Η διαδικασία επίλυσης του χρονίζοντος ζητήματος της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας/πΓΔΜ ξεκίνησε στην τρέχουσα φάση της με σχετικά καλούς οιωνούς. Παρά ταύτα, φθάσαμε στα μαζικά συλλαλητήρια εναντίον της λύσης σε μια επικίνδυνη επανάληψη του παρελθόντος. Και σε πιθανό αδιέξοδο, με αποτέλεσμα να μη λυθεί ένα θέμα που ταλαιπωρεί εδώ και πάνω από είκοσι πέντε χρόνια την Ελλάδα με ζημιογόνους συνέπειες. Το ερώτημα είναι: Γιατί;
Κατά την άποψή μου, φθάσαμε εδώ γιατί πέρα από τις διγλωσσίες (άλλα να λέει π.χ. ο Αλ. Τσίπρας και άλλα ο Π. Καμμένος) κ.λπ. η κυβέρνηση (ΥΠΕΞ κ.ά.) διέπραξε πρωτίστως ένα καίριο λάθος που ποτέ δεν θα πρέπει να διαπράττεται σε μια σοβαρή διαπραγμάτευση: πολιτικοποίησε εντελώς άκαιρα τη διαπραγματευτική διαδικασία για αλλότριους πολιτικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα να πυροδοτήσει την υφέρπουσα δυναμική ενάντια σε μια συμβιβαστική λύση, δυναμική που μάλλον είναι δύσκολο τώρα να μαζευτεί.
Η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να κρατηθεί σε διπλωματικό – τεχνοκρατικό επίπεδο και μόνο όταν θα είχε ωριμάσει επαρκώς με κατ’ αρχήν συμφωνία ή ουσιαστική σύγκλιση απόψεων για λύση να ακολουθήσει η αναπόφευκτη πολιτικοποίηση. Είναι εξόχως διδακτική από την άποψη αυτή η διαδικασία υιοθέτησης της Συνθήκης της Λισαβόνας. Η τελευταία είναι σχεδόν copy paste του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, το οποίο όμως απέτυχε ακριβώς γιατί η διαδικασία υιοθέτησής του είχε πολιτικοποιηθεί άστοχα. (Μεταξύ άλλων, ο γάλλος πρόεδρος Ζ. Σιράκ ήθελε να καταγράψει μια προσωπική επιτυχία) Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας «πέρασε στη ζούλα». Ισως, αλλά πάντως πέρασε…
Στη περίπτωση του Μακεδονικού θα έπρεπε το ζήτημα να αφεθεί στη διπλωματική διαδικασία χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις για επικείμενη λύση, μυστικές συναντήσεις και άλλα παρεμφερή. (Ακόμη και η πολυδιαφημισμένη συνάντηση Τσίπρα – Ζάεφ στο Νταβός δεν οδήγησε σε κάποιο ουσιαστικό άνοιγμα/breakthrough, όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες συναντήσεις κορυφής) Ελπίζω στο Μακεδονικό να μην επαναληφθεί το κακό προηγούμενο με το Κυπριακό.
Αλλά όσο κι αν έχουν δυσκολέψει τα πράγματα, το Μακεδονικό θα πρέπει να επιλυθεί στη βάση της σύνθετης ονομασίας για κάθε χρήση. Γιατί, αντίθετα με τα όσα λέγονται, η Ελλάδα είχε τεράστιο κόστος από τη μη επίλυση του ζητήματος σε διεθνή αξιοπιστία (η γειτονική χώρα αναγνωρίστηκε με νέτο σκέτο το όνομα «Μακεδονία» από 140 χώρες), σε υπονόμευση του ρόλου της στα Βαλκάνια και ΕΕ, σε κατασπατάληση πολύτιμου διπλωματικού κεφαλαίου κ.λπ. Ενώ μπορεί να αντιμετωπίσει ακόμη οξύτερα προβλήματα αστάθειας στη περιοχή κ.λπ. εάν λόγω της μη επίλυσης του προβλήματος η γειτονική χώρα αποκλειστεί από την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Οσοι αντιδρούν στη λύση της σύνθετης ονομασίας θα πρέπει να κατανοήσουν ότι πιθανόν (ή μάλλον βέβαιον) να χάσουν συνολικά τα πάντα, καθώς η χώρα θα συνεχίσει να αποκαλείται διεθνώς με το όνομα «Μακεδονία», είτε αρέσει είτε όχι. Και υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα να παρακαμφθεί η δυνατότητα μας για άσκηση βέτο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η Ενδιάμεση Συμφωνία και η σχετική καταδικαστική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου (2011) παρέχουν έδαφος για κάτι τέτοιο .
Παράλληλα καλό είναι να έχουμε υπ’ όψιν:

1. Η Ελλάδα δέχθηκε de facto τη λέξη «Μακεδονία» στο όνομα της γειτονικής μας χώρας από το 1993, με την ένταξή της στον ΟΗΕ ως πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ – Former Yungoslav Republic of Macedonia – FYROM). Εκτοτε και για είκοσι πέντε χρόνια περίπου συναλλάσσεται με τη χώρα αυτή με την εν λόγω ονομασία, δηλαδή με το Μακεδονία στο όνομά της. Προφανώς αυτό δεν μας ενοχλεί. Αρα η άκαμπτη θέση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών του Απριλίου 1992 έχει από πολλού εγκαταλειφθεί.

2. Η Ελλάδα άρχισε σοβαρές διαπραγματεύσεις για την επίλυση του ζητήματος –μετά την εντελώς άστοχη απόρριψη των προτάσεων του «πακέτου Πινέιρο» τον Μάιο του 1992. Τον Αύγουστο του 2001, μετά τη σύναψη της Συμφωνίας της Οχρίδας, η κυβέρνηση Κ. Σημίτη επιχείρησε να λύσει το θέμα στη βάση μια σύνθετης ονομασίας (Ανω Μακεδονία), αλλά η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς οδήγησε σε αποτυχία την προσπάθεια. Αρα τότε άλλαξε και τυπικά η άκαμπτη ελληνική προσέγγιση (με κυβέρνηση Κ. Σημίτη), αλλαγή που ολοκληρώθηκε το 2008 στο Βουκουρέστι (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό κ.λπ.), αν και σήμερα η τοποθέτηση του Βουκουρεστίου φαίνεται να αμφισβητείται από τουλάχιστον έναν από τους πρωταγωνιστές της εποχής (Κ. Καραμανλής).

3. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός είναι μια επιλογή, αλλά προτιμότερο θα ήταν να αποφευχθεί υπέρ του χρονικού / θεματικού προσδιορισμού (Νέα Μακεδονία.). Οπου υπάρχουν γεωγραφικοί προσδιορισμοί (Βόρεια / Νότια Κορέα, Βόρεια Ιρλανδία κ.λπ.) υπονοείται διηρημένη χώρα και δημιουργείται δυναμική ενοποίησης (παρά ταύτα, εάν ο συμβιβασμός μπορεί να επιτευχθεί πάνω σε γεωγραφικό προσδιορισμό, καλοδεχούμενος).

4. Αυτό που έχει σημασία είναι να υπάρξει ένα συνολικό πακέτο διευθέτησης όλων των πτυχών του ζητήματος στη λογική του «πακέτου Πινέιρο». Θα ήταν λάθος να υπάρξει μόνο λύση για το όνομα και όλα τα υπόλοιπα να αφεθούν για αργότερα. Θα διαιώνιζε μάλλον το πρόβλημα. Και με όλα τα «υπόλοιπα» θα πρέπει να εννοήσουμε τα πραγματικά προβλήματα και όχι αυτά που ανάγονται στη σφαίρα της μεταφυσικής και ακουμπούν σε θέματα ταυτότητας κ.λπ. Να σημειώσουμε ότι το «πακέτο Πινέιρο» προέβλεπε τη σύναψη συνθήκης μεταξύ των δύο χωρών «για την επιβεβαίωση των συνόρων» και την αποστολή επιστολής από την κυβέρνηση των Σκοπίων για θέματα σχετιζόμενα με μειονοτικά ζητήματα κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα θα πρέπει να λυθεί τώρα. Η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει αυτό που της αναλογεί για τον σκοπό αυτόν. Τα περίφημα «animal spirits» του J.M. Keynes δεν θα πρέπει να αφεθούν να επιβάλουν τη λογική τους. Και δυστυχώς η ΝΔ φαίνεται ότι υπέκυψε στα πλέον ακραία «πνεύματα» του χώρου της τασσόμενη ενάντια στη λύση τώρα…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ