Θέατρο του παραλόγου εκτυλίχθηκε σήμερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, καθώς το ανώτατο δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της προσφυγής 2.200 επιτυχόντων διαγωνισμού του ΑΣΕΠ το 1998, οι οποίοι διορίσθηκαν μόλις πέρυσι, 19 ολόκληρα χρόνια μετά, με αποφάσεις του υπουργού Δικαιοσύνης, ως δικαστικοί υπάλληλοι σε δικαστήρια και εισαγγελίες ανά την Ελλάδα.
Η υπόθεση συζητήθηκε με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης, στην αυξημένη, επταμελή, σύνθεση του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Αικατερίνη Συγγούνα και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Δημήτρη Μακρή, με το δικαστήριο να επιφυλάσσεται να εκδώσει την απόφασή του.
Η υπόθεση έχει τις ρίζες της στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ το 1998, ο οποίος αν και ενιαίος , εξελίχθηκε σε τρείς φάσεις και δημιούργησε τριών κατηγοριών υπαλλήλους. Στην πρώτη, ανήκουν και οι πλέον «τυχεροί», 2.500 τον αριθμό, οι οποίοι συμπεριελήφθησαν άμεσα στους αρχικούς πίνακες κατάταξης. Στη δεύτερη, συγκαταλέγονται περίπου 500 οι οποίοι προσελήφθησαν με βάση νόμο του 2005, που εκδόθηκε ύστερα από απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, το 2004, η οποία και δικαίωσε τους επιτυχόντες. Και στην τρίτη, περιλαμβάνονται οι 2.200 που διορίστηκαν πέρυσι και προσέφυγαν στο ΣτΕ, ζητώντας τον αναδρομικό διορισμό τους με πλήρη αναδρομική μισθολογική και βαθμολογική αποκατάσταση από το 1998 έως την ημέρα διορισμού τους, το περασμένο έτος.
Οι προσφεύγοντες – εκπροσωπούμενοι από τον δικηγόρο κ. Δημήτρη Μέλισσα, με παρέμβαση και του κ. Φώτη Χατζηφώτη – ζητούν να ακυρωθούν ως αντισυνταγματικές και παράνομες οι αποφάσεις του υπουργού Δικαιοσύνης με τις οποίες έγινε η πρόσληψή τους. Υποστηρίζουν ότι μετά την απόφαση του ΣτΕ το 2004, η υπόθεση θα έπρεπε να έχει κλείσει για όλους τους επιτυχόντες, και όχι μόνον για 500. Παρουσίασαν μάλιστα έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο το ΑΣΕΠ το 2011 είχε ζητήσει την αποκατάσταση όλων των υποψηφίων, από την Κυβέρνηση, με τη θέσπιση ειδικής ρύθμισης.