Εδώ και μερικά χρόνια τα modern vintage κολάζ της Ευγενίας Λώλη ταξιδεύουν στον κόσμο, από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τη Βραζιλία, την Ευρώπη και ακόμα πιο πέρα. Εικονογραφούν περιοδικά όπως ο «New Yorker», η «Vogue», το «Vanity Fair», το «GQ», ο «Spiegel» ή ο «New Scientist» και εφημερίδες όπως ο «Monde» ή η «Süddeutsche Zeitung»· κοσμούν εξώφυλλα βιβλίων αγγλόφωνων συγγραφέων και CD ροκ συγκροτημάτων· κυκλοφορούν σε παζλ, από τη Ravensburger· και πλαισιώνουν διαφημιστικές καμπάνιες, όπως μια πρόσφατη της Swarovski. Οι εκπληκτικές εικόνες της αφηγούνται ιστορίες. Δίνουν, όπως της αρέσει να λέει, τα βασικά στοιχεία και αφήνουν τη φαντασία του θεατή να γεμίσει τα κενά. Εδώ της ζητήσαμε να μας πει τη δική της ιστορία: μας περιγράφει τη διαδρομή που την έφερε από την Πρέβεζα και τον «χειροπιαστό» κόσμο των υπολογιστών στην Καλιφόρνια και στο ονειρικό σύμπαν της τέχνης.
Γεννήθηκε πριν από 44 χρόνια στην Αθήνα –με καταγωγή από τη Λάκκα Σουλίου, όπως τονίζει -, αλλά μεγάλωσε στην Πρέβεζα. Αφού σπούδασε προγραμματίστρια ηλεκτρονικών υπολογιστών, έφυγε για να δουλέψει για μερικά χρόνια στην Αγγλία. Το ταξίδι της όμως δεν έμελλε να σταματήσει εκεί. Γνώρισε τον επίσης προγραμματιστή σύζυγό της και, όταν αυτός πήγε να εργαστεί στη Σίλικον Βάλεϊ, την έδρα των κολοσσών της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, τον ακολούθησε στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλάζοντας προσανατολισμό. «Το 2001 παντρεύτηκα, ήρθα εδώ, στην Καλιφόρνια, στην Κοιλάδα του πυριτίου, και από τον προγραμματισμό το γύρισα στη δημοσιογραφία για θέματα τεχνολογίας» λέει στο ΒΗΜΑgazino. Η στροφή αυτή έγινε αρχικά επειδή δεν είχε τη βίζα που χρειαζόταν και που θα της επέτρεπε να εργαστεί στον τομέα της στις εταιρείες της περιοχής. Γρήγορα όμως το να γράφει για το OSNews.com, ένα από τα πρώτα σε επισκεψιμότητα tech blogs εκείνη την εποχή, αποδείχθηκε πιο συναρπαστικό. «Νομίζω πως μου άρεσε περισσότερο να είμαι δημοσιογράφος από ό,τι προγραμματίστρια» εκμυστηρεύεται. «Γιατί πήγαινα παντού εδώ τριγύρω, στη Σίλικον Βάλεϊ. Ημουν μέσα στα πράγματα, μου έδειχναν καινούργια προϊόντα που δεν είχαν βγει ακόμη στην αγορά… Ηταν πιο ωραίο, πιο περιπετειώδες από το να κάθεσαι όλη μέρα σε μια θέση και να προγραμματίζεις. Είχα πάει στην Google, στο Facebook, στην Apple –είχα μιλήσει με τον Στιβ Τζομπς…».
Ο άνθρωπος που υπήρξε –έως τον πρόωρο θάνατό του το 2011 –η «ψυχή» των Mac και των iPhone, συνιδρυτής της Apple και διευθύνων σύμβουλος της Pixar ώσπου αυτή να αγοραστεί από την Disney, ήταν ένας θρύλος. Μια συνάντηση μαζί του δεν ήταν ένα προνόμιο που μπορούσαν να απολαύσουν πολλοί δημοσιογράφοι. Δουλεύοντας όμως στην καρδιά της τεχνολογίας για ένα από τα πιο επιτυχημένα νέα μέσα σε αυτόν τον τομέα, η ίδια ανήκε στον στενό κύκλο των «προνομιούχων» εκπροσώπων του Τύπου. «Είχα συναντήσει τον Στιβ Τζομπς συνολικά τρεις φορές, αλλά η πρώτη ήταν η πιο ενδιαφέρουσα» θυμάται. «Ηταν τη νύχτα που είχε βγει το καινούργιο Mac OS X (σ.σ.: λειτουργικό της Apple) και μόνο δέκα-δώδεκα δημοσιογράφοι είχαμε άδεια να μπούμε στο κατάστημα της Apple στο Πάλο Αλτο, που ήταν το πρώτο και μοναδικό κατάστημά τους τότε. Χαμός κόσμου στριμωχνόταν απ’ έξω και ξαφνικά ο Στιβ έρχεται μέσα με ένα τεράστιο χαμόγελο. Ηταν πραγματικά πολύ ευτυχισμένος εκείνο το βράδυ». Πώς ήταν η επαφή μαζί του; «Υπάρχουν πολλές ιστορίες για το πόσο δύσκολος ήταν ο Τζομπς σαν άνθρωπος –αληθινές ιστορίες –αλλά εκείνο το βράδυ έλαμπε. Μιλήσαμε για το προϊόν και, κάποια στιγμή, πήρε μια μεγάλη αγκαλιά τη μάνατζερ του μαγαζιού και μου είπε μόνος του να βγάλω τη φωτογραφία. Εγώ προτιμώ να θυμάμαι εκείνον τον Τζομπς, τον υπερήφανο και χαρούμενο».
Για την Ευγενία Λώλη το να είναι μια γυναίκα στον ως επί το πλείστον ανδροκρατούμενο κόσμο της τεχνολογίας και των υπολογιστών δεν ήταν δύσκολο. «Οπου και αν δούλεψα σαν προγραμματίστρια στην Αγγλία, δεν είχα ποτέ κάποιο θέμα» λέει. «Ξέρω όμως ότι υπάρχουν πολλές γυναίκες οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα. Ακόμα και στην Google, που είναι πολύ ανοιχτή εταιρεία. Προσωπικά εγώ, από τις επαφές που έχω, δεν έχω δει κάτι, ούτε ο σύζυγός μου που έχει δουλέψει σ’ αυτόν τον χώρο. Υπάρχουν όμως μερικοί που λένε ότι υπάρχουν ζητήματα για τις γυναίκες στη Σίλικον Βάλεϊ». Προσθέτει ωστόσο ότι η γυναικεία επιβίωση στο συγκεκριμένο περιβάλλον απαιτεί προσαρμοστικότητα και «ειδική» ψυχοσύθεση. «Βεβαίως εξαρτάται και από τον τύπο της κάθε γυναίκας. Πρέπει να είσαι λίγο macho, να είσαι λίγο «αγοροκόριτσο», οπότε σε βλέπουν κάπως σαν έναν από αυτούς» εξηγεί. «Φυσικά αυτό δεν είναι σωστό. Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και πρέπει να είμαστε εντάξει με όλους τους τύπους ανθρώπων».
Η περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών στις περιζήτητες θέσεις των τεχνολογικών εταιρειών αποτελεί κατά τη γνώμη της σε έναν βαθμό ένα «κακό» το οποίο ξεκινάει πολύ νωρίτερα –από την ίδια την εκπαίδευση και την αριθμητικά άνιση εκπροσώπηση του γυναικείου φύλου στα θρανία της πληροφορικής και των συναφών θετικών επιστημών σε σχέση με τα αγόρια. «Θα έλεγα ότι είναι πιο πολλοί οι άνδρες που δουλεύουν εδώ στη Σίλικον Βάλεϊ. Αυτό όμως συμβαίνει επίσης επειδή δεν πηγαίνουν πάρα πολλές γυναίκες να σπουδάσουν τέτοια επαγγέλματα, να γίνουν π.χ. προγραμματίστριες» επισημαίνει. «Η Google και αυτές οι εταιρείες θέλουν να παίρνουν τα καλύτερα μυαλά, το νούμερο ένα, είτε είναι άνδρας είτε είναι γυναίκα. Και πλέον ζητάνε γερά πτυχία –αν δεν έχεις διδακτορικό, δεν μπαίνεις μέσα. Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες με τέτοιο επίπεδο σπουδών, αναγκαστικά θα πάρουν λιγότερες».
Το πέρασμά της από την τεχνολογία στην τέχνη δεν ήταν ακριβώς ομαλό. Το 2005 άρχισε να υποφέρει από μια αδιάγνωστη κοιλιοκάκη –αυτοάνοση διαταραχή η οποία προκαλείται από σοβαρή δυσανεξία στη γλουτένη και συχνά δεν φαίνεται στις εξετάσεις. Αναγκάστηκε να αφήσει τη δουλειά της και ταλαιπωρήθηκε πολύ επί μία πενταετία ώσπου τελικά ανακάλυψε τυχαία μόνη της τη λύση στο πρόβλημά της. «Οταν ξαναβρήκα την υγεία μου –γιατί πριν ήμουν σε άθλια κατάσταση -, κάτι άλλαξε μέσα μου» διηγείται. «Εκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα αφηρημένη τέχνη. Μου ερχόταν έτσι, από μόνο του. Και να φανταστείτε δεν έπαιρνα καν φάρμακα, να πεις ότι είχα κάποιες παρενέργειες –είμαι και της φυσικής υγείας». Ανακτώντας τις δυνάμεις της, το φθινόπωρο του 2011, και με έναυσμα αυτές τις εικόνες αποφάσισε να ακολουθήσει έναν πιο καλλιτεχνικό δρόμο, ξεκινώντας με την τέχνη του βίντεο. Και από εκεί ήρθαν όλα τα άλλα. «Υστερα από περίπου δύο μήνες έκανα ένα μουσικό βίντεο που είχε πολλά εφέ τα οποία έμοιαζαν με κολάζ» εξηγεί. «Και λέω «δεν κάνω ένα και στο Photoshop, εκεί με το ψαλίδι δηλαδή, να το δοκιμάσω;»».
Ετσι μπήκε στη μεγάλη καλλιτεχνική περιπέτεια, αρχικά με ένα κολάζ που προοριζόταν για τους θαυμαστές του Τζον Μάους, καλλιτέχνη της underground αμερικανικής μουσικής σκηνής. «Εκανα αυτό το πρώτο κολάζ και μετά το ένα έφερε το άλλο» θυμάται, προσθέτοντας ότι τη βοήθησε πολύ και η χρονική συγκυρία. «Εκείνη την εποχή, το 2011-2012, η σκηνή του κολάζ είχε αρχίσει να ανεβαίνει στο Tumblr (σ.σ.: μέσο κοινωνικής δικτύωσης). Το συγκεκριμένο είδος δηλαδή, το modern vintage κολάζ, γιατί τα κολάζ υπάρχουν από το 1920, τα είχε ξεκινήσει ο Πικάσο μαζί με τον φίλο του, τον Μαξ Ερνστ. Εκείνα όμως ήταν διαφορετικά, πολύ αφηρημένα, και δεν έγιναν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλή στο κοινό και στη βιομηχανία της τέχνης. Το στυλ του κολάζ που κάνω εγώ εμφανίστηκε εκείνη την περίοδο, το 2011-2013, και μου άρεσε τόσο πολύ ώστε επέλεξα να ασχοληθώ με αυτό. Υστερα από δύο χρόνια αυτό το στυλ έγινε πολύ δημοφιλές. Τότε άρχισαν οι συνεντεύξεις, σε περιοδικά, από εδώ κι από εκεί… Αρχισα να παίρνω πολλές παραγγελίες, για εικονογραφήσεις σε άρθρα, εξώφυλλα βιβλίων, CD…».
Τον προγραμματισμό τον έχει σπουδάσει, αλλά στην τέχνη είναι εντελώς αυτοδίδακτη. «Φυσικά δεν έχω πάει σε σχολή, αλλά ζωγράφιζα από πάρα πολύ μικρή, και νομίζω αρκετά καλά» λέει. «Αποφάσισα ωστόσο να πάω με το κολάζ γιατί είναι πιο δημοφιλές. Πολλοί προτιμούν να ζωγραφίζουν ή να σκιτσάρουν, όμως αυτά τα έργα δεν μπορείς να τα προωθήσεις εύκολα εμπορικά. Γιατί είναι τόσο πολλοί οι καλλιτέχνες και γιατί είναι κάτι που ο κόσμος το έχει ξαναδεί. Ενώ το κολάζ είναι κάτι καινούργιο».
Και αυτό όμως, όπως προσθέτει, τείνει ήδη να «παλιώσει». «Εχει αρχίσει να πέφτει, γιατί και η τέχνη είναι πια ένα είδος μόδας. Ετσι το συγκεκριμένο είδος κολάζ τώρα είναι σε καθοδική πορεία. Θα πρέπει, όχι μόνο εγώ αλλά και οι άλλοι καλλιτέχνες που κάνουν αυτό το στυλ, να βρούμε τώρα κάτι καινούργιο για να συνεχίσουμε να δουλεύουμε. Πιστεύω –γιατί το έχω κοιτάξει, έχω ψάξει να δω πώς δουλεύει η αγορά της τέχνης –ότι κάθε στυλ έχει έναν κύκλο που συνήθως διαρκεί τέσσερα με πέντε χρόνια. Και μετά βγαίνει κάτι καινούργιο. Ετσι γίνεται η εξέλιξη, εξέλιξη σημαίνει να αλλάζεις».
Ποιο θα είναι το επόμενο στυλ στην τέχνη; «Αυτό που είναι πάρα πολύ της μόδας είναι το illustration» απαντά. «Δείχνει συνήθως καθημερινά πράγματα που συμβαίνουν σε όλους. Για παράδειγμα, μια γυναίκα κάθεται με μια γάτα που στέκεται πάνω στα πόδια της και στο λάπτοπ που έχει ανοιχτό. Και είναι πολύ απλός ο τρόπος που ζωγραφίζεις τη γυναίκα και τη γάτα ή οτιδήποτε ζωντανό, ενώ είναι πολύ περίπλοκα τα χαλιά, τα πράγματα γύρω και στον τοίχο. Βάζει δηλαδή πολλή λεπτομέρεια στα γύρω αντικείμενα, αλλά όχι στους ανθρώπους και στα ζώα». Αν και το illustration αυτή την περίοδο αρχίζει να γίνεται πολύ δημοφιλές, η ίδια μάλλον δεν θα το ακολουθήσει. «Προσωπικά, δεν με ενθουσιάζει» λέει. «Αυτό που θέλω αυτή τη στιγμή είναι να συνεχίσω με τα κολάζ μου, αλλά θα κάνω περισσότερο ψυχεδελικά. Εως τώρα έκανα πιο πολύ ποπ, αλλά τώρα θέλω να καταπιαστώ με πιο περίεργα πράγματα. Για παράδειγμα, είναι ένα που λέγεται «Kensho Satori», το οποίο έχει μια φιγούρα σαν αιγυπτιακή, με ένα άσπρο άλογο. Κάτι τέτοιο θέλω να κάνω, αυτό το είδος μού αρέσει, και νομίζω ότι προς τα εκεί θα πάω τελικά. Δηλαδή σχετικό στυλ αλλά όχι ακριβώς το ίδιο».
Η Ευγενία Λώλη «κυκλοφορεί» στο Διαδίκτυο αλλά όχι στις γκαλερί. «Δεν κάνω εκθέσεις και δεν δουλεύω με γκαλερί, προτιμώ να έχω πλήρη έλεγχο των επαγγελματικών μου» εξηγεί. Στην Ελλάδα προσπαθεί να επιστρέφει τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο και πηγαίνει στην Πρέβεζα για να δει την οικογένειά της και τις δύο ανιψούλες από τον αδελφό της. «Ημουν στον Λούρο Πρεβέζης για δύο μήνες τον περασμένο Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, και πιθανώς θα έρθω πάλι το καλοκαιράκι» λέει. «Οι παραλίες της Πρέβεζας είναι ατέλειωτες και πανέμορφες!».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ