Η ψευδαίσθηση της ασφάλειας

Οταν ακούμε τη λέξη «ασφάλεια», ο νους μας πάει σε πολιτικές και προτάσεις που δίνουν προτεραιότητα σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οικονομίας, περιβάλλοντος, εγκληματολογίας, επιδημιών και φυσικά στην παραδοσιακή απειλή από εξωτερικές εχθρικές δυνάμεις. Αυτό το πλαίσιο εμπεριέχει επιχειρήματα που αφορούν το ποια μέρη του πληθυσμού πρέπει να προστατεύονται, ποιες αξίες, ποιες είναι οι στρατηγικές αντιμετώπισης κ.λπ. Εκείνο που δεν συζητιέται συχνά είναι η εννοιολογική φύση του όρου.

Οταν ακούμε τη λέξη «ασφάλεια», ο νους μας πάει σε πολιτικές και προτάσεις που δίνουν προτεραιότητα σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οικονομίας, περιβάλλοντος, εγκληματολογίας, επιδημιών και φυσικά στην παραδοσιακή απειλή από εξωτερικές εχθρικές δυνάμεις. Αυτό το πλαίσιο εμπεριέχει επιχειρήματα που αφορούν το ποια μέρη του πληθυσμού πρέπει να προστατεύονται, ποιες αξίες, ποιες είναι οι στρατηγικές αντιμετώπισης κ.λπ. Εκείνο που δεν συζητιέται συχνά είναι η εννοιολογική φύση του όρου.
Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, ο πολιτικός επιστήμονας Arnold Wolfers όρισε την ασφάλεια ως την «έλλειψη απειλών ως προς τις κερδισμένες αξίες». Ο ορισμός αυτός, όπως και κάθε ορισμός της συγκεκριμένης έννοιας, σηκώνει πολλή συζήτηση. Η ασφάλεια είναι μια υπόσχεση, μια προσδοκία, ένας στόχος, αλλά πάντοτε θα είναι ένα «έργο εν εξελίξει», ποτέ μια παγιωμένη συνθήκη. Ας δούμε το γιατί.
Μια από τις πιο κοινότοπες ζωτικές ψευδαισθήσεις με τις οποίες τρέφεται η πλειοψηφία της κοινωνίας είναι η κατάκτηση της ασφάλειας. Το «θέλω να είμαι ασφαλής και ευτυχισμένος» ακούγεται πολύ όμορφο, είναι μια απόλυτα κατανοητή και ανθρώπινη επιθυμία, αλλά ουσιαστικά σημαίνει «κοροϊδεύω τον εαυτό μου». Οσο πιο σύντομα απαλλαγεί κανείς από αυτήν τη δοξασία τόσο πιο στέρεα θα πατήσει και θα απολαύσει πραγματικά τη ζωή του.
Τίποτα, μα τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αλλωστε, ποιος, πότε και πού θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έχει νιώσει μια μόνιμη αταραξία, ψυχική γαλήνη και ασφάλεια, απαλλαγμένος ακόμη και από τον φόβο της ύστατης ώρας;
Από το όραμα για έναν κόσμο χωρίς σύνορα έως έναν κόσμο χωρίς φτώχεια κυριαρχεί κατά κράτος η ουτοπία της ασφάλειας. Σιγά-σιγά πρέπει να πετάει κανείς από πάνω του τις ασφάλειες, έτσι μάλιστα όπως τα έφεραν οι συγκυρίες και ειδικά στη χώρα μας, όπου επιβεβαιώνεται το ανέφικτο.
Μας μένουν ωστόσο οι ελεύθερες επιλογές. Επιλέγουμε αυτό το ρίσκο, αυτήν ή την άλλη ανασφάλεια, γιατί ίσως και να είναι η μόνη μας ελπίδα. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Εξάλλου στη ζωή, όπως και στην τέχνη, σημασία έχει η διαδικασία, η διαδρομή ώσπου να βρούμε σε βάθος τον εαυτό μας –και η αυτογνωσία είναι αυτή μάλλον που παρέχει τη μέγιστη ασφάλεια –και όχι το αποτέλεσμα.
Αντιδρώντας διαρκώς στις αέναα μεταλλασσόμενες συνθήκες, δημιουργείται και η εκάστοτε συγκυρία. Ετσι διατηρεί την όποια αυθεντικότητά της. Υπάρχουν τα δεδομένα και υπάρχουν και τα απρόβλεπτα. Αντέχουμε πολλά, πολύ πιο πολλά από όσα νομίζουμε. Εξ ου και η φράση «Θεέ μου, μη μου δώσεις όσα μπορώ ν’ αντέξω». Το δακτυλικό μας αποτύπωμα μπορεί να είναι απαράλλακτο για πάντα, αλλά ποιος ξέρει τι ταραχή έχει συμβεί υποδόρια;
Η όποια «ευτυχία» μας λοιπόν είναι πέραν της ασφάλειάς μας. Ο,τι και αν προβλέψουμε, στατιστικά έχει απείρως περισσότερες πιθανότητες να ανατραπεί. Τις περιόδους που αισθάνεται κανείς εφησυχασμένος, «ήρεμος», είναι εκείνες όπου «δεν συμβαίνει τίποτα» ή εκείνες όπου τα όποια «προγράμματά του» πάνε σύμφωνα με όσα ο ίδιος έχει σχεδιάσει. Και ξαφνικά… Μια αναπάντεχη διάγνωση, ένα απροσδόκητο συμβάν ανατρέπουν τα πάντα. Ενα κύτταρο που τρελάθηκε, ένα στραβοπάτημα στον δρόμο, ένα καθυστερημένο φρενάρισμα, ένα χρωμόσωμα που απορρυθμίστηκε. Γιατί; Γιατί έτσι θέλει. Ποιος μπορεί να «τακτοποιήσει» ένα τέτοιο συμβάν; Το «γιατί σε μένα;» πόσες φορές μπορεί να ειπωθεί; Ακόμη και η ιατρική όπως και όλες οι επιστήμες δεν εγγυώνται πάντοτε μια 100% «οριστική λύση». Απλώς βοηθούν, μερικές φορές μάλιστα επιτυγχάνουν και μικρά θαύματα. Αλλά είναι βέβαιο ότι θα προσφέρουν πάντοτε την οριστική λύση; Κάθε οικογένεια σχεδόν θα αντιμετωπίσει κάποτε μια τέτοια περίπτωση.
Η έννοια της ασφάλειας δεν υπάρχει ούτε στη φύση. Αντίθετα, υπάρχουν άλλου είδους νόμοι στους οποίους δεν χωράει καμία δεισιδαιμονία. Διότι μια ωραία πρωία έρχεται η φύση (η δική σου ή η ευρύτερη) και σου τα κάνει όλα σμπαράλια. Σου λέει «οι αξίες μου δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με τις δικές σου νομοτέλειες» και σου διαλύει μια ζωή, μια πόλη, μια περιοχή, με μια επιδημία, με ένα τσουνάμι, με μια πλημμύρα. Αυτό συμβαίνει μάλιστα καθώς βρισκόμαστε σε μια περίοδο που ο άνθρωπος από τη μια έχει καθυποτάξει ένα γερό κομμάτι του ατιθάσευτου ζώου, του περιβάλλοντος, και ταυτόχρονα βουτάει βαθιά στο μεδούλι του όντος.
Ασφάλεια δεν υπάρχει φυσικά και στην πολιτική αλλά και στην ιστορία. Οπως λέει και ο Αλέν Μπαντιού, «η ιστορία είναι μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα διάφορα σχήματα αναγκαιότητας αφενός, πιθανότητας αφετέρου, πιθανότητας που να μην περιορίζεται στην αναγκαιότητα και αντιστρόφως». Η τύχη (πιθανότητα) και η αναγκαιότητα είναι ένα δίπολο που δεν εξασφαλίζει σταθερότητα ή σιγουριά. Εκείνο που επιδιώκουν οι πολιτικοί για να παρασύρουν τις μάζες είναι ένα αφήγημα και κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι μια κατ’ εξοχήν πιθανολογική κατασκευή. Ενα έργο εν εξελίξει, με κεντρικό ερώτημα, πλοκή αλλά και τέλος, που όσο και να πιθανολογούμε δεν το γνωρίζουμε. Ουδεμία ασφάλεια λοιπόν και εδώ. Εξάλλου και η κατασκευή του όλου πολιτικού αφηγήματος έχει και έναν άλλο ισχυρό στόχο που περνάει στο «κάτω κείμενο» της αφήγησης: την επανεκλογή.
Η ζωή είναι είτε περιπέτεια ή τίποτα. Μια αφήγηση όπου δεν συμβαίνει τίποτα, δεν ενδιαφέρει κανέναν. Δεν είναι τυχαίο ότι κανένας αναγνώστης, κανένας θεατής δεν αρκείται στην περιγραφή μιας ζωής, μιας ιστορίας χωρίς συμβάντα, ανατροπές, συγκρούσεις. Ο έρωτας το επιβεβαιώνει επίσης. Οι πάντες ψάχνουν για μια ασφαλή σχέση, που είναι βέβαιο πως είτε δεν υπάρχει είτε καταλήγει σε μια «ανασφαλή» ρουτίνα που συχνά, όταν δεν «σκάει», δεν «σκάει» λόγω αμοιβαίου φόβου. Ο φόβος του να μείνεις μόνος σου, ο φόβος του άλλου, ο φόβος του εαυτού σου. Ομως ποιος μας είπε ότι είμαστε ετεροκαθοριζόμενοι; Οτι οφείλουμε να ορίζουμε τον εαυτό μας «σε σχέση με…»; Ποιος επίσης έχει τη υπομονή να περιμένει μέχρι να αναγνωρίσει εκείνο το μοναδικό που πραγματικά επιθυμεί; Ποιος του εγγυάται άλλωστε ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί; Και έστω ότι συμβαίνει. Και μετά, τι; Εκείνα που θυμόμαστε στον έρωτα είναι τα ρίσκα, οι προβολές, οι φαντασιώσεις, οι περίοδοι εκείνες όπου δεν ήξερες τι σου ξημερώνει με τον άλλον. Η εκχώρηση του εγώ. Η ερωτική περιπέτεια. Η περιπέτεια της ζωής, η αβίαστη αμοιβαιότητα. Πετυχημένες σχέσεις διαρκείας είναι εκείνες που αυτήν την υψηλή περιπέτεια την έχουν αναγάγει σε τρόπο ζωής. Πόσοι γνωρίζουν αληθινά αυτό το ντελικάτο άθλημα;
Περιπέτεια δε σημαίνει ν’ ανεβείς τα Ιμαλάια. Περιπέτεια μπορεί να είναι και η κάθε μέρα. Η καθημερινότητα βέβαια είναι ο μεγαλύτερος δολοφόνος. Σκοτώνει. Οποιος τα βγάζει πετυχημένα πέρα μαζί της πρέπει να θεωρεί την ανάβαση παιχνιδάκι. Οι «δοξαστικές στιγμές» της ζωής είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Ο,τι απομένει –σε συντριπτικό ποσοστό –είναι ατόφια καθημερινότητα. Το μεγάλο ίζημα. Υπάρχουν βέβαια και τα μακροπρόθεσμα σχέδια. Ναι, αλλά μέχρι και ο μέγας οικονομολόγος Κέινς το έχει πει: «Μακροπρόθεσμα, όλοι θα είμαστε νεκροί». Το μόνο ασφαλές τελικά είναι ότι η ζωή είναι πάντα μπροστά. Εκείνο το δέκατο δευτερολέπτου, εκείνη η ανάσα, εκείνη η στιγμή μπροστά. Η στιγμή, λοιπόν, το τώρα και η ιερότητά του.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.