Η διατήρηση του σημερινού status quo στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και στο ύψος του κατώτατου μισθού και η ενεργή συμμετοχή των ιδιωτικών ασφαλιστικών συστημάτων στον δεύτερο και στον τρίτο πυλώνα του ασφαλιστικού μας συστήματος αποτελούν τις βασικές δεσμεύσεις που καλείται να αναλάβει η χώρα για τη μεταμνημονιακή εποχή.
Η κυβέρνηση θα κληθεί να συζητήσει με τους δανειστές ένα σχέδιο «στήριξης» της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη μέρα μετά τον Αύγουστο 2018 και την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου.
Παρά τις διαβεβαιώσεις της ελληνικής κυβέρνησης για «καθαρή έξοδο», οι Βρυξέλλες εκτιμούν ότι θα πρέπει να υπάρχουν δεσμεύσεις για ένα χρονικό διάστημα και για το οποίο η οικονομία θα παραμείνει σε «ένα είδος επιτήρησης». Και για τον λόγο αυτόν προετοιμάζουν το «σχέδιο της επόμενης ημέρας».
Ωστόσο, δύο από τις προϋποθέσεις που θέτουν οι δανειστές για τη μεταμνημονιακή εποχή έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις υποσχέσεις που συντηρεί στο εσωτερικό της χώρας η κυβέρνηση.
Συγκεκριμένα, υπουργοί της κυβέρνησης υπόσχονται ότι θα επαναφέρουν τις συλλογικές συμβάσεις στο καθεστώς προ του 2012, ενώ θα αυξήσουν τον κατώτατο μισθό με στόχο τα 751 ευρώ. Και οι δύο αυτές υποσχέσεις προσκρούουν στις διαθέσεις των δανειστών, οι οποίοι φοβούνται το ενδεχόμενο παροχολογίας και νέου εκτροχιασμού της οικονομίας.

Περιορισμός των συμβάσεων

Ετσι, θέτουν ως όρο «τη διατήρηση στη μεταμνημονιακή εποχή των κρισίμων μεταρρυθμίσεων που έγιναν και αφορούν τη φορολογική πολιτική, το συνταξιοδοτικό καθεστώς και την αγορά εργασίας» (έγγραφο του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ντέκλαν Κοστέλο).
Το άλλο σημείο που θέτουν οι θεσμοί αφορά το Ασφαλιστικό και την ενεργό συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη διάρθρωση των δύο βασικών πυλώνων (δεύτερου και τρίτου) του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος.
Δύο υπουργοί Εργασίας, η νυν και ο πρώην –η κυρία Εφη Αχτσιόγλου και ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος -, σε κάθε ευκαιρία δηλώνουν δημοσίως πως προτίθενται να επαναφέρουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και το status των συμβάσεων στην προτεραία κατάσταση από τον Αύγουστο του 2018 –όταν και ολοκληρώθηκε το τρίτο Μνημόνιο. Και αυτό παρά τις συνεχείς διαφοροποιήσεις αξιωματούχων των Βρυξελλών που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου νέας εκτροπής των δημοσιονομικών στόχων.
Μάλιστα, η κυρία Αχτσιόγλου μετά την «ξαναζεσταμένη προεκλογική υπόσχεση» για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα προαναγγέλλοντας αύξηση του κατώτατου μισθού εντός του 2018.
Οι υποσχέσεις αυτές είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να εφαρμοστούν, καθώς οι δανειστές θέτουν –ευθέως –ζήτημα διατήρησης των αλλαγών που έχουν επέλθει με την εφαρμογή των τριών μνημονίων, προκειμένου να παρέχουν την απαραίτητη «γραμμή στήριξης της οικονομίας» στη μεταμνημονιακή περίοδο.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι έωλες αυτές υποσχέσεις έχουν ξαναδιατυπωθεί από τη σημερινή κυβέρνηση, τόσο πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 όσο και μετά από αυτές.

Το νομοσχέδιο Σκουρλέτη για τον κατώτατο

Τότε μάλιστα έλαβαν και τη μορφή νομοσχεδίου –με την υπογραφή του τότε υπουργού κ. Π. Σκουρλέτη –το οποίο επανέφερε τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, αλλά τελικώς δεν ήλθε ποτέ στη Βουλή για ψήφιση. Ηταν η περίοδος της «περίφημης επτάμηνης διαπραγμάτευσης» με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι αντιδρούν σε οποιαδήποτε ανατροπή των μεταρρυθμίσεων, ενώ η κυβέρνηση –εν όψει μάλιστα και των εκλογών –επιθυμεί να επαναφέρει σε ισχύ ορισμένες διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων, έτσι ώστε να εμφανιστεί ότι επαναφέρει το Εργατικό Δίκαιο στην προ των μνημονίων περίοδο.
Επίσης, το ΔΝΤ έχει λάβει επισήμως αρνητική θέση, επιδιώκοντας την απομάκρυνση του ενδεχομένου επαναφοράς της δυνατότητας του υπουργείου Εργασίας να επεκτείνει σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου ή επαγγέλματος μια συλλογική σύμβαση. Ούτε και την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ