Τα κορόμηλα δεν θέλουν ζέσταμα
Επιμέλεια Θανάσης Θ. Νιάρχος Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 176, τιμή 10,60 ευρώ
Τα κορόμηλα δεν θέλουν ζέσταμα. Αυτονόητο, τα κορόμηλα είναι φρούτα, τα τρώμε ωμά και κατά προτίμηση δροσερά, επομένως γιατί να διατυπωθεί το ευκόλως εννοούμενο; Και από τη στιγμή που διατυπώνεται, ποια σκοτεινή παραδοξότητα υπαινίσσεται; Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Θανάσης Νιάρχος ανέσυρε από τα κιτάπια της μνήμης του μια ξεχασμένη αποφθεγματική φράση και την έθεσε ως συγγραφική πρόκληση σε δεκαπέντε συγγραφείς και ισάριθμους εικαστικούς καλλιτέχνες. Το αποτέλεσμα, δεκαπέντε πεζά κείμενα και δεκαπέντε έργα που τα συνοδεύουν εικαστικά, εκδόθηκε στον τόμο Τα κορόμηλα δεν θέλουν ζέσταμα (Καστανιώτης, 2017).
Ανταποκρίθηκαν δεκατέσσερις άνδρες συγγραφείς και μία γυναίκα, οι Δημήτρης Αγγελής, Γιώργος Γκόζης, Γιάννης Δούκας, Μάνος Ελευθερίου, Θωμάς Κοροβίνης, Σπύρος Μαντζαβίνος, Μιχάλης Μοδινός, Θανάσης Θ. Νιάρχος, Βασίλης Παπαβασιλείου, Βαγγέλης Προβιάς, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Σωτήρης Σόρογκας, Βαγγέλης Χρόνης, Χρήστος Χωμενίδης και η Μαρίνα Καραγάτση.
Τα κείμενά τους εικονογράφησαν οι Κώστας Σιαφάκας, Ντίνος Πετράτος, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Θανάσης Μακρής, Αλέκος Φασιανός, Τάσος Μαντζαβίνος, Γιώργος Λαζόγκας, Αλέξης Βερούκας, Δημήτρης Κατσιγιάννης, Σωτήρης Σόρογκας, Γιάννης Μετζικώφ, Μάριος Σπηλιόπουλος, Χρήστος Μποκόρος και, μοναχική γυναικεία εικαστική φωνή, η Ειρήνη Κανά.
Βιβλιόφιλοι συναντούν φιλότεχνους
Ο τόμος κυκλοφόρησε στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, θυμίζοντας τις καλές εποχές της μεγάλης εκδοτικής ανάπτυξης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν ήταν του συρμού τέτοιες συμπράξεις συγγραφέων και εικαστικών. Γνωστές γκαλερί του Κολωνακίου και μεγάλοι εκδότες συνεργάζονταν σε ένα καλλιτεχνικό γεγονός που καταλάμβανε τον τελευταίο μήνα του χρόνου: μια έκθεση ζωγραφικής και μια συλλογή διηγημάτων με κοινό, δοσμένο, θέμα, αφορμή να συναντηθούν οι βιβλιόφιλοι με τους φιλότεχνους, αφορμή για συζητήσεις για τα πολλά πρόσωπα της έμπνευσης και μια καλή ευκαιρία για το διήγημα, το οποίο την εποχή της εκδοτικής έκρηξης και της κυριαρχίας του μυθιστορήματος είχε βρεθεί σε δεύτερη μοίρα, να αποκτήσει εκδοτική υπόσταση και ορατότητα. Από τότε οι συνθήκες άλλαξαν. Στα βιβλιοπωλεία-πολυχώρους που άνοιξαν στο μεταξύ η λογοτεχνία και οι εικαστικές τέχνες έρχονται συχνά σε διάλογο, με τα κείμενα του Καβάφη και του Παπαδιαμάντη, αλλά και του Καζαντζάκη, να γίνονται δημοφιλής έμπνευση για παλιούς και νέους εικαστικούς. Οσο για το διήγημα, η κρίση το έβγαλε από το εκδοτικό περιθώριο και το ανέδειξε σε εμπορικό είδος.
Ποια είναι, επομένως, η εκδοτική φιλοδοξία μιας τέτοιας καλλιτεχνικής συνεργασίας σήμερα; αναρωτιέται κάποιος. Στο αποτέλεσμα αναδεικνύονται κυματισμοί της ελληνικής πεζογραφίας μιας πεντηκονταετίας –τόσο είναι το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στον νεότερο συγγραφέα του τόμου (Γιάννης Δούκας, γεν. 1981) και στους μεγαλύτερους (Μαρίνα Καραγάτση, Σωτήρης Σόρογκας, γεν. 1936) –και της ευέλικτης συνύπαρξής της με την ελληνική τέχνη. Κυρίως όμως μέσα από το παιχνίδι και τους κανόνες του, τον περιορισμό που δίνεται ως δημιουργικό λάκτισμα, τη φράση «τα κορόμηλα δεν θέλουν ζέσταμα», αποκαλύπτονται συγγραφικές ιδιοσυγκρασίες ευπειθείς ή ατίθασες, πιστές στη χαραγμένη πορεία ενός προσωπικού λόγου και ύφους –ή έτοιμες να πειραματιστούν σε νέα μονοπάτια.
Μητροπολίτες, ρεμπέτες, Καραγάτσηδες
Ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής δίνει ένα σύντομο ποίημα σε πεζό, ευαγγελικών και ελυτικών αποήχων: «Εκείνη τη νύχτα που τα ηλιοτρόπια δεν κοιμήθηκαν και φώτιζαν μ’ ένα αμείλικτο χρυσαφί τους δρόμους… Εκείνη τη νύχτα που σβήναμε τους ανθρώπους σαν κεριά ή σημειώσεις σε τηλεφωνικό κατάλογο… Εκείνη λοιπόν τη νύχτα που άνοιξα το λεξικό κι έπεσα πάνω στη λέξη «κορόμηλο» και «κορομηλέα»… κι έτρεχαν τα δάκρυα μες στη λευκή σελίδα κι έγινε ένα καινούργιο ποτάμι και μας πήγαινε». Η Μαρίνα Καραγάτση, μέσα από την πραγματική ή πλασματική αλληλογραφία των γονιών της, δομεί και αποδομεί τη ζωή των Καραγάτσηδων στην Ενορία Ευβοίας στα χρόνια της Κατοχής, άνοιξη-καλοκαίρι του 1941.
Ο Μιχάλης Μοδινός αφηγείται μια καλοκαιρινή ιστορία λανθάνοντος αισθησιασμού και ο Γιώργος Γκόζης ανασυστήνει τον μεγάλο κόσμο μιας μικρής αυλής γύρω από τα σκορπισμένα κορόμηλα μιας στιβαρής κορομηλιάς, στα χρόνια της Αλλαγής. Στραβοχυμένη η κορομηλιά του Βαγγέλη Προβιά, σ’ ένα σκυλάδικο της εθνικής οδού, με «ανεξήγητους, αληθινούς, βρώμικους, σχεδόν αποκρουστικούς» ανθρώπους, μάνα και πατέρα. Στις ζαριές της Ιστορίας του Γιώργου Σκαμπαρδώνη ανακατεύεται ένας ανιψιός του Παπαδιαμάντη, ένα ρεμπέτικο που καταγράφεται το 1917 στο Γκέρλιτς της Πρωσίας και ο παππούς του, που αφηγούνταν βεντέτες και ιστορίες από τα χρόνια του Διχασμού τρώγοντας κορόμηλα.
Ο ποιητής Βασίλης Παπαβασιλείου γράφει μια ενδιαφέρουσα ιστορία του φανταστικού, για την εποχή –όχι και τόσο μακρινή; –που οι επαγγελματίες της ενημέρωσης αντικαθίστανται από ρομπότ, κι ένας άλλος ποιητής, ο Γιάννης Δούκας, σε ένα χειμαρρώδες ποιητικό πεζό ελιοτικών αναφορών διατρέχει την ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα με επίκεντρο τον ρωσικό θύλακα του Κένιγκσμπεργκ/Καλίνινγκραντ στη Βόρεια Ευρώπη. Ο Θωμάς Κοροβίνης σκιαγραφεί ένα δυνατό πορτρέτο ενός εφήβου Βασίλη Αρβανίτη, του μοιραίου, ωραίου Καίσαρα, μια έντεχνη λαϊκή αφήγηση. Ο Χρήστος Χωμενίδης περιλαβαίνει με οικεία καυστική οξύτητα παπάδες, μητροπολίτες και εκκλησιαστικούς απεσταλμένους –ρασοφόροι τζογαδόροι στο Χρηματιστήριο Αθηνών 2000 και δώθε, αφρικανικές τουλίπες στα λουλουδάδικα του Αμστερνταμ, ένας μαζοχιστής αρχιμανδρίτης.
Αλλοτε ενσωματώνοντας ευλαβικά τη φράση «Τα κορόμηλα δεν θέλουν ζέσταμα» κι άλλοτε τροφοδοτούμενες από εικόνες φορτωμένης κορομηλιάς ή τη γεύση των τζάνερων, οι ιστορίες της συλλογής επιβεβαιώνουν η καθεμιά ένα προσωπικό ύφος, και ίσως η πρόκληση ήταν, κρυφά, ακριβώς αυτή: να μιλήσουν ο κάθε συγγραφέας για τον εαυτό του, μέσα από τη μυστική σχέση του με κάτι πολύ απτό και συγκεκριμένο, με μια κορομηλιά, με μια χούφτα κορόμηλα, να πει την αλήθεια για τον εαυτό του. Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, μια οικογενειακή ιστορία κι αυτή, πατέρας, γιαγιά, κορομηλιά, ο Θανάσης Νιάρχος, ξεκλειδώνει ίσως το αινιγματικό περιεχόμενο του τίτλου του βιβλίου: «Οσο μυστική μπορεί να είναι η σχέση μας με το ολοφάνερο, το ίδιο, αν όχι περισσότερο, οφείλει να είναι η σχέση μας με τον εαυτό μας, καθώς δεν μπορούμε ποτέ να τον γνωρίσουμε τόσο καλά, ή ακόμα να τον αγγίξουμε, όπως μπορεί να συμβεί με μια κορομηλιά».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ