Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι τα εθνικά θέματα αναδεικνύουν ή καταβροχθίζουν ηγέτες. Το Σκοπιανό άλλαξε την πολιτική ατζέντα. Η επικαιρότητα ρίχνει το φως στο συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου. Τα εθνικά συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Η λογική και το συναίσθημα βρίσκονται σε διαμάχη.
Η λογική προστάζει ότι το εθνικό συμφέρον μας επιβάλλει να διαπραγματευτούμε σοβαρά και να λύσουμε το ονοματολογικό με τα Σκόπια, καθώς και να σβήσουν από το Σύνταγμα. οι αλυτρωτικές ιδέες και τα σύμβολα που παραχαράσσουν την ιστορία.
Η λογική μας επιβάλλει να λύσουμε τα θέματα που μας κληρονόμησαν οι συνέπειες του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Η κυριαρχία των κομμουνιστικών καθεστώτων στα Βαλκάνια μέχρι το 1990, διαμόρφωσαν ένα τείχος σιωπής και ντροπής για τους λαούς. Αυτό το τείχος μετά από 45 χρόνια γκρεμίσθηκε.
Στον εκδημοκρατισμό των Βαλκανικών κρατών και την επαναφορά στη κοινοβουλευτική Δημοκρατία, για την ένταξή τους στις ευρωπαϊκές δομές και τις Νατοϊκές η χώρα μας έπαιζε σημαντικό ρόλο. Απέμειναν ορισμένα αγκάθια και ανοιχτές πληγές με το κράτος των Σκοπίων. Ο Τίτο το 1945 μετονόμασε τα Σκόπια σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Με την ανεξαρτησία της FYROM το 1992 ξεκίνησαν και φούντωσαν οι αλυτρωτικές ιδέες, τα σύμβολα και τα αγάλματα στη γειτονική χώρα. Ο κ. Γκλιγκόροφ το 1992 με καθαρή φωνή ενημέρωσε το λαό το ότι είναι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν τον 6ο αιώνα στην περιοχή και δεν έχουν σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο και τους αρχαίους Μακεδόνες.
Αυτή την πραγματικότητα ζητάει ο λαός μας να αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων. «Η Μακεδονία είναι η ψυχή μας» ανέφερε ο Α. Παπανδρέου και δεν τη διαπραγματευόμαστε.Δύο κόκκινες γραμμές έχουν διαγραφεί τόσο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όσο και από τις νατοϊκές δομές, ότι η πόρτα εισόδου θα είναι κλειστή αν οι γείτονές μας δεν συμφωνήσουν στο ονοματολογικό του κράτους των Σκοπίων. Αυτές τις γραμμές καμία κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρακάμψει.
Η λογική επιβάλλει να σβήσουμε από το χάρτη το τείχος της «σιωπής» και της «ντροπής» με τους γείτονές μας. Ο χώρος των Βαλκανίων είναι ιδιαίτερα ζωτικός χώρος για τα εθνικά μας θέματα. Για την ασφάλεια, την οικονομία, τον τουρισμό, τη συναδελφοσύνη και την ειρηνική συμβίωση των λαών. Το εθνικό συμφέρον απαιτεί η πολιτική ηγεσία του τόπου να αναλάβει τις ευθύνες. Με σοβαρότητα και σύνεση να διαπραγματευτεί λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις των κομμάτων, αλλά και τα εθνικά συναισθήματα του λαού μας. Και για όλα αυτά τα στοιχεία η κυβέρνηση τα αγνόησε, είτε από αδιαφορία, είτε από αλαζονεία της εξουσίας. Γίναμε γι’ αυτό μάρτυρες επικίνδυνων τακτικισμών και περιφρόνησης των εθνικών συναισθημάτων.
Ταυτόχρονα παρατηρεί ο λαός ότι οι συγκυβερνώντες είναι διχασμένοι, αλλά και συμφιλιωμένοι, παριστάνοντας ταυτόχρονα τη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση. Μετά από διαμαρτυρίες των κομμάτων για μυστική διπλωματία η κυβέρνηση κατόπιν εορτής ενημερώνει τυπικά κατ’ ιδίαν τους αρχηγούς των κομμάτων. Και αντί να επιδιωχθεί σύγκληση και σύνεση για εθνική γραμμή φούντωσε ο πόλεμος. Παρακολουθούμε απίθανους τακτικισμούς, για το ποιος κουβαλάει το δίκιο και ποιος το άδικο. Η κυβέρνηση «αναμοχλεύει» το παρελθόν και τις κατά καιρούς δηλώσεις των αρχηγών.
Και ενώ ο πόλεμος των κομμάτων διαρκεί ο κ. Κοτζιάς κατά μόνας διαμόρφωσε την ελληνική πρόταση και την ενεχυρίασε στον κ. Νίμιτς. Χαρούμενοι και οι δύο συνεντευξιαζόμενοι με περίσσεια αισιοδοξία, βλέπουν λύση στο πρόβλημα. Μου θυμίζει την ιστορία της Κύπρου πέρυσι και τα χαμόγελα του κ. Κοτζιά ότι λύνεται η υπόθεση.
Είναι ανάγκη κατεπείγουσα, να κατανοήσουμε καλά την πρόσφατη ιστορία μας και να διδαχθούμε:
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η χώρα, δια πυρός και σιδήρου, αγωνίσθηκε για την εδαφική ολοκλήρωση του νεοελληνικού κράτους. Για τη συγχώνευση των ελληνικών πληθυσμών στην μητέρα Ελλάδα. Για να κλείσει τις πληγές από τους πολέμους. Οι Βαλκανικοί αγώνες, ο Α’ και Β’ παγκόσμιος πόλεμος, σε συνδυασμό με την πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διαμόρφωσαν τη σύγχρονη εδαφική έκταση της Πολιτείας μας. Η Μικρασιατική καταστροφή, ο εμφύλιος, η τουρκική κατοχή και ο διχασμός της Κύπρου, αποτελούν τις μαύρες σελίδες του έθνους μας σ’ αυτή την περίοδο. Όλα αυτά τα γεγονότα είναι πολύ κοντά και οφείλουμε να μην τα ξεχνάμε για να φωτίσουμε το παρόν και το μέλλον της πατρίδας.
Όποτε το έθνος βρέθηκε ενωμένο, το εθνικό συμφέρον υπηρετήθηκε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όποτε η διχόνοια και ο «αλληλοσπαραγμός» κυριάρχησαν στο πολιτικό πεδίο, ο λαός μοιράσθηκε και το εμφυλιοπολεμικόπνεύμα,διαπότισε ολάκερη την κοινωνία πάνω από ταξικές και πολιτικές αντιθέσεις.
Οι ηγέτες που ανέδειξαν εθνικούς στόχους έγραψαν ιστορία.Ο Ελ. Βενιζέλος έβαλε ως εθνικό στόχο τη μεγάλη Ελλάδα και κατάφερε να γράψει ιστορία. Ο Γ. Παπανδρέου υπερασπίσθηκε την κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ενάντιαστο παλάτι και το κράτος της δεξιάς και καταγράφηκε στην ιστορία ως ο «Γέρος της Δημοκρατίας».Ο Κ. Καραμανλής αποκατέστησε ομαλά τη Δημοκρατία (από τη Χούντα των Συνταγματαρχών) και ένταξε τη χώρα μας στην ΕΟΚ. Ο Α. Παπανδρέου αγωνίσθηκε για να συμφιλιωθεί ο λαός μας και να εκλείψει το εμφυλιοπολεμικό πνεύμα. Γκρέμισε το «κράτος της δεξιάς» και στέριωσε τους θεσμούς της αστικής Δημοκρατίας και το κράτος δικαίου. Ο Κ. Σημίτης έβαλε την Κύπρο στην Ε.Ε. και πάλεψε για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας, με το βλέμμα πάντα στην Ε.Ε..
Αυτά τα χαρακτηριστικά σημάδεψαν την ηγετική παρουσία τους. Συσπείρωσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού στους εθνικούς στόχους που επιδίωξαν.
Σήμερα, αναρωτιέμαι αλήθεια ποιοι είναι οι εθνικοί στόχοι της πολιτικής ηγεσία; Η κρίση, τα Μνημόνια δημιούργησαν εύφορο πεδίο για πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Οι αλλαγές ηγεσιών σε αυτή την ταραγμένη περίοδο επαναφέραν στο προσκήνιο συγκρουσιακές, διχαστικές στρατηγικές με περίσσευμα εθνικολαϊκισμού. Είναι γνωστές και χιλιοειπωμένες οι διαιρέσεις των μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Είναι σε όλους πλέον γνωστό, ότι οι αυταπάτες μας τελείωσαν και η σημερινή διακυβέρνηση έχει πλέον προσαρμοσθεί πλήρως στους μνημονιακούς ρυθμούς. Όταν όμως μένουμε από βάρβαρους, όπως αναφέρει ο ποιητής, ψάχνουμε να βρούμε νέους εχθρούς. Στην επικαιρότητα ήρθε το Σκοπιανό. Πώς αλήθεια ξαφνικά μας προέκυψε με τόση πίεση; Μήπως όπως είπε ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα ότι η παρουσία της Ρωσίας είναι ενοχλητική και για το λόγο αυτό άρον – άρον να δοθεί λύση για να ενταχθούν τα Σκόπια στην Ε.Ε. και το Νότο;
Το Σκοπιανό ζήτημα άλλαξε το πολιτικό πεδίο. Τα οικονομικά θέματα και τα μνημόνια υποχώρησαν.Οι τακτικισμοί της κυβέρνησης δεν έχουν τελειωμό. Αφού δεν βρέθηκε κοινή γραμμή με τους ΑΝΕΛ, άρχισε η επίθεση στην αντιπολίτευση, την εκκλησία και την κοινωνία, που αποφάσισε να διαδηλώσει τα εθνικά της συναισθήματα. Σίγουρα, στα συλλαλητήρια ανταμώνουν «κοσμοπολίτες», εθνικιστές, πολιτικοί «έμποροι», αλλά και η μεγάλη ήρεμη δύναμη των πατριωτών. Μετά από τις έντονες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης για μυστική διπλωματία της κυβέρνησης, ο κ. Τσίπρας συνάντησε φαίνεται για τυπικούς λόγους κατ’ ιδίαν τους αρχηγούς των κομμάτων. Μία συνάντηση όχι ουσιαστικής διαβούλευσης και σχεδιασμού κοινής εθνικής στρατηγικής, αλλά ως ευκαιρίας για νέο πόλεμο ανακοινώσεων. Οι πατριωτικές διαβεβαιώσεις του κ. Τσίπρα δεν πείθουν τον λαό. Δεν διαμορφώνει την ελληνική πρόταση χωρίς τουλάχιστο την προσπάθεια για την ανεύρεση κοινής εθνικής γραμμής.
Οι ρητορείες της κυβέρνησης δεν καθησυχάζουν ένα βαθιά πληγωμένο λαό από την κρίση και τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Στο Σύνταγμα θα εκφρασθεί πολύς θυμός. Μάλιστα, όταν ο ένας εκ των εταίρων της κυβέρνησης (ΑΝΕΛ) εκφράζει ριζικά αντίθετη θέση δεν είναι δυνατό ο λαός να εμπιστεύεται τις πολιτικές πράξεις των κυβερνόντων.
Σε πολιτικό επίπεδο κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση με σκληρές εκφράσεις και χαρακτηρισμούς μετράνε την «πατριωσύνη»: Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την αντιπολίτευση για «καιροσκοπισμό» και για «τυχοδιωκτισμό». Ως κοσμοπολίτες και διεθνιστές, οι κυβερνόντεςμε «ανοιχτούς» ορίζοντες και ελαφρά την καρδία, (για την ιστορία, τη γλώσσα και τα σύμβολα που χαρακτηρίζουν ένα έθνος) υποστηρίζουν να κλείσει το θέμα, διότι δεν μπορούμε εμείς να επιβάλουμε το όνομα σε ένα άλλο κράτος. Να κλείσουμε την υπόθεση για τα Σκόπια, διότι θα προσφύγουν σε άλλα θεσμικά όργανα!!
Ένας άλλος σεβαστός αριθμός εθνικιστών (όχι φασιστών και καιροσκόπων της πολιτικής) δεμένοι με το παρελθόν και την ιστορία της περιοχής δεν δέχονται «μύγα στο σπαθί τους», « η Μακεδονία είναι ελληνική».
Υπάρχει και η μεγάλη ήρεμη δύναμη των πατριωτών που θέλουν να συγκεράσουντη λογική με το συναίσθημα, τις σχέσεις μας με τους γείτονες όταν αυτοί επιβουλεύονταιτη μοναδική ιστορία του έθνους.
Η μεγάλη συντριπτική αυτή πλειοψηφία του λαού μας, που συμμετέχει ή όχι στα συλλαλητήρια, εκφράζοντας τα συναισθήματά τους, απαιτεί από την κυβέρνηση να χαράξει εθνική στρατηγική.
Να διαμορφώσει συνθήκες εθνικής συνεννόησης και συναίνεσης των κομμάτων και του λαού, με κριτήριο το εθνικό συμφέρον και όχι με τον «καιροσκοπισμό» της αυριανής εκλογικής αναμέτρησης.
Δικαιολογημένα η Φ. Γεννηματά και οι άλλοι αρχηγοί ζητάνε να γίνει συνάντηση αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τη χάραξη εθνικής στρατηγικής. Αντ’ αυτού όμως η κυβέρνηση, με τους τακτικισμούς της, διαμορφώνει μόνη της την ελληνική πρόταση και αύριο θα ζητήσει από την αντιπολίτευση την ψήφο!! Και αν τολμήσουν να μηνσυμμορφωθούν, ναμην συμφωνήσουν, θα κατηγορηθούν για «καιροσκοπισμό» και «τυχοδιωκτισμό». Ζούμε πραγματικά το θέατρο του παραλόγου.
Το έλλειμμα της εθνικής στρατηγικής το ζήσαμε πέρυσι με τις συζητήσεις για την επίλυση του Κυπριακού. Ακούγαμε από την κυβέρνηση ότι κλείνει η υπόθεση και απομένει η συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν. Στο τέλος όλα ναυάγησαν. Φέραμε τον κ. Ερντογάν στην Αθήνα για να εξομαλύνουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αυτός ήρθε για να μας κάνει μαθήματα δημοκρατίας και δικαιοσύνης. Να αμφισβητούν οι αξιωματούχοι την ελληνικότητα βραχονησίδων, να παραβιάζουν συνεχώς τον ελληνικό εναέριο χώρο, να κινούν ζήτημα στη Θράκη και να απειλούν διαρκώς τη χώρα. Να παρεμποδίζουν τον Υπουργό Άμυνας, να πλησιάσει τα Ίμια και η κυβέρνηση να κάνει στραβά μάτια.
Με αυτά και άλλα πολλά, το ποτάμι των εθνικών συναισθημάτων, θα πλημυρίσει στο Σύνταγμα στις 4 Φεβρουαρίου. Είναι καιρός έστω και στο παραπέντε, η κυβέρνηση υπεύθυνα να λάβει υπόψη τα συναισθήματα του λαού μας και την κοινή λογική για διαβούλευση με τους αρχηγούς των κομμάτων.Οι τακτικισμοί χωρίς στρατηγική οδηγούν στην ήττα.