Το καταφέραμε και αυτό! Να καταστήσουμε ένα θέμα εξωτερικής πολιτικής (και μάλιστα ελάσσονος σημασίας σε σχέση με τα άλλα πολύ σοβαρότερα προβλήματα στον τομέα αυτόν) ως το κύριο ζήτημα της εσωτερικής κομματικής αντιδικίας. Με αποτέλεσμα κανείς να μην ασχολείται πλέον με το κύριο πρόβλημα της χώρας, που είναι η υποτιθέμενη επικείμενη απαλλαγή από τα μνημόνια, όταν είναι γνωστό ότι η χώρα μας έχει δεθεί χειροπόδαρα έως το 2060. Γι’ αυτήν την εφιαλτική προοπτική όμως δεν υπήρξε κανένα μεγάλο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας, ενώ ετοιμάζεται τώρα και δεύτερο για το Σκοπιανό στο Σύνταγμα. Αφήνεται έτσι ανενόχλητη η κυβέρνηση να προπαγανδίζει το σενάριο για τις «καλύτερες μέρες» που έρχονται, τη στιγμή που όλοι οι ξένοι αρμόδιοι προειδοποιούν ότι υπάρχει ακόμη πολύς και επώδυνος δρόμος για να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις. Ενώ τείνουμε να ξεχάσουμε από πού προέρχεται η πραγματική απειλή για την εθνική μας κυριαρχία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα εθνικής παράνοιας, πέρα από τη γνωστή ιστορία με το όνομα, επιχειρούμε τώρα να αναδείξουμε ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την εθνική μας ασφάλεια τον αλυτρωτισμό των Σκοπιανών. Ο οποίος και φυσικά υφίσταται και είναι απολύτως βέβαιο ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα στο πλαίσιο της νέας διαπραγμάτευσης που έχει ξεκινήσει. Από το σημείο όμως αυτό έως το να πιστεύουμε ότι οι γείτονές μας, που αντιμετωπίζουν ένα δραματικό πρόβλημα επιβίωσης, θα μπορέσουν ποτέ να υλοποιήσουν στην πράξη τις γνωστές και από το παρελθόν εθνικιστικές τους επιδιώξεις, η απόσταση είναι μεγάλη. Απλούστατα διότι δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα. Μέσα τα οποία, αντίθετα, διαθέτουν και μάλιστα πολλαπλώς οι άλλοι γείτονές μας στα ανατολικά. Με έναν απρόβλεπτο νεοσουλτάνο, ο οποίος δεν διστάζει να τα βάλει ακόμη και με τις Ηνωμένες Πολιτείες για να αφανίσει τους Κούρδους. Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος για τη χώρα μας και όχι τα Σκόπια.
Καλό θα ήταν λοιπόν να μη χαθεί η σημερινή ευκαιρία για την εξεύρεση ενός έντιμου συμβιβασμού, μακριά από τις γνωστές εθνικιστικές κορόνες. Και ας αφήσουμε στην άλλη πλευρά την ευθύνη μιας ενδεχόμενης αποτυχίας. Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται ένα μίνιμουμ εθνικής συναίνεσης. Τον τόνο, όπως είναι φυσικό, πρέπει να δώσει κατ’ αρχήν η κυβέρνηση, επιλύοντας το πρόβλημα που έχει με τον Πάνο Καμμένο. Αλλά και η αντιπολίτευση –και κυρίως ο Κυριάκος Μητσοτάκης –πρέπει να συμβάλει σε αυτό, εγκαταλείποντας άμεσα την τελευταία απαράδεκτη θέση του, ότι τώρα δεν είναι η ώρα για να λυθεί το πρόβλημα. Αποφεύγοντας έτσι να λύσει το πρόβλημα που ο ίδιος έχει με τους ακροδεξιούς του κόμματός του, οι οποίοι, όπως φαίνεται, έχουν πάρει το πάνω χέρι. Δεν μπορεί για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους να τορπιλίζεται μια εθνική υπόθεση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ