Αποζημίωση εκατομμυρίων ευρώ προτίθεται –σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες –να απαιτήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον πολυεθνικό φαρμακευτικό κολοσσό της Novartis, με την πρόοδο της ερευνητικής διαδικασίας. Η υπόθεση με τις μίζες σε γιατρούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους, κατά τρόπον ώστε η εταιρεία να διασφαλίζει σταθερά προνομιακή μεταχείριση και εν τέλει υπεροχή στην αγορά του φαρμάκου, αναμένεται να κοστίσει ακριβά, όχι μόνον από ποινικής πλευράς, αλλά και οικονομικής, σε καιρούς μνημονιακούς, χαλεπούς για τον έλληνα πολίτη.
Η απαίτηση του Δημοσίου αναδύεται μέσα από ένα ζοφερό σκηνικό, που θυμίζει περισσότερο Λατινική Αμερική και λιγότερο χώρα της Ευρώπης, και στο οποίο η χώρα έχει απολέσει σύμφωνα με τις δικαστικές εκτιμήσεις 23 δισ. σε μια 15ετία (2000 – 2015), από τη διαφθορά αλλά και την ανοχή της ως προς τον κόσμο του φαρμάκου, με τη ζημία που απορρέει από τις αθέμιτες πρακτικές της Novartis να προσδιορίζεται σε ποσό άνω των 3 δισ. ευρώ.
Η έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς πιάνει το νήμα της έρευνας από το 2006-2007 και το τραβάει ως το 2015, πρόσωπα που είναι ωστόσο σε θέση να γνωρίζουν, επιμένουν ότι η μίζα έχει την αφετηρία της στο 2000, ασκώντας καταλυτική επιρροή στον χώρο της Υγείας.
Διότι στο millennium, η Ελλάδα εμφανίζει φαρμακευτική δαπάνη που υπερβαίνει κατά τι (0,1%-0,2%) τον μέσο όρο της δαπάνης στην Ευρωπαΐκή Ενωση, για να φθάσει σε διπλάσιο επίπεδο ως το 2010, με κορυφαίο και αξεπέραστο ως σήμερα το έτος 2009.
Το συγκεκριμένο έτος, άλλωστε, είναι αυτό κατά το οποίο συμπτωματικώς η Novartis επιτυγχάνει να σκαρφαλώσει στην κορυφή της ελληνικής πραγματικότητας, από το νούμερο «3» όπου βρισκόταν μόλις έναν χρόνο νωρίτερα, και ενώ σε παγκόσμια κλίμακα καταλαμβάνει πλέον το νούμερο «4». Εκτοτε, χρίζεται ως εταιρεία-βασίλισσα την οποία και κανείς μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να εκθρονίσει, πλην του 2010, οπότε πήρε τα σκήπτρα για μόνο ένα έτος, ένας άλλος κολοσσός, αμερικανικός αυτή τη φορά, η Pfizer, μετά την εξαγορά της Wyeth.

Ελλάδα, όπως… Κολομβία

Το μεγάλο πάρτι στον χώρο της Υγείας ανατέμνεται στην έρευνα των αμερικανικών αρχών, του FBI, κατά τέτοιον τρόπον ώστε να επιτρέπει χαρακτηρισμούς περί γενικευμένου φαινομένου που δεν είχε αφήσει τίποτε όρθιο.
Γιατροί λαίμαργοι για συνέδρια και δώρα, ενίοτε σε οικογενειακή συσκευασία, εξευτελιστικά στοιχεία για την επιστημονική τους υπόσταση, καθώς κατηγοριοποιούνται ως Α, Β, ή Γ ανάλογα με τη διάθεση συνεργασίας τους με την εταιρεία, αναρίθμητες συνταγογραφήσεις των σκευασμάτων της Novartis, εικονικά τιμολόγια, μέθοδοι εξαφάνισης στοιχείων δωροδοκίας από την ίδια την εταιρεία, «διακριτικές πληρωμές» χέρι με χέρι.
Εγγραφο που περιλαμβάνει η δικογραφία της Εισαγγελίας Διαφθοράς και φέρει τη σφραγίδα του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών των Ηνωμένων Πολιτειών αποκαλύπτει ότι η εταιρεία Sandoz, θυγατρική της Novartis, συμμετείχε σε τέσσερα σχήματα λαδώματος «ελκυστικών» –όπως αποκαλούνται, εκ της μεγάλης προθυμίας τους –γιατρών. Το πρώτο αφορά τα συνέδρια και τα πολυτελή ταξίδια που οργανώνονται κατά καιρούς, το δεύτερο τα ηλεκτρονικά πάνελ, το τρίτο τα εικονικά τιμολόγια, το τέταρτο τις απευθείας μίζες, με «ζεστό» χρήμα σε συναντήσεις εχεμύθειας.
Τα στοιχεία κάνουν λόγο για ταξίδια δαπανηρά ως τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, δήθεν για γνώση και εκπαίδευση, κατ’ ουσίαν για βόλτες σε… κήπους με χρυσάνθεμα και κερασιές. Τιμή; 5.000 το κεφάλι.
Ιδού ένα σχετικό απόσπασμα: «Η Μαριάνθη Ψάχα (σ.σ.: στέλεχος της εταιρείας, διευθύντρια Οφθαλμολογίας) πήγε στο Κιότο της Ιαπωνίας μαζί με 120 γιατρούς για επτά ημέρες. Οι οικογένειες των γιατρών δεν παρακολούθησαν το συνέδριο. Δεν υπήρξε καμία εκπαίδευση ή γνώση κατά τη διάρκεια του συνεδρίου. Οι γιατροί επισκέφθηκαν το συνέδριο κατά την πρώτη ημέρα, για να λάβουν το πρόγραμμά του, και την τελευταία ημέρα, για να παραλάβουν το πιστοποιητικό παρακολούθησης. Η Sandoz πλήρωσε 5.000 ευρώ για κάθε γιατρό, ποσό που αναλυόταν σε 3.000 ευρώ για μετάβαση (εισιτήρια) και ξενοδοχείο και 2.000 για δραστηριότητες».

Τα ηλεκτρονικά πάνελ

Το FBI εστιάζει ιδιαίτερα στα ηλεκτρονικά πάνελ, έτερο μονοπάτι λαδώματος, υπό μορφή προγράμματος που εφηύρε η εταιρεία προκειμένου να δωροδοκεί τους συνεργάτες της γιατρούς, με στόχο πάντα την προτίμησή της κατά τη συνταγογράφηση. Η σύλληψη ήταν ευφάνταστη: η εταιρεία εμφανιζόταν να συγκεντρώνει –αθώα –μέσα από το πρόγραμμα στοιχεία περί την ιατρική έρευνα και την αγορά φαρμάκου, ειδικά για τα γενόσημα, που εθεωρούντο ανέκαθεν απειλή για τα σκευάσματά της. Στους γιατρούς που συναινούσαν να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα γνωστοποιείτο ότι θα λάμβαναν ερωτηματολόγιο για τη διερεύνηση της αγοράς και μόλις η έρευνα ολοκληρωνόταν, θα γινόταν και η σχετική πληρωμή. Παρεμπιπτόντως, το έγγραφο αναφέρει ότι η αξία των απαντήσεων-πληροφοριών που έδιναν οι γιατροί μέσω των ερευνών αυτών ήταν μηδαμινή.
«Οι αντιπρόσωποι πωλήσεων της Sandoz πήγαιναν στους γιατρούς (στα ιατρεία) και συζητούσαν τις παραμέτρους των δωροδοκιών. Οι αντιπρόσωποι ενημέρωναν τους γιατρούς ότι θα έπαιρναν 500-1.000 ευρώ για συγκεκριμένο αριθμό συνταγογραφήσεων φαρμάκων της Novartis. Ο μέσος όρος που πληρωνόταν κάθε γιατρός ήταν 500 ευρώ. Ο λόγος ήταν ότι τα 1.000 ευρώ θα φάνταζαν ως ιδιαιτέρως υψηλό και ύποπτο ποσό για έρευνα αγοράς. Η συνταγογράφηση για κάθε γιατρό ήταν ένας μέσος όρος 1,5 κουτιά».

Συμπέρασμα
: 500 ευρώ αμοιβή για δέκα λεπτά «κόπο», τόσο απαιτούσε –όπως αναφέρεται ξεκάθαρα –η συμπλήρωση των απαντήσεων.
Και προστίθεται στο έγγραφο: «Η Sandoz αρχικά ήθελε να δωροδοκήσει 400 γιατρούς κατά του προγράμματος των ηλεκτρονικών πάνελ. Αυτό έγινε με διάφορους τρόπους. Το πρώτο κύμα περιελάμβανε 100 γιατρούς και το δεύτερο κάτι περισσότερο από 100 γιατρούς. Οι γιατροί είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν πολλαπλές πληρωμές, σε κάθε κύμα. (…) Η Sandoz διέκρινε ελκυστικούς (πρόθυμους) γιατρούς, εφαρμόζοντας ένα σύστημα κατάταξης. Οι γιατροί χωρίζονταν σε κατηγορία Α, Β, Γ, με βάση τον αριθμό των ασθενών που κάθε γιατρός θεράπευε με φάρμακα της Novartis. Οι γιατροί κατόπιν χωρίζονταν σε υποκατηγορίες, 1, 2 ή 3. Η υποκατηγορία βασιζόταν στη σχέση που είχε ο γιατρός με την εταιρεία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι γιατροί-«φίλοι», στη δεύτερη αυτοί που ήταν στη μέση, και στην τρίτη ανήκαν όσοι δεν ήταν φίλοι με τη Novartis. Οι γιατροί της κατηγορίας 1 είχαν τη δυναμική της αύξησης των προϊόντων της. (…) Το πρόγραμμα των ηλεκτρονικών πάνελ επικεντρωνόταν κυρίως στους γιατρούς της κατηγορίας Α1, Α2 και A3».

Γιατροί-πιόνια

Σε κάθε περίπτωση, οι γιατροί εμφανίζονται πλήρως χειραγωγήσιμοι, πιόνια στα χέρια της Novartis. Σπεύδοντας να ικανοποιήσουν κάθε απαίτηση της εταιρείας, ειδικά δε όταν η τελευταία γινόταν πιεστική· ενδίδοντας ακόμη και στο αίτημα παροχής προσωπικών δεδομένων για τους ασθενείς τους, συμπεριφορά παράνομη σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία.
Η αναφορά στην έκθεση του FBI είναι σαφής: «Τα συμπληρωθέντα στοιχεία από τους γιατρούς χρησιμοποιούνταν ως επιβεβαίωση του αριθμού των συνταγογραφήσεων καθενός. Οι γιατροί δεν είχαν τη δυνατότητα να καθορίσουν τον αριθμό των συνταγογραφήσεων που περιέγραψαν. Ηταν παράνομο από το Ελληνικό Δίκαιο για τους γιατρούς να παρέχουν πληροφορίες συνταγών στους αντιπροσώπους πωλήσεων, αφ’ ης στιγμής περιλαμβάνονταν και πληροφορίες των ασθενών. Από τη στιγμή που η διαπραγμάτευση συνιστούσε συμφωνία, υποχρεούτο να επιδείξει στον αντιπρόσωπο πωλήσεων τον αριθμό συνταγογραφήσεων. Το 2009, όταν η Novartis ήταν κάτω από τεράστια πίεση, οι αντιπρόσωποι πωλήσεων υποχρέωναν τους γιατρούς να τους δώσουν τηλεφωνικούς αριθμούς ασθενών. Οι αντιπρόσωποι επικοινωνούσαν με τους ασθενείς για να επιβεβαιώσουν ότι ελάμβαναν φάρμακα της εταιρείας. Μιλούσαν με τους ασθενείς χωρίς την έγκριση των γιατρών».

Οι «Καθαρές Μέρες» έτρεχαν» μέχρι και τον Ιούλιο του 2017

Τα υπόλοιπα, ως προς τα εικονικά τιμολόγια της εταιρείας και το λάδωμα εκ του σύνεγγυς, δεν χρειάζονται μάλλον περαιτέρω εξηγήσεις. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί ως κομβικό σημείο της στρατηγικής από πλευράς εταιρείας είναι οι «Καθαρές Μέρες», οι μέρες δηλαδή κατά τις οποίες καταστρεφόταν ό,τι ύποπτο ή ενοχοποιητικό μπορούσε να βρεθεί σε σχέση με τις πληρωμές των γιατρών. Σύμφωνα πάντα με τις αμερικανικές αρχές, οι «Καθαρές Μέρες» – καθιερωμένες μέχρι και τρεις φορές τον χρόνο – «έτρεχαν» μέχρι και τον Ιούλιο του 2017.

Υπό τον τίτλο δε «Η Novartis και η ελάττωση τιμών» καθίσταται σαφές ότι η εταιρεία έτρεμε τις μειώσεις στις τιμές των σκευασμάτων της και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της ώστε να απομακρύνει ένα τέτοιο σενάριο.

«Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ο υπουργός Υγείας πληρώνονταν για την εγγραφή (εισαγωγή) νέων προϊόντων στην αγορά και την προστασία έναντι της ελάττωσης τιμών. Το 2011-2012 η φαρμακευτική βιομηχανία είχε μεγάλες μειώσεις τιμών. Η Novartis δεν είχε τέτοια μείωση στα φάρμακα ογκολογίας και πολύ μικρές μειώσεις σε άλλα φάρμακα. Το πρώτο τρίμηνο του 2012 ο Φρουζής (πρώην αντιπρόεδρος της εταιρείας, σε βάρος του οποίου έχει ασκηθεί από την Εισαγγελία Διαφθοράς ποινική δίωξη, με παράλληλη επιβολή απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα) είχε μια συνάντηση με τον υπουργό Υγείας στο γραφείο του.

Ο Φρουζής παρακολουθούσε συναντήσεις εβδομαδιαίας πρόσβασης στην αγορά που καθόριζαν την καμπάνια. Συμβούλευε ώστε να προϋπολογίζει και να καθορίζει την καμπάνια. Ο Georg Schroeckenfuchs έδωσε την τελική έγκριση για την καμπάνια.

Η θέση της εταιρείας ήταν ότι μια επένδυση της τάξης των 150.000 ευρώ σε έναν κυβερνητικό αξιωματούχο είχε τη δυνατότητα να σώσει πολλά εκατομμύρια ευρώ (που θα χάνονταν) για τη Novartis. Ο Φρουζής έλαβε 120.000 ευρώ και 30.000 ευρώ πήγαν στην ψευδή καμπάνια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ