Ραγδαία σαν σε θερινό κινηματογράφο τρέχουν τα γεγονότα στην πολύπαθη Ελλάδα. Η επικαιρότητα αλλάζει συνεχώς πρόσωπο. Τα μέτωπα των προβλημάτων για την εξουσία μεγεθύνονται καθημερινά και βαραίνουν την πορεία της χώρας. Δύσκολα διακρίνονται τα μικρά από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει το έθνος και ο λαός μας. «Το πάθος για την εξουσία είναι πάνω από ό,τι συμφέρει τη χώρα και το λαό της», όπως ανέφερε ο Μ. Γλέζος.
Αποχαιρετήσαμε το 2017 και στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας ήταν η προετοιμασία για την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια. Οι κυβερνώντες σηματοδότησαν τη στρατηγική εξόδου με το αφήγημα της «καθαρής» εξόδου. Μάλιστα, η κυβερνητική εξουσία, χωρίς αλαζονεία, ισχυρίζεται ότι μονάχα η ίδια είναι ικανή να μας βγάλει από την επιτήρηση. Η εικόνααυτή θόλωσε με τις δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων που δηλώνουν ότι η έξοδος δεν θα είναι «καθαρή» και η εποπτεία με τον ένα ή άλλο τρόπο θα συνεχισθεί.
Αυτό το στοιχείο της εποπτείας αναγνώρισε και ο κ. Τσίπρας δηλώνοντας πρόσφατα ότι είναι προτεραιότητα της κυβέρνησης «πρώτον η οριστική συμφωνία ρύθμισης του χρέους και δεύτερον, το καθεστώς εποπτείας της ελληνικής οικονομίας μετά το Μνημόνιο»
Για αντιστάθμισμα στην εποπτεία (σκληρή ή χαλαρή) με πιστοληπτική ή όχι γραμμή η κυβέρνηση προετοιμάζει «μεταμνημονιακό – μεταρρυθμιστικό» πρόγραμμα με νέες υποσχέσεις για φοροελαφρύνσεις, αντισταθμιστικά μέτρα κ.α. μετά το 2022!! Όταν είναι όμως ο λαός είναι καμένος, από τις «αντιμνημονιακές ρητορείες», τα «παράλληλα» προγράμματα, και τα «αντισταθμιστικά» μέτρα πως να πιστέψει τις νέες υποσχέσεις;
Με την αυγή του 2018, η ονοματοδοσία του κράτους των Σκοπίων άνοιξε νέο μέτωπο αισιοδοξίας της κυβέρνησης για την επίλυση ενός σημαντικού εθνικού προβλήματος. Μάλιστα, κατά τρόπο αλαζονικό ο κ. Τσίπρας δήλωσε ότι: «είμαστε οι μοναδικοί που μπορούμε να πετύχουμε λύση για το ζήτημα της Π.Γ.Δ.Μ».
Το μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα και η ομιλία του Μ. Θεοδωράκη θάμπωσε το πρόσωπο της κυβερνητικής εξουσίας σ’ αυτό το μέτωπο λέγοντας ότι:
«Εγώ δεν ντρέπομαι όπως οι εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν να παραμείνω πιστός στις ιερές σκιές των προγόνων μας που μας δίδαξαν την αγάπη και τη θυσία για το Έθνος και την Πατρίδα – μια πατρίδα που σέβεται και αγαπά όλες τις πατρίδες του κόσμου- να είμαι πατριώτης διεθνιστής και συνάμα να περιφρονώ και να μάχομαι το φασισμό σε όλες τους τις μορφές και προπαντός στην πιο πονηρή, απατηλή και επικίνδυνη μορφή του, στην «αστερίστικη». Στο ίδιο μήκος κύματος ο Μ. Γλέζος δήλωσε: «Βγάλτε λοιπόν από το νου σας τη λέξη Μακεδονία με οποιαδήποτε μορφή και βάλτε αυτό που σας προσδιορίζει η ιστορία σας, η γλώσσα σας, τα ήθη και παραδόσεις σας, η θέληση για μια ειρηνική συνύπαρξη με όλους τους γείτονες σας, αυτό που εκφράζει το σύνολο του λαού μας και όχι μέρος αυτού». Μάλιστα, αν λάβουμε σοβαρά υπόψη τη θέση του κ. Καμμένου, με το όχι στη λέξη «Μακεδονία», η κυβέρνηση δεν θα έχει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και θα αναζητήσει συμμάχους στην αντιπολίτευση με την οποία βρίσκεται στα μαχαίρια.
Αναφέρομαι μονάχα στις δηλώσεις δύο ιστορικών και πολιτικών προσωπικοτήτων, που συμπορεύθηκαν με το ΣΥΡΙΖΑ για να έρθει στην εξουσία, χωρίς να θυμίσω τις θέσεις της αντιπολίτευσης. Η θέληση όμως του λαού είναι προφανής και δηλωτική για το δέον γενέσθαι. Η άλλη πλευρά μπορεί να προχωρεί σε θετικές, συμβολικές κινήσεις, αλλά ο κ. Ζάεφ, που επισκέφθηκε και τον Σουλτάνο Ερντογάν, διαμήνυσε ότι αλλαγές στο Σύνταγμα δεν γίνονται αποδεκτές. Συνεπώς, ο αλυτρωτισμός και τα σύμβολά του καλά κρατούν και η λύση του προβλήματος, παρά τις συνεχείς συναντήσεις των αρμοδίων δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Η κυβερνητικήςεξουσία δρασκελίζοντας αυτό το μέτωπο, έφερε στο προσκήνιο νέο πρόσωπο αυτό με τη ρομφαία της κάθαρσης. Το διεθνές και πολυδαίδαλο σκάνδαλο της Novartis, στη σκιά της σύγκρουσης των μεγάλων συμφερόντων στο πεδίο του φαρμάκου, ξετυλίγεται στη χώρα μας με το αφήγημα, από τη μια οι «καθαροί» και οι «αστυνόμοι», οι «ατσαλάκωτοι» και από την άλλη οι «λερωμένοι», οι «τσαλακωμένοι» και οι «κλέφτες».Αυτή είναι μια νέα διαχωριστική γραμμή, την οποία θέλει να επιβάλει η εξουσία στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Η δικαιοσύνη στη μέση, καλείται να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Στην επιχείρηση «καθαρά χέρια», καταπολέμηση της διαφθοράς, η εξουσία θέλει να οικοδομήσει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους «λερωμένους» του παλιού συστήματος και τους «καθαρούς» της νέας διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΟΑΝΕΛ.
Γνωρίζουν οι πάντες ότι η αποκάλυψη του σκανδάλου με διεθνείς προεκτάσεις έχει την ταυτότητα του FBI. Και σίγουρα τίποτα δεν πρέπει να μείνει υπό σκιά ή σε γκρίζες ζώνες. Να χυθεί άπλετο φως. Να μην χρησιμοποιείται όμως η υπόθεση κάθαρσης ως αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης. Είναι λογικό όταν κατηγορούνται δέκα υπουργοί και δύο πρώην πρωθυπουργοί να ανάβουν φωτιές σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Είναι όμως εξόχως σημαντικό η κάθε εξουσία (δικαστική – εκτελεστική και κοινοβουλευτική) να λειτουργήσει με πλήρη αυτονομία, να γίνει πράξη ο σεβασμός στη θεμελιώδη διάκριση των εξουσιών της Δημοκρατίας μας, για να μην εκτραπούμε στην ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και την πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης.
Φοβάμαι ότι μέχρι τη συγκρότηση και την απόφαση της προανακριτικής επιτροπής, η αντιπαράθεση θα κυμανθεί, θα εκτροχιασθεί σε διχαστικές δηλώσεις και πρακτικές.
Από τη μια τα πολιτικά πρόσωπα που κατηγορούνται, θα μιλάνε για στημένα πράγματα, «σκευωρίες» με «κουκουλοφόρους» μάρτυρες και από την άλλη ο κ. Τσίπρας να δηλώνει:«ποιοι; Οι αληθινοί κουκουλοφόροι μιας και είναι της μόδας τώρα να επιτίθενται στους μάρτυρες με αυτό το χαρακτηρισμό… Δημόσια αντικαθιστούν τις πολιτικές πρακτικές με πρακτικές παρακράτους, κουκούλας και εκβιασμούς».
Με αυτό τον τρόπο αντιπαράθεσης, ο Πρωθυπουργός να μετατρέπεται σε συνήγορο των μαρτύρων εισέρχεται στα χωράφια της Δικαιοσύνης. Μιας εξουσίας που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του πολίτη και έχει χρέος από το Σύνταγμα, να υπηρετήσει την αλήθεια, τη διαφάνεια και το δίκαιο.
Και το μπαλάκι της αντιπαράθεσης θα συνεχισθεί: Ο κ. Τσίπρας θα κοστολογεί τη ζημία στα 23 δισ. από το σκάνδαλο της Novartis και η αντιπολίτευση θα επικαλείται τις πρόσφατες δηλώσεις του κ. Βίζερ, επικεφαλής του Euroworkinggroup ότι το πρώτο 6μηνο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν κόστισε μόνο 100 δισ., αλλά: «Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι μάλλον στοίχισε τα διπλά: η οικονομική συρρίκνωση, η δυσπιστία των επενδυτών, τα πλήγματα που δέχτηκαν οι ελληνικές τράπεζες. Αλλά δεν ήταν μόνο ο Βαρουφάκης, ολόκληρη η ελληνική κυβέρνηση φέρει την ευθύνη αυτή».
Η πολιτική αντιπαράθεση διαχέεται στην κοινωνία. Οι φανατικοί χωρίζονται σε στρατόπεδα. Τα ΜΜΕ μοιράζονται. Και η μεγάλη πλειοψηφία του λαού γεμίζει από ανασφάλεια, απαξιώνοντας ακόμη περισσότερο το πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς.
Έχουμε ανάγκη από ψύχραιμες φωνές. Η διαχείριση τόσο σοβαρών θεμάτων, απαιτεί μέτρο, σύνεση και σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας για όσους κατηγορούνται.
Μάλιστα, όταν η περίοδος που διανύουμε είναι δύσκολη με πολλά πρόσωπα και μέτωπα, η εξουσία έχει την πρώτη ευθύνη. Οι δηλώσεις και οι πράξεις του πραγματικού εχθρού, γείτονα χρειάζονται για την αντιμετώπισή τους εθνική ομοψυχία. Ο αλληλοσπαραγμός και η εξόντωση των αντιπάλων δεν ωφελεί τον τόπο.Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τις δηλώσεις του υπενθύμισε προς όλες τις κατευθύνσεις: «Οι Έλληνες μεγαλουργήσαμε ενωμένοι, αλλά και θρηνήσαμε διχασμένοι».
Η Δημοκρατία μας αναγνωρίζει τις αντιπαραθέσεις και τις συγκρούσεις στο πολιτικό πεδίο, αλλά δεν αναγνωρίζει και δεν αποδέχεται ότι το μονοπώλιο της αλήθειας το κατέχει μονάχα η κυβέρνηση. Ορισμένες αλήθειες πρέπει να γίνουν κατανοητές για να πάμε μπροστά.
Να κατανοήσουμε ότι όλα τα μεγάλα μέτωπα εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά μας αφορούν όλους, γιατί προσδιορίζουν τη ζωή μας.
Η διαφάνεια στην πολιτική ζωή, δεν είναι προνόμιο των λίγων, αλλά απαίτηση των πολλών.Τα εθνικά μας θέματα δεν λύνονται με τη ματιά στις κάλπες, αλλά με τη φροντίδα για την επόμενη γενιά και το μέλλον του έθνους.