Βασίλης Τσιαμπούσης
Πούρα γεμιστά Εκδόσεις Εστία, 2017
σελ. 187, τιμή 12 ευρώ
Ατομικά δράματα της καθημερινότητας ειρωνικά μεταγραμμένα παρουσιάζει ο Βασίλης Τσιαμπούσης, τόσο στις πέντε προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του (από το 1988 μέχρι και το 2011) όσο και σε ένα από τα δύο μυθιστορήματά του, το Εκτός έδρας (1993).
Οι ήρωές του δοκιμάζονται από τρομακτικές αποτυχίες και οδηγούνται σε δραματικές γκάφες την ώρα που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τα πιο αποφασιστικά στοιχήματα της ζωής τους: το χρήμα, τον έρωτα, τη φιλία και την καριέρα. Οσο για τις γκριμάτσες και τις κακοτοπιές της φάρσας που σημαδεύουν κάθε τόσο τη μοίρα τους, εύκολα ξεχωρίζουμε κάτω από το δέρμα της τσιτωμένης τους μάσκας μια σχεδόν μόνιμη έκφραση στυφής, αν όχι παραλυτικής ή πέρα για πέρα εξουθενωτικής διάψευσης. Με σταθερό φόντο τον κλειστό χώρο της βορειοελλαδικής περιφέρειας, ο συγγραφέας σατιρίζει αθόρυβα, αλλά με ένα απεγνωσμένο χιούμορ, την παθητικότητα των τοπικών κοινωνιών, ενώ και όταν το κωμικό δεν διατρέχει τον σκελετό των κειμένων του, το αποτέλεσμα είναι εκ νέου μια διακριτική και υπόγεια διασάλευση του κύρους των πρωταγωνιστών: με την έμμεση αμφισβήτηση και την πλάγια υπονόμευση της κοινώς αποδεκτής τους εικόνας, που δεν είναι άλλη από την εξωτερική τους συμμόρφωση με τις αρχές μιας εξαρχής ύποπτης ηθικο-πολιτικής ευπρέπειας.
Με την καινούργια συλλογή διηγημάτων του, υπό τον τίτλο Πούρα γεμιστά, ο Τσιαμπούσης δεν αλλάζει ρότα, αν και το φαρσικό στοιχείο μοιάζει τώρα να έχει υποχωρήσει αισθητά ενόσω και το απεγνωσμένο χιούμορ τείνει επίσης να αποσυρθεί από τη σκηνή, γειτνιάζοντας περισσότερο με το καλοκάγαθο πείραγμα. Βρισκόμαστε πάντα στη Βόρεια Ελλάδα με θέματα και πρόσωπα που ποικίλλουν: ένας πατέρας που δεν θέλει να παραδεχθεί πως δεν έχει ανακαλύψει χρυσό, μια ντιζέζ της δεκαετίας του 1960 που γίνεται υπεύθυνη για ένα οικογενειακό μικροσκάνδαλο, μια παρωδία για τα πούρα που κάπνιζε ο Τσόρτσιλ, μια κακάσχημη γυναίκα που μεταμορφώνεται σε ερωτικό άγγελο, ένα στημένο ματς που κακοφορμίζει, ένας άκακος ερωτιδέας, ένα Φολκσβάγκεν Πόλο που αλλάζει χέρια σε προχωρημένη ηλικία, μια αρκούδα που τρομάζει μόνο έναν πιτσιρικά, ένας εργολάβος που αρνείται να υποκύψει στη διαφθορά με αντίτιμο την απώλεια του έρωτά του και ένα τσούρμο παοκτσήδων που επιστρέφει τα χαλίκια τα οποία έχει πάρει για εκσφενδονισμό από τις ράγες του Σταθμού Λαρίσης όταν η ομάδα κερδίζει τον αγώνα. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να πέφτουν σε κακοτοπιές και να είναι όμηροι της στενόκαρδης κοινωνίας τους, αλλά τα παθήματά τους είναι πλέον πιο ατομικά, προκαλώντας ένα στοχαστικό χαμόγελο αντί να μετατραπούν σε αντικείμενο σάτιρας.
Τα υπόλοιπα διηγήματα του βιβλίου έχουν έναν σαφώς μελαγχολικό (ποτέ όμως αισθηματολογικό) τόνο, μιλώντας για μνημονικούς τόπους των παιδικών χρόνων, για έρωτες που έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί (ακόμα και αν μεσολαβεί κάποια χλωμή αναθέρμανση ή αν αποκαλύπτεται όψιμα μια λανθάνουσα δυνατότητα), καθώς και για τη φθορά της ηλικίας, το κενό και τον θάνατο. Ενας καθοδικός κύκλος που συναντιέται υπογείως με τις αστείες ιστορίες του Τσιαμπούση σε μια ατμόσφαιρα χαρμολύπης, όπου η κωμωδία και το δράμα δένουν σε ένα σφιχτό και προσεκτικά ισορροπημένο μείγμα. Δεν ξέρω ποια ακριβώς θέση διεκδικούν σε ένα τέτοιο μείγμα τα θρησκευτικά (αν μπορούν όντως να χαρακτηριστούν έτσι) κομμάτια της συλλογής: το ταξίδι τριών φοιτητών στο Αγιον Ορος, μια λιτανεία του Δεκαπενταύγουστου στην Πελοπόννησο και ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μένω με την εντύπωση πως και τα τρία διηγήματα ηχούν κάπως παράφωνα σε σχέση με το σύνολο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ