Εν αρχή ην το σκάνδαλο, αυτό καθαυτό.
Η εκτεταμένη δηλαδή –πανθομολογούμενη και αποδεδειγμένη πια –επιχείρηση εκμαυλισμού του ευρύτερου συστήματος Υγείας, των γιατρών, των φαρμακοποιών, των υπευθύνων νοσοκομείων και ασφαλιστικών ταμείων, των προϊσταμένων τους και κατ’ επέκταση της χώρας ολόκληρης από την πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία Νοvartis, με μόνο σκοπό την επικράτησή της στην εγχώρια αγορά και τον επηρεασμό της αντίστοιχης διεθνούς, προς δόξαν βεβαίως της μεγέθυνσης και της υπερκερδοφορίας της.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι ιθύνοντες της πολυεθνικής εταιρείας συνέλαβαν και εκτέλεσαν με επιτυχία ένα σχέδιο κατευθυνόμενης συνταγογράφησης, προσφέροντας μίζες και δώρα στο πλήθος των προθύμων που αποδέχθηκαν την ένταξή τους στο εν λόγω ληστρικό εγχείρημα επικράτησης.
Τα μέσα που χρησιμοποίησαν ήταν εμφανώς αθέμιτα, αλλά το κύμα διαφθοράς που εξαπέλυσαν ήταν πρωτοφανές σε μέγεθος και έκταση. Εξελίχθηκε δε η όλη επιχείρηση εκμαυλισμού σε χρόνο κατά τον οποίο η Ελλάδα βρισκόταν στο μεταίχμιο, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, λίγο πριν από την επαπειλούμενη κατάρρευση και χρεοκοπία.
Είναι επίσης αληθές ότι δεν ήταν η μόνη. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι και άλλες φαρμακευτικές εταιρείες, εγχώριες και ξένες, εφήρμοσαν αντίστοιχα σχέδια, τα οποία κατά κοινή ομολογία ζημίωσαν τη χώρα, αφαίρεσαν κρίσιμους πόρους από τον ελληνικό λαό και συνέβαλαν τα μέγιστα στην κρίση που μας βασανίζει τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Γι’ αυτό και είναι ασυγχώρητοι. Γεγονός που επιβάλλει τόσο τον έλεγχο όσο και τη διεκδίκηση γενναίων αποζημιώσεων έναντι της γενικευμένης, οργανωμένης και αποδεδειγμένης πια κλοπής που εν πλήρει συνειδήσει πραγματοποίησαν.
Αυτό είναι το ένα σκέλος της υπόθεσης. Το άλλο συνδέεται με την πολιτική διερεύνηση του σκανδάλου. Με την ενδεχόμενη –πιθανή για πολλούς –εμπλοκή πολιτικών προσώπων στο σχέδιο εκμαυλισμού και λεηλασίας της χώρας.
Είναι φανερό στο σημείο αυτό ότι η έρευνα χωλαίνει και πιθανώς οι υπεύθυνοι της κυβέρνησης να μπήκαν στον πειρασμό να αξιοποιήσουν το σκάνδαλο προκειμένου να εξοντώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Η δικογραφία που έφθασε στη Βουλή πάσχει. Οι καταθέσεις είναι πρόχειρες, προέρχονται από προστατευόμενους άγνωστους μάρτυρες, οι εκτοξευόμενες κατηγορίες εναντίον δύο πρώην πρωθυπουργών και οκτώ υπουργών είναι βαρύτατες και εν πολλοίς στηρίζονται στην πεποίθηση των μαρτύρων παρά σε πραγματικά στοιχεία, ικανά να προσφέρουν τις απαιτούμενες αποδείξεις.
Και το χειρότερο, διάχυτη είναι η εντύπωση ότι επελέγησαν οι κατηγορούμενοι με σκοπό να πληγούν συγκεκριμένες προσωπικότητες που έχουν διακριθεί για την αντιπολιτευτική τους δράση και συμπεριφορά.
Στον βαθμό λοιπόν που όλες αυτές οι μαρτυρίες-κατηγορίες δεν υποστηρίζονται από συγκεκριμένα στοιχεία και απτές αποδείξεις, δυναμιτίζουν το πολιτικό κλίμα, φέρνουν το σπέρμα του διχασμού, δημιουργούν ατμόσφαιρα εμφυλιοπολεμική και επιτείνουν την εντύπωση γενικευμένης αναξιοπιστίας που επικρατεί στην κοινωνία για τον πολιτικό κόσμο της χώρας.
Τυχόν επικράτηση τέτοιων διχαστικών και διαλυτικών συνθηκών προφανώς θα ευνοήσει τις ακραίες φωνές της αντιπολιτικής και μαζί θα κλονίσει την πορεία της χώρας σε χρόνο κατά τον οποίο καλείται να αντιμετωπίσει δυσεπίλυτα εθνικά θέματα, όπως αυτό του «Μακεδονικού» και εκείνο της οικονομίας.
Στις παρούσες συνθήκες η Ελλάδα έχει ανάγκη, αν μη τι άλλο, από σταθερότητα. Χωρίς σταθερότητα θα χαθούν οι όποιες ευκαιρίες αντιμετώπισης των εθνικών θεμάτων και μαζί υπάρχει κίνδυνος αντί εξόδου από τα μνημόνια να διολισθήσει η χώρα σε νέα οικονομική κρίση.
Γι’ αυτό και η ευθύνη της κυβέρνησης είναι μεγάλη. Δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος για παιχνίδια εξουσίας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το σκάνδαλο πρέπει να μείνει αδιερεύνητο και οι ένοχοι, οι όποιοι ένοχοι, να κρυφτούν πίσω από τις ανάγκες της χώρας. Το αίτημα για πλήρη διαλεύκανση παραμένει ισχυρό και η απαίτηση του ελληνικού λαού δεδομένη. Ωστόσο τίποτε δεν δικαιολογεί τη μεθόδευση και τις θεσμικές ακροβασίες.
Το πολιτικό σύστημα οφείλει και το σκάνδαλο να αποκαλύψει και τη χώρα να προστατεύσει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ