Για μας τους Ελληνες, το Μακεδονικό είναι, κατ’ αρχήν, ένα «εύκολο» πρόβλημα. Γιατί; Διότι ξέρουμε τι μας συμφέρει στρατηγικά (ειρήνη και σταθερότητα στα Βαλκάνια, πολιτική επιρροή, οικονομική συνεργασία) και κυρίως έχουμε τα μέσα να το πετύχουμε: πλεονεκτικό ισοζύγιο γεωπολιτικής ισχύος και συναίνεση των περισσότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων στην επιδιωκόμενη λύση (σύνθετη ονομασία και απάλειψη του αλυτρωτισμού).
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τώρα, σε μια ευνοϊκή συγκυρία, το πρόβλημα είναι απίθανο να λυθεί. Γιατί; Για τον ίδιο λόγο που δεν λύσαμε πιο «δύσκολα» προβλήματα, όπως λ.χ. το Ασφαλιστικό, όταν έπρεπε. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται, ιστορικά – δομικά, να παραγάγει ενδογενώς ρηξικέλευθες τομές –να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα, να διαρρήξει εμπεδωμένες αντιλήψεις, να ενεργήσει στρατηγικά.

Η δύναμη του πεζοδρομίου

Θυμάστε τη λαοπλημμύρα στο Σύνταγμα, το 2001, κατά της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης στο Ασφαλιστικό; Τα προβλήματα βιωσιμότητας ήταν προφανή (και επιδεινούμενα). Ο πρωθυπουργός Σημίτης διέθετε και τη βούληση, και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και όμως η μεταρρύθμιση ακυρώθηκε εν τη γενέσει της. Τι έφταιξε; Η δύναμη του πεζοδρομίου ήταν τόσο ισχυρή, που άλλαξε δραστικά τον συσχετισμό πολιτικού κόστους – εθνικού οφέλους για την κυβέρνηση: το κόστος της μεταρρύθμισης κατέστη πολιτικά απαγορευτικό. Στο ΠαΣοΚ δυνάμωσαν οι λαϊκιστικές φωνές κατά της μεταρρύθμισης, η γαλαζοκόκκινη αντιπολίτευση ξεσάλωσε, οι Αυτιάδες της εποχής ανέβηκαν στα μιντιακά κάγκελα. Εν ολίγοις, το περιβάλλον κατέστη πολιτικά τοξικό. Η ριζοσπαστική τομή πετάχτηκε στα σκουπίδια. Η αποτυχία της μεταρρύθμισης Γιαννίτση μάς πρόσφερε ανάγλυφα την εικόνα ενός πολιτικού συστήματος που πάσχει από θεσμική σκλήρυνση.
Κάτι παρόμοιο βλέπουμε σήμερα. Η λαοθάλασσα της Θεσσαλονίκης για το Μακεδονικό (με κύριο σύνθημα το λογικά σαθρό «Η Μακεδονία είναι Ελλάδα») κατέστη πολιτικό γεγονός: έγινε ήδη σημείο αναφοράς και υπεισέρχεται στους υπολογισμούς των κομμάτων. Η αντιπολίτευση αναδιπλώνεται ψηφοθηρικά και επιτίθεται στην κυβέρνηση, ενώ ο ψεκασμένος κυβερνητικός εταίρος έχει κάθε κίνητρο να εμμείνει στην εθνοκαπηλική του στάση. Με άλλα λόγια, ο συσχετισμός πολιτικού κόστους – οφέλους αλλάζει επί το δυσμενέστερον για την κυβέρνηση. (Αντίστοιχα προβλήματα έχει και η πλευρά τής FYROM.) Αποτέλεσμα; Το τέλμα, πιθανότατα, θα διαιωνιστεί.

Πίσω στην πεπατημένη

Και τα «εύκολα» και τα «δύσκολα» προβλήματα εντάσσονται σε ένα κοινό ελληνικό μοτίβο: όταν μια επιχειρούμενη μείζων αλλαγή συγκρούεται με στέρεα εμπεδωμένες λαϊκές αντιλήψεις (ή συμφέροντα), η δυσαρέσκεια ενδέχεται να εκδηλωθεί μαζικά. Οι λαϊκές κινητοποιήσεις, ενισχυμένες από τη μιντιακή προβολή, καθίστανται μείζον γεγονός που παράγει πολιτικές εξελίξεις. Αρκετοί πολιτικοί ακολουθούν την εικαζόμενη διάθεση του εκλογικού σώματος, δίνοντάς της μεγαλύτερη ορμή (και νομιμοποίηση). Σε ένα ιστορικά πολωτικό πολιτικό σύστημα, η αντιπολίτευση υποστηρίζει καιροσκοπικά τους διαμαρτυρομένους. Η κυβέρνηση διστάζει: το πολιτικό κόστος διαχείρισης της αλλαγής αυξάνεται σημαντικά. Η κατάληξη; Πίσω στην πεπατημένη. Ακινησία.
Αυτή είναι η βαθιά δομή της αδράνειας που χρονίως καθηλώνει τη χώρα. Για αυτό οι μείζονες αλλαγές έρχονται εξωγενώς –π.χ. ύστερα από καταστροφές ή κρίσεις που θέτουν τη χώρα υπό εξευτελιστική κηδεμονία. Πώς ανατρέπεται η βαθιά δομή της αδράνειας;
Η δημαγωγία είναι ο καρκίνος της δημοκρατίας. Οσο η κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα θεωρεί ότι ο ρόλος της ηγεσίας εξαντλείται στο να είναι απλά ο αγωγός των ανεπεξέργαστων λαϊκών αισθημάτων τόσο το εθνικό συμφέρον θα ζημιώνεται, εφόσον η δημόσια πολιτική ασκείται χωρίς τη στοχαστική – στρατηγική κρίση των ταγών της.
Η έγνοια του «δήμου» είναι η βραχυχρόνια ευημερία. Η μέριμνα του πολιτικού ηγέτη είναι το μακροχρόνιο κοινό καλό. Λόγω θέσεως, ο πολίτης δεν βλέπει τη συνολική εικόνα, ούτε σκέπτεται στρατηγικά –προκρίνει τις πιεστικές ανάγκες του βιωμένου παρόντος έναντι των αφηρημένων επιταγών του αβέβαιου μέλλοντος. Αυτή είναι η ευθύνη της ηγεσίας –να μεταβολίσει ορθολογικά τα λαϊκά αισθήματα με γνώμονα τα μακροχρόνιο κοινό καλό.

Ο ηγέτης είναι… ηγέτης;

Σε ομιλία του στους εκλογείς του Μπρίστολ το 1774, ο πολιτικός και στοχαστής Εντμουντ Μπερκ περιέγραψε τον ρόλο του βουλευτή ως εξής. Ο εκπρόσωπος του λαού οφείλει σίγουρα να σέβεται τις επιθυμίες και τη γνώμη των εκλογέων του, είπε. Ωστόσο, «δεν πρέπει να θυσιάσει […] την αμερόληπτη γνώμη του, την ώριμη κρίση του, τη φωτισμένη συνείδησή του. […] Ο εκπρόσωπός σας σας οφείλει όχι μόνο τη σκληρή εργασία του, αλλά την κρίση του. Και αν θυσιάσει την κρίση του σας προδίδει, δεν σας υπηρετεί». Πιο απλά: ο πολιτικός ηγέτης υπηρετεί τη χώρα του όχι μιμούμενος τους εκλογείς, αλλά ασκώντας την ευθυκρισία του.
Οταν το κόμμα του, όπως και η συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης, ήθελε να καταργήσει τη μισητή εθνική ομάδα ράγκμπι επειδή συμβόλιζε το απαρτχάιντ, ο πρόεδρος Μαντέλα αρνήθηκε. «Με εκλέξατε ηγέτη σας. Επιτρέψετε μου να ηγηθώ» τους είπε. Ο λαός υπάκουσε –το ηθικό κύρος του Μαντέλα ήταν τεράστιο. Η Νότια Αφρική ωφελήθηκε. Ο φαύλος κύκλος του μίσους άρχισε να εξασθενεί. Ο «φρόνιμος» ηγέτης ακούει, επεξεργάζεται και μεταποιεί ορθολογικά τα λαϊκά αισθήματα χάριν του κοινού καλού, δεν τα αναπαράγει.
Ο Θουκυδίδης το γνώριζε καλά. Αναφερόμενος στον Περικλή, γράφει: «επειδή υπήρξε […] αδωροδόκητος, κρατούσε τον λαό με τρόπο ελεύθερο και δεν παρασυρόταν από αυτόν, αλλά μάλλον τον καθοδηγούσε, γιατί δεν επεδίωκε με αθέμιτα μέσα ν’ αποκτήσει δύναμη και δεν έλεγε κάτι για να θωπεύσει τον δήμο, αλλά στηριγμένος στο προσωπικό του κύρος αποτολμούσε και αντιλογία προς αυτόν, έστω και μέχρι να τον εξοργίσει».
Υπάρχει πολιτικός ηγέτης στην Ελλάδα σήμερα με τέτοιο ανάστημα, κύρος και αυτοπεποίθηση ώστε να τολμήσει «αντιλογία» στον «δήμο»; Υπάρχει πολιτικός που θα πει ότι η στάση που συνοψίζεται στο σύνθημα «Η Μακεδονία είναι Ελλάδα» είναι ανορθολογική και καλλιεργεί εθνικά επιζήμιες φαντασιώσεις;
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ