Η κατεστημένη Εκκλησία, ως μηχανισμός εξουσίας, γνωστοποίησε ότι «ευλογεί» και θεσμικά στηρίζει τα συλλαλητήρια.
Καμιά έκπληξη.
Σταθερά εκτός ρόλου και αποστολής η κατεστημένη Εκκλησία, βλέπει τον εαυτό της ως παράγοντα του δημόσιου βίου, ως συντελεστή των πολιτικών συσχετισμών, ως σύστημα επιρροής και ισχύος.
Δεν την απασχολεί ούτε η αλήθεια των πραγμάτων ούτε η σχετικότητά τους.
Και συμπράττει με παντοειδείς καπηλευτές.
Συμπράττει με ανθρώπους που ο λόγος τους, η επιθετικότητα, το μίσος, φέρουν μέσα τους καταστολή και βία. Πολλοί από αυτούς που εκφράζονται υπέρ των συλλαλητηρίων και προτρέπουν στη συμμετοχή, όπως η Εκκλησία, συνιστούν την απόλυτη αντινομία προς τον απελευθερωτικό λόγο του Ευαγγελίου.
Που υψώνει τον άνθρωπο, ως αυτοπροσδιοριζόμενο, ελεύθερο ον, μέσα από την αναγνώριση και ισότιμη αποδοχή του άλλου. Πέρα από πεποιθήσεις, ιδεολογίες και μυθοπλαστικές παγίδες. Και η λέξη «προδότης», που ακούγεται από δω και από κει, είναι λέξη από το οπλοστάσιο του θανάτου.
Ο ίδιος ο Ιησούς και ο λόγος του, ως παράδειγμα αντι – δύναμης και αντι – ισχύος, βρίσκεται στον αντίποδα συλλαλητηρίων και λαοσυνάξεων.
Η «συνομιλία» της Εκκλησίας με τους ανθρώπους δεν γίνεται στου τόπους της πολιτικής κενολογίας και κομπορρημοσύνης,στις πλατείες και στους δρόμους. Η συνάντηση της Εκκλησίας με τους ανθρώπους γίνεται στους τόπους της ανάγκης. Εκεί που οι άνθρωποι πάσχουν και προσπαθούν.
Είναι μεγάλη η ευθύνη της κατεστημένης Εκκλησίας για την παρακμή της χώρας. Όσο όμως και αν αυτή πορεύεται χωρίς επίγνωση, δίπλα της, αλλά και στους κόλπους της, όπως συνέβαινε πάντα στην ιστορία, άνθρωποι ελεύθεροι, κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου θα κρατούν το φως ζωντανό.
Διαβάζω την τεκμηριωμένη θέση του μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομου, εδώ στο ΒΗΜΑ: «Στην παρούσα συγκυρία,σύνολη η διοργάνωση των συλλαλητηρίων είναι παντελώς διαφορετική και ξένη προς τον όλο θεσμό της Εκκλησίας».