Για έναν δημοσιογράφο που καλύπτει το διπλωματικό ρεπορτάζ είναι δύσκολο να μην εντυπωσιαστεί από την Κέιτ Σμιθ. Η πρεσβευτής της Βρετανίας κερδίζει τον συνομιλητή της με την απλότητά της, η οποία συνδυάζεται από τη βαθιά γνώση των θεμάτων αλλά και την… επιμονή της να συζητεί στα ελληνικά. Στην πρώτη της μεγάλη συνέντευξη στην Ελλάδα, σήμερα στο «Βήμα», η κυρία Σμιθ μιλάει κατ’ αρχήν για τη μεγάλη αλλαγή που επιφέρει το Brexit στις σχέσεις της Βρετανίας με την Ευρώπη. Δυσκολίες υπάρχουν, αλλά η ίδια δηλώνει αισιόδοξη και φιλόδοξη για τη μελλοντική σχέση ΕΕ – Βρετανίας, καθώς από τον περασμένο Δεκέμβριο έχει σημειωθεί πρόοδος στις διαπραγματεύσεις. Η συνεργασία Αθήνας – Λονδίνου είναι πολύ καλή και εκτιμά ότι οι στενοί οικονομικοί δεσμοί των δύο χωρών θα βοηθήσουν να συνεχιστεί και μετά το Brexit. Παράλληλα, αναφέρει ότι ο συντονισμός σε θέματα ασφάλειας, ανταλλαγής πληροφοριών, καθώς και στο Μεταναστευτικό αποδίδει συνεχώς καρπούς και απτά αποτελέσματα. Οσο δε για το θέμα των ημερών, το Μακεδονικό, εκτιμά ότι μια λύση θα αυξήσει τη στρατηγική επιρροή της Ελλάδος στα Βαλκάνια. Αυτό πάντως που συνεχίζει να την εντυπωσιάζει είναι η ανθεκτικότητα των Ελλήνων, παρά τα οκτώ χρόνια κρίσης.

«Η δουλειά μου έχει επηρεαστεί από το Brexit»

Ενα ερώτημα που αυτομάτως έρχεται στο μυαλό είναι αν και πόσο έχει αλλάξει η καθημερινή εργασία ενός βρετανού διπλωμάτη σε μια χώρα της ΕΕ στην εποχή μετά το Brexit. «Η δουλειά η δική μου και της πρεσβείας έχει επηρεαστεί από το Brexit, δεν υπάρχει αμφιβολία» παραδέχεται η κυρία Σμιθ. «Το βασικό μου καθήκον όμως είναι η προώθηση των διμερών σχέσεων. Αυτό δεν έχει αλλάξει. Σε ό,τι αφορά το Brexit, το μέλημά μου είναι να εξηγήσω στους συνομιλητές μου στην Ελλάδα, στην κυβέρνηση και σε όλους τους αρμόδιους φορείς με τους οποίους έχουμε επαφές τι επιδιώκουμε στις διαπραγματεύσεις» προσθέτει. Αυτό που τη χαροποιεί είναι ότι «στην Ελλάδα δεν υπάρχει η τιμωρητική διάθεση απέναντι στη Βρετανία, που παρατηρήσαμε σε άλλες χώρες μετά το δημοψήφισμα. Οι Ελληνες θέλουν να καταλήξουμε σε μια καλή συμφωνία. Και εγώ βρίσκομαι εδώ για να αφουγκράζομαι όσα λένε οι συνομιλητές μου, όχι μόνο για να επισημαίνω τι επιδιώκουμε ως Βρετανία».
Οι συνομιλίες μεταξύ Βρυξελλών και Λονδίνου είναι πολύπλοκες, κινούμενες μέσα στις δαιδαλώδεις διαδικασίες της ΕΕ και τυλιγμένες σε ένα βαρύ «νομικό πέπλο». Ωστόσο, η κυρία Σμιθ εμφανίζεται αισιόδοξη ότι μετά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής τον περασμένο Δεκέμβριο «σημειώθηκε πρόοδος και οι ανησυχίες έχουν αμβλυνθεί. Είμαστε αισιόδοξοι και φιλόδοξοι σε σχέση με τη μελλοντική σχέση ΕΕ – Βρετανίας». Οι περισσότεροι όμως αναρωτιούνται ποια είναι τα θέματα-κλειδιά που θα ξεκλειδώσουν μια συμφωνία. «Τον Δεκέμβριο συμφωνήθηκαν δύο ζητήματα κομβικής σημασίας –και για την Ελλάδα. Το πρώτο», σημειώνει, ήταν «η διασφάλιση των αμοιβαίων δικαιωμάτων των πολιτών στην ΕΕ και στη Βρετανία, καθώς και ο οικονομικός διακανονισμός, σύμφωνα με τον οποίο το Λονδίνο θα εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις του ως μέλους της ΕΕ ως το 2020. Επιπλέον, την εβδομάδα που μας πέρασε πραγματοποιήθηκε ακόμη ένα βήμα. Το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων ενέκρινε τις κατευθυντήριες γραμμές για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου και για τους όρους της μεταβατικής περιόδου. Πρόκειται για γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό. Θα προσφέρει σαφήνεια και βεβαιότητα στους πολίτες και στις επιχειρήσεις μέχρι τα τέλη του 2020. Η μεταβατική περίοδος σημαίνει ότι οι κανόνες και οι ρυθμίσεις της ΕΕ θα συνεχίσουν να ισχύουν στη Βρετανία για αυτό το διάστημα. Επομένως», λέει χαμογελώντας, «πολίτες και επιχειρήσεις μπορούν να κάνουν τα σχέδιά τους με άνεση». Φυσικά, τα δύσκολα είναι μπροστά, καθώς η ΕΕ και η Βρετανία θα πρέπει να βρουν κοινό έδαφος κατά την τρίτη φάση, η οποία θα αφορά τη μελλοντική εμπορική συμφωνία καθώς και τη μορφή των σχέσεων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και άμυνας.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκε μια δημοσκόπηση στην εφημερίδα «Guardian» σύμφωνα με την οποία το 47% δήλωνε ότι θέλει να διεξαχθεί ένα δεύτερο δημοψήφισμα επί των όρων της εξόδου από την ΕΕ, ενώ κατά καιρούς εμφανίζονται στον βρετανικό Τύπο απόψεις ότι πρέπει να διεξαχθεί ένα δεύτερο δημοψήφισμα. «Η κυβέρνηση είναι δεσμευμένη να εφαρμόσει την εντολή του λαού, όπως αυτή εκφράστηκε στο δημοψήφισμα του 2016» υπογραμμίζει η πρεσβευτής της Βρετανίας. «Προσωπικά, δεν προβλέπω ότι θα διαμορφωθούν συνθήκες υπό τις οποίες θα γίνει δεύτερο δημοψήφισμα. Βεβαίως, τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων κυμαίνονται, και σήμερα όλα τα δρώμενα στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Βρετανίας τραβάνε την προσοχή, όπως και στην Ελλάδα. Η ουσία όμως είναι η δέσμευση της κυβέρνησης να εφαρμοστεί το Brexit».

Συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση

Οι ελληνοβρετανικές σχέσεις είναι στενές και πολυεπίπεδες. Δεκάδες χιλιάδες έλληνες φοιτητές σπουδάζουν κάθε χρόνο στα βρετανικά πανεπιστήμια, ακαδημαϊκοί και ερευνητές συμμετέχουν σε προγράμματα, βρετανοί τουρίστες κατακλύζουν την Ελλάδα το καλοκαίρι (για εφέτος αναμένεται αύξηση κρατήσεων 16%, όπως μας λέει η κυρία Σμιθ), ενώ η ελληνική ναυτιλία αποτελεί έναν από τους καλύτερους πελάτες του City of London. Το ενδιαφέρον για την έκβαση των διαπραγματεύσεων είναι μεγάλο. «Η ελληνική κυβέρνηση έχει συστήσει δύο επιτροπές για να εξετάσουν τις επιπτώσεις του Brexit, ιδιαίτερα για την ελληνική οικονομία» σημειώνει η κυρία Σμιθ. «Σκοπεύουμε να συνεργαστούμε με αυτές, καθώς και με την ελληνική Βουλή όπου επίσης υπάρχει η πρόθεση να εξεταστεί το Brexit διεξοδικά (έχει συσταθεί αρμόδια υποεπιτροπή). Καθώς τώρα ξεκινάμε τις συνομιλίες για μελλοντική σχέση, η συνεργασία αυτή θα επεκταθεί». Αλλωστε, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών είναι ιδιαίτερα σημαντικές, ακόμη και αν δεν είναι ευρέως γνωστές.
Η Βρετανία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αγορά για τα ελληνικά φαρμακευτικά προϊόντα και η τρίτη μεγαλύτερη για τα αγροτικά προϊόντα.Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2016, η αξία συναλλαγών που αφορούν προϊόντα είναι 800 εκατομμύρια στερλίνες, ενώ η αξία συναλλαγών που αφορά υπηρεσίες είναι υπερτριπλάσια, ανερχόμενη στα 2,7 δισ. στερλίνες. «Αυτός είναι και ο λόγος που πιστεύουμε ότι συμφέρει και την Ελλάδα να καταλήξουμε σε μια εμπορική συμφωνία που επιτρέπει τη μέγιστη ελευθερία ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών. Αλλωστε, το βάρος της εμπορικής σχέσης ΕΕ – Βρετανίας εντοπίζεται στις υπηρεσίες» τονίζει. Στην επισήμανση ότι η ΕΕ δεν είναι προς το παρόν διατεθειμένη να εξετάσει τη συμπερίληψη των υπηρεσιών σε μία συμφωνία. «Γιατί πρέπει όμως να βασιστούμε στα παλιά μοντέλα; Εμείς πιστεύουμε ότι η σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ, όταν αποχωρήσουμε, θα είναι μοναδική. Θα εκκινήσουμε από τους ίδιους κανόνες με αμοιβαία εμπιστοσύνη. Δεν θέλουμε πάντως να γίνουμε «Σιγκαπούρη του Ατλαντικού»» μας λέει γελώντας.
Ελάχιστες αλλαγές θα επιθυμούσε το Λονδίνο και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. «Αντιμετωπίζουμε τις ίδιες απειλές, που είναι πολλές και μεταβαλλόμενες. Μας συμφέρει να συνεχίσουμε τη συνεργασία που έχουμε» εξηγεί. Είναι δε σαφές ότι η ελληνοβρετανική συνεργασία σε τέτοια θέματα είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα του πώς ο ευρωβρετανικός συντονισμός μπορεί να πορευθεί στο μέλλον. «Η συνεργασία μας με την Αστυνομία, το Λιμενικό, τις υπηρεσίες πληροφοριών καλύπτει όλο το φάσμα των απειλών, με έμφαση στο οργανωμένο έγκλημα, στην παράνομη διακίνηση μεταναστών και στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ιδιαίτερα της ισλαμικής τρομοκρατίας» επισημαίνει η κυρία Σμιθ. Τα δε αποτελέσματα είναι σημαντικά. Πέρυσι π.χ. συνελήφθησαν 100 παράνομοι διακινητές, ενώ στο πλαίσιο της πάταξης του λαθρεμπορίου κατασχέθηκαν μέσα από τη διμερή συνεργασία 200.000.000 τσιγάρα! Παράλληλα, το Λονδίνο βοηθά συστηματικά στο Μεταναστευτικό, κυρίως μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης. Στην αρχή της προσφυγικής κρίσης, η Βρετανία προσέφερε περίπου 40 εκατομμύρια στερλίνες για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών. Υπάρχει επίσης ένα σκάφος της βρετανικής ακτοφυλακής που συνεργάζεται με το Λιμενικό. Από τη συνεργασία αυτή «έχουν διασωθεί 4.700 άνθρωποι». Επιπλέον, «βρετανοί ειδικοί, εξειδικευμένοι στην εξέταση αιτημάτων ασύλου καθώς και στη διερμηνεία εργάζονται στα hotspots, ενώ η χώρα μας ηγείται της νατοϊκής δύναμης SNMG2 στο Αιγαίο για την εποπτεία των προσφυγικών ροών». Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί η δέσμευση για τη μετεγκατάσταση 90 ασυνόδευτων ανηλίκων.

«Με εντυπωσιάζει η ανθεκτικότητα των Ελλήνων»

Η Ελλάδα δεν είναι καθόλου άγνωστη στην κυρία Σμιθ. Αυτή είναι η δεύτερη θητεία της στη χώρα μας. Η πρώτη ήταν την περίοδο 1991-1994, όταν ήταν ακόλουθος Τύπου στη βρετανική πρεσβεία. Υπάρχουν διαφορές σε σχέση με τότε; «Πολλοί μου κάνουν αυτή την ερώτηση» λέει χαμογελώντας, ενώ ο γάτος της, ο Χίλμαν, την παρακολουθεί νυσταλέα. «Μια πολύ προφανής διαφορά είναι αυτή στον τομέα των υποδομών. Δεν συγκρίνεται το σήμερα με το τότε. Οι αυτοκινητόδρομοι, το μετρό, η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου είναι μόνο μερικά παραδείγματα. Δεν μπορείς να μην προσέξεις αυτή τη διαφορά. Υπάρχει επίσης πολύ μεγαλύτερη αντίληψη στην κοινή γνώμη για την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος. Δεν υπήρχε αυτή σχεδόν καθόλου όταν ήμουν πάλι εδώ τότε. Υπάρχει βέβαια περιθώριο για βελτίωση, όπως και παντού άλλωστε» προσθέτει.
Αυτό που επίσης διακρίνει είναι ότι πλέον υπάρχει πολύ μεγαλύτερη δραστηριότητα στον τομέα του εθελοντισμού. «Η παρουσία των ΜΚΟ είναι αυξημένη, η δραστηριοποίηση του κοινού για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του επίσης, και αυτό είναι πολύ θετικό για την ελληνική κοινωνία». Της επισημαίνουμε ότι σε πολλές έρευνες οι Ελληνες εμφανίζονται πολύ απαισιόδοξοι για το μέλλον. «Εμένα με εντυπωσιάζει η ανθεκτικότητα των Ελλήνων. Εχουν περάσει πολύ δύσκολα, αλλά βλέπω την ίδια ζωντάνια και ενδιαφέρον για τη ζωή. Και όταν υπάρχουν θετικοί δείκτες στην οικονομία, όπως σήμερα, μπορείς να διακρίνεις την αλλαγή, είναι εμφανές και στις έρευνες αυτό» μας λέει.

«Λύση του Μακεδονικού θα ενισχύσει την επιρροή της Ελλάδας»

Αν και δεν είναι ίσως ορατό διά γυμνού οφθαλμού, η Βρετανία επιδεικνύει αυξημένο ενδιαφέρον για τα Δυτικά Βαλκάνια. Σύμφωνα με την κυρία Σμιθ, αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς το Λονδίνο έχει δεσμεύσει πολλούς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους στην περιοχή από τους πολέμους της πρώην Γιουγκοσλαβίας και μετά. «Η στάση μας αυτή δεν θα αλλάξει μετά το Brexit, αντίθετα σκοπεύουμε να ενισχύσουμε το ενδιαφέρον μας και τους διαθέσιμους πόρους για την υποστήριξη της περιοχής. Σε αυτό το πλαίσιο, φιλοξενούμε τον Ιούλιο στο Λονδίνο τη Σύνοδο Κορυφής της Διαδικασίας του Βερολίνου και τα θέματα στην ατζέντα θα είναι η οικονομική διασυνδεσιμότητα, ζητήματα ασφάλειας, το οργανωμένο έγκλημα, η διαφθορά» εξηγεί.

Τη ρωτάμε για το θέμα των ημερών, που δεν είναι άλλο από το Μακεδονικό. «Ο ευρωατλαντικός προσανατολισμός των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένης της πΓΔΜ, είναι σημαντικός. Πιστεύουμε ότι με αυτή την προοπτική, η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου θα κατοχυρωθούν. Η επίλυση του θέματος της ονομασίας θα συμβάλει σε αυτό. Η Ελλάδα, που είναι μια δύναμη στην περιοχή, θα έχει ακόμα περισσότερες ευκαιρίες για οικονομικά οφέλη και στρατηγική επιρροή με γειτονικές χώρες που είναι πιο ασφαλείς, ευημερούσες και σταθερές».

Οσο για την Τουρκία, η κυρία Σμιθ θεωρεί ότι παρά την απρόβλεπτη και νευρική συμπεριφορά της «παραμένει στρατηγικός εταίρος και σύμμαχος. Η χώρα αυτή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και αντιμετωπίζει μεγάλες απειλές στα σύνορά της, ενώ έχει επωμιστεί μεγάλο βάρος από τις ροές προσφύγων. Η Βρετανία μαζί με την Ελλάδα είναι από τους ισχυρότερους υποστηρικτές της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, επειδή πιστεύουμε ότι η ενσωμάτωσή της στους ευρωπαϊκούς και δυτικούς θεσμούς θα έχει στρατηγικά οφέλη για όλους μας, εφόσον φυσικά το θέλει η ίδια». Ο ρόλος της Τουρκίας παραμένει κρίσιμος και για την επίλυση του Κυπριακού. Υπάρχουν άραγε ελπίδες για λύση; «Για εμάς μια λύση είναι πάντα προτεραιότητα» τονίζει. «Είμαστε εγγυήτρια δύναμη αλλά παράλληλα πιστεύουμε ότι μια επανενωμένη Κύπρος θα ξεκλειδώσει οικονομικά οφέλη μέσω περισσότερων ευκαιριών στον τομέα του εμπορίου, των επενδύσεων και του τουρισμού. Θα δημιουργήσει δυνατότητες για νέες συνεργασίες στην οικονομία και στον τομέα της ενέργειας, θα ενισχύσει την ασφάλεια του νησιού, ενώ θα συμβάλει στην περιφερειακή σταθερότητα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ