Τι είναι αυτό που ξύπνησε εξαιτίας του Μακεδονικού ζητήματος; Μήπως είναι το ίδιο πράγμα που βγήκε από τις πλατείες των αγανακτισμένων, διέλυσε το κομματικό σύστημα και τροφοδότησε τον φασισμό και τον λαϊκισμό; Αυτό το ίδιο αντισυστημικό τζίνι που δραπέτευσε από το μπουκάλι του το 2010 διαδήλωσε την Κυριακή στο Σύνταγμα;
Από περιέργεια, την ώρα που μιλούσε ο Μίκης Θεοδωράκης, έκλεισα την τηλεόραση, φόρεσα τα ακουστικά του ραδιοφώνου και βγήκα στον δρόμο παρότι η τηλεοπτική εικόνα του συλλαλητηρίου με απωθούσε. Εκείνη την ώρα κατέβαινε ακόμα κόσμος προς το Σύνταγμα, αρκετοί αλλά όχι δεκάδες ούτε τόσοι ώστε να μην μπορείς να προχωρήσεις από τη Ρηγίλλης και κάτω όπως μετέδιδε το ραδιόφωνο, αν και στην πλατεία γινόταν το αδιαχώρητο. Κάποιοι άλλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους. Στο δρόμο έβλεπες ηλικιωμένους αλλά και νέους, έβλεπες παρέες, ζευγάρια, οικογένειες με παιδιά – κάποια ντυμένα με τις αποκριάτικες στολές τους.
Ο καιρός ήταν καλός και ο κόσμος βγήκε για να διαδηλώσει και μαζί να κάνει τον κυριακάτικο περίπατό του. Ακραία στοιχεία σίγουρα υπήρχαν, στο πεζοδρόμιο ήταν πεταμένα φυλλάδια της Χρυσής Αυγής. Συνθήματα κατά των πολιτικών βεβαίως ακούστηκαν, από τον Μίκη Θεοδωράκη πρώτο και καλύτερο. Αλλά δεν ήταν αυτό το κλίμα όλου του συλλαλητηρίου, γιατί απλά δεν υπήρχε ένα, αδιαίρετο και ομοούσιο συλλαλητήριο.
Κάτω από την εξέδρα των ομιλητών στέκονταν οργανωμένες ομάδες, με προετοιμασμένα συνθήματα και καλλιεργημένο πάθος. Πιο πέρα όμως, εκεί που δεν ακούγονταν ούτε οι ομιλίες ούτε τα συνθήματα, επικρατούσε μια παράδοξη για την ψυχολογία της μνημονιακής Αθήνας ηρεμία. Έμοιαζε σαν ο καθένας να είχε κατεβεί στον δρόμο για τον δικό του προσωπικό λόγο και σαν να πίστευε ότι μοιραζόταν εκείνη την ώρα κάτι κοινό με τους υπόλοιπους που δεν χρειαζόταν να το φωνάξει για να αποκτήσει υπόσταση. Οι περισσότεροι κρατούσαν συνεσταλμένα τα ελληνικά σημαιάκια τους όπως θα κρατούσαν τα κεριά σε μια λιτανεία. Σαν να έκαναν μια εσωτερική πράξη αντίστασης χωρίς συνθήματα μίσους, χωρίς σφυρίχτρες, χωρίς πανό, χωρίς εξαλλοσύνες, μακριά από τα τηλεοπτικά συνεργεία και από οτιδήποτε περιττό.
Αυτοί δεν ήταν οι «συνήθεις αγανακτισμένοι», εκείνοι φρόντισαν να στριμωχτούν από νωρίς κάτω από την εξέδρα των ομιλητών. Ίσως να ήταν η «αδιευκρίνιστη ψήφος» των δημοσκοπήσεων με σάρκα και οστά. Οι ψηφοφόροι που έχουν απογοητευτεί και δεν βιάζονται να εμπιστευτούν τις προσδοκίες τους στον επόμενο Πρωθυπουργό. Δεν ήταν ακραίοι, ήταν η πρώην μεσαία τάξη, κάποιοι από αυτούς μπορεί να έβριζαν τους «σαμαροβενιζέλους» και τα μνημόνια και μετά την εμπειρία των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ να μην έχουν πλέον καθαρή φωνή για να διαμαρτυρηθούν.
Το συλλαλητήριο δεν ήταν το άθροισμα παραπλανημένων, λαϊκιστικών, υπερπατριωτικών, και μισαλλόδοξων στοιχείων.
Υπήρχαν ενδιαφέρουσες υποδιαιρέσεις που θα άξιζαν μεγαλύτερης προσοχής, ανάλυσης και κατανόησης. Εξάλλου, τι απέφερε το τσουβάλιασμα και η συλλήβδην καταδίκη των αγανακτισμένων του 2010 από την προοδευτική διανόηση; Την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή και κατόπιν την αριστερόστροφη, κατά Μίκη, σημερινή κυβέρνηση με τον ακραίο δεξιό εταίρο της.