μισό αιώνα, μετά την ολοκλήρωση της μεγάλης καρναβαλικής παρέλασης, το έθιμο «Το κάψιμο του Τζάρου» στον ποταμό Κόσυνθο. Ένα φαντασμαγορικό υπερθέαμα, που σηματοδοτεί το τέλος του καρναβαλιού.
Πλήθος κόσμου, ντόπιοι και επισκέπτες, παρακολουθούν τη λήξη του καρναβαλιού και των ετήσιων Θρακικών Λαογραφικών Εορτών κάτω από τη λάμψη ενός εντυπωσιακού σόου με πυροτεχνήματα.
Ο «Τζάρος» ή «Τζάρους», κατά τους κατοίκους της Ανατολικής Θράκης, ήταν ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα, τοποθετημένο πάνω σε ένα σωρό από πουρνάρια. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καιγόταν στο κέντρο αλάνας, πλατείας ή σε υψώματα, για να μην έχουν το καλοκαίρι ψύλλους. Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από το Σαμακώβ της Ανατολικής Θράκης και αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του ομώνυμου συνοικισμού, ο οποίος βρίσκεται κοντά στη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου στην παλιά πόλη της Ξάνθης.