Ο φίλος µου διάβαζε, από τον καιρό που τελείωσε με τις σπουδές του και άρχισε να δουλεύει, μία και μόνη εφημερίδα –δεν έχει και τόση σημασία ποια. Την αγόραζε όταν πήγαινε στο γραφείο του, κατά τις εννέα το πρωί, την άφηνε στην άκρη, της έριχνε μια ματιά στο διάλειμμα που έκανε για καφέ, ξεκινώντας πάντα πρώτα από τα αθλητικά. Μετά την έπαιρνε μαζί του φεύγοντας και όταν γύριζε σπίτι, μετά το φαγητό, την «ξεκοκάλιζε». Διάβαζε με πάθος τα διεθνή, τα μικροπολιτικά, τους αγαπημένους του αρθρογράφους –τους άλλους τους άφηνε στην άκρη. Η σχέση του με την εφημερίδα ήταν αληθινή σχέση πάθους. Μπορούσε και να θυμώσει μαζί της και η γυναίκα του μου είχε πει ότι μερικές φορές πάνω στα νεύρα του την είχε σκίσει κιόλας. Αλλά το επόμενο πρωί την αγόραζε πάλι κανονικά, λες και είχε υπογράψει κάποιο αιώνιο συμβόλαιο μαζί της και θα πλήρωνε πρόστιμο αν δεν το έκανε. Και μετά ήρθε το Internet.
Ως άνθρωπος του γραφείου, ανακάλυψε το Διαδίκτυο νωρίς και έμαθε γρήγορα να «σερφάρει», ωστόσο την εφημερίδα άργησε να την κόψει. Το έκανε μετά το 2008, μπορεί και μετά το 2010 –δεν το θυμόταν όταν μου διηγούνταν το φινάλε της μακρινής σχέσης του. Η εφημερίδα είχε πλέον νέα που του έμοιαζαν μπαγιάτικα –τα σοβαρά τα είχε πληροφορηθεί προτού την ανοίξει. Οι αρθρογράφοι που του άρεσαν ξαφνικά εξαφανίστηκαν, μάλλον δεν τους πλήρωναν και βρήκαν δουλειά αλλού. Η δε ποδοσφαιρική ομάδα του είχε μπει σε έναν κύκλο παρακμής: ακόμη και όσα μπορούσε να διαβάσει στις κάποτε ψυχαγωγικές αθλητικές σελίδες τον πλήγωναν. Την έκοψε την εφημερίδα, όπως έλεγε, «αργά, βασανιστικά και δύσκολα», αλλά την έκοψε. Οταν, μάλιστα, μπορούσε πλέον να διαβάζει τις ενημερωτικές ιστοσελίδες και στο κινητό του, έσβησε και την ανάμνησή της –ή έτσι νόμιζε. Οπως μου παραδέχθηκε, η παλιά σχέση δεν αντικαταστάθηκε από την καινούργια.
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, ρε συ» μου είπε πίνοντας τον καφέ του ένα Σάββατο στην πλατεία. «Η δημοσιογραφία είχε πάντα τέτοιο χάλι ή αυτό το προκαλεί η φτώχεια του Internet;». Τον κοίταξα απορημένος. «Το Internet», μου είπε, «είναι φτωχό, δύστυχο, και ας είναι γιγάντιο και μοδάτο. Είναι γεμάτο με ένα σωρό τιποτένιες παροχές και ένα σωρό ανοησίες. Σου επιτρέπει να ξοδεύεις τον χρόνο σου, αλλά αν δεν το χρησιμοποιείς για κάποια δουλειά δεν σου προσφέρει τίποτα, γι’ αυτό σου λέω ότι είναι φτωχό. Δεν έχει να σου δώσει και σε κάνει να ψάχνεις μπας και κάτι βρεις». Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ και περίμενα να δω πού θα καταλήξει.
«Κάποτε διάβαζα καθηµερινά την εφημερίδα μου και νόμιζα ότι γνώριζα τα πάντα» μου είπε. «Μπορεί αυτό να ήταν μια αυταπάτη, αλλά το τι νιώθεις μετράει καμιά φορά περισσότερο από την αλήθεια. Αισθανόμουν ενημερωμένος, πίστευα πως ό,τι μπαίνει στην εφημερίδα είναι σπουδαίο, αφού κάποιος είχε κάνει τη σημαντική δουλειά να ξεχωρίσει τα χρήσιμα από τα ασήμαντα. Σήμερα βομβαρδίζομαι με άχρηστες πληροφορίες, νιώθω καμιά φορά ότι κολυμπάω μέσα σε έναν ωκεανό από σκουπίδια, δεν ξέρω πια τι είναι και τι δεν είναι αλήθεια» μουρμούρισε. Του είπα ότι υπερβάλλει και ότι σε τελική ανάλυση χάρη στο Internet μπορεί να βρει πάλι τους αγαπημένους του αρθρογράφους, τους ανθρώπους που κάποτε διάβαζε και που κάποτε έχασε. «Αυτό, ρε συ, είναι το χειρότερο, και γι’ αυτό σε ρωτάω αν τα πράγματα ήταν πάντα τόσο χάλια. Ολοι αυτοί που κάπου ξαναβρήκα γράφουν πολύ βιαστικά, πολύ πρόχειρα, πολύ τσαπατσούλικα –λες και η φθήνια του μέσου χάλασε και το δικό τους γραπτό».
Δεν ήξερα τι να του πω. Σκέφτηκα απλά να του απαντήσω ότι η εφημερίδα του υπάρχει ακόμη, ότι τον περιμένει και ότι θα τον συγχωρούσε για την προδοσία του. Αλλά ήπια κι εγώ μια γουλιά από τον καφέ μου και δεν μίλησα. Ο άνθρωπος, για το γεγονός ότι έσκισε το συμβόλαιο συμβίωσης που είχε με την εφημερίδα του, εμφανώς ντρεπόταν…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ