Πεντιγκρή. Μυθιστορηματική αφήγηση των νεανικών χρόνων
Εισαγωγή Luc Sante, Μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδόσεις Αγρα, 2017
σελ. 674, τιμή 22,90 ευρώ
Αυστριακός συγγραφέας μού έλεγε πέρυσι πως η κατάκοιτη μητέρα του περιστοιχιζόταν από 100 τόμους μυθιστορημάτων που τα είχε γράψει ένας και μόνον συγγραφέας: ο Ζορζ Σιμενόν. Και μια μέρα που παρακολουθούσαν στην τηλεόραση μαζί τον Ποδηλατικό Γύρο της Γαλλίας αναγνώριζε σε κάθε κατάστημα, δημόσιο κτίριο, ξενοδοχείο ή δρόμο και μια σκηνή από ένα μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν: εδώ ήπιε τον καφέ του ο δολοφόνος, από αυτόν τον δρόμο πέρασε το θύμα την τάδε ώρα και την τάδε χρονιά, όπως περιγράφεται στο δείνα μυθιστόρημα, κ.τ.λ. Εντυπωσιακή μνήμη. Αλλά και ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακή απόδειξη της απόλυτης ακρίβειας και της περιγραφικής δύναμης ενός συγγραφέα που το έργο του περιλαμβάνει σχεδόν 500 τόμους.
Αυτή την απόλυτη περιγραφική ακρίβεια θα βρει ο αναγνώστης και στο ογκώδες αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Πεντιγκρή του Σιμενόν που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Αγρα. Οποιος έχει επισκεφθεί τη Λιέγη, τη γενέθλια πόλη του, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματος, θα τη δει να ζωντανεύει καθώς θα διαβάζει αυτό το θαυμάσιο βιβλίο –και ας πέρασαν πάνω από 70 χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε.
Δεν είναι το μόνο αυτοβιογραφικό του έργο, είναι όμως το πιο χαρακτηριστικό και φιλόδοξο. Οχι μόνο γιατί συνδυάζει αριστοτεχνικά «τη μνήμη και τη φαντασία», όπως γράφει στον εξαίρετο πρόλογό του ο βέλγος συγγραφέας και κριτικός Luc Sante, αλλά και επειδή, όπως λέει ο ίδιος ο Σιμενόν, στον δικό του πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του 1957, εδώ «όλα είναι αλήθεια χωρίς τίποτα να είναι ακριβές». Πρόκειται για φράση ελαφρώς παραπλανητική, αν σκεφθεί κανείς πως ακόμα και κάποια από τα ονόματα των χαρακτήρων που παρελαύνουν είναι πραγματικά. Γι’ αυτό και η «αλήθεια», όπως την εννοεί ο Σιμενόν, είναι υποκειμενική, πρόκειται δηλαδή για τη δική του αλήθεια, που ορίζει και το περιεχόμενο της ζωής του.
Ο Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη, από την οποία έφυγε στη Γαλλία το 1922. Θέλησε να γράψει την αυτοβιογραφία του προκειμένου να αφήσει ένα τεκμήριο της ζωής του στον μικρό του γιο –και αυτό εξαιτίας ενός λάθους. Το 1941, λόγω λανθασμένης διάγνωσης, ένας γιατρός προέβλεψε ότι θα ζούσε μόνο δύο χρόνια –όσα ακριβώς του χρειάστηκαν για να γράψει το μυθιστόρημά του. Αυτό ήταν τουλάχιστον ασυνήθιστο για έναν συγγραφέα σαν τον Σιμενόν, ο οποίος έγραφε το κάθε του μυθιστόρημα μέσα σε δύο εβδομάδες. Αλλά τα πράγματα ως φαίνεται λειτουργούν διαφορετικά όταν κάποιος φιλοδοξεί να αυτοβιογραφηθεί μέσω της μυθοπλασίας. Και κυρίως: να γράψει ένα βιβλίο όπως αυτό, στο οποίο δεν έχουμε καταιγιστική δράση, η πλοκή παρουσιάζεται στοιχειώδης και ό,τι κυριαρχεί είναι η απίστευτα γοητευτική ατμόσφαιρα, όπου βυθίζεται ο αναγνώστης από τις πρώτες σελίδες.
Μια μικροαστική οικογένεια
Το μυθιστόρημα αρχίζει το 1903 στη Λιέγη, τη χρονιά που γεννιέται ο Σιμενόν, και τελειώνει το 1918. Εχουμε μια τυπικά μικροαστική βελγική οικογένεια. Τον πατέρα Ντεζιρέ, έναν άνθρωπο χωρίς στόχους και φιλοδοξίες, ο οποίος απολαμβάνει τις μικρές στιγμές της καθημερινότητας (έχει το ίδιο όνομα με τον πατέρα του Σιμενόν), τη μητέρα Ελίζ, φιλόδοξη αλλά κυριαρχημένη από το βαθύτατο σύμπλεγμα της αποτυχίας, και τον Ροζέ, το alter ego του συγγραφέα, που ο ρόλος του στις πρώτες διακόσιες σελίδες είναι μικρότερος από όσο θα περίμενε κανείς σε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα –για να αναδειχθεί αργότερα, όταν αρχίζει να συνειδητοποιεί σιγά-σιγά ποιος είναι και να μαθαίνει τη ζωή έξω από το οικογενειακό περιβάλλον και την ασφυκτική πίεση της τυραννικής μητέρας του, η οποία στο πρόσωπό του προβάλλει τους στόχους που δεν πέτυχε στη δική της ζωή.
Ο τρόπος που περιγράφει την Ελίζ ο Σιμενόν είναι σχεδόν εκδικητικός, αν τον συγκρίνει καινείς με την εξάρτηση του Ροζέ απ’ αυτήν αλλά και τις μικρές του «επαναστάσεις» σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που αποκτά σε μια επαρχιακή πόλη αλλάζοντας ρόλους και με ολοφάνερη την επιθυμία της φυγής.
Μολονότι αυτό είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας (μιας σάγκας, θα λέγαμε) που σκόπευε να γράψει ο Σιμενόν, το βιβλίο έχει την αυτονομία του. Οπως λέει ο ίδιος, είχε αρχίσει να το γράφει ως αυτοβιογραφία, αλλά ο Ζιντ, στον οποίο απέστειλε τις πρώτες εκατό σελίδες, του συνέστησε να μεταμορφώσει το κείμενο σε μυθιστόρημα. Ο Σιμενόν δεν ήθελε να εκληφθεί ως αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα και επιπλέον θεωρούσε πως είναι ένα είδος νησίδας μέσα στο συνολικό του έργο –όμως σε πολλές περιπτώσεις τις προθέσεις και τις δηλώσεις των συγγραφέων τις διαψεύδει το έργο.
Γοητευτικό μωσαϊκό αναμνήσεων
Οι εξοικειωμένοι με το έργο του Σιμενόν θα δουν πολλές προβολές των χαρακτήρων του Πεντιγκρή στα άλλα του βιβλία. Με τη διαφορά πως εδώ η ποικιλία των αποχρώσεων είναι τέτοια που χρωματίζει την αφήγηση με άλλον τρόπο – εννοώ πως δίνει στον χώρο, στους ανθρώπους και στα πράγματα μια διάσταση που τα ξεπερνά. Και βέβαια το φάσμα των χαρακτήρων είναι πολύ μεγαλύτερο – όχι τόσο εξαιτίας του όγκου του μυθιστορήματος όσο γιατί ο κόσμος της μνήμης που ανακαλεί ο συγγραφέας και το μέγεθος των αναπαραστάσεων, αντλημένων από τα βαθύτερα στρώματα της εσωτερικής ζωής (σε συνδυασμό όμως πάντοτε με τον πραγματικό κόσμο), καλύπτουν ένα πεδίο πολύ ευρύτερο. Οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας συνθέτουν ένα εκτενές μωσαϊκό, κι αυτές – σε συνδυασμό με τους θαυμάσιους διαλόγους – κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με την έννοια αυτή το Πεντιγκρή εξηγεί το υπόλοιπο έργο του Σιμενόν και θεωρώ βέβαιο πως οι πολυπληθείς έλληνες αναγνώστες του συγγραφέα θα το αγαπήσουν όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του.
Για χρόνια ο Σιμενόν δεν απασχολούσε την κριτική, που τον θεωρούσε έναν γραφομανή ο οποίος ήταν απλώς εξαιρετικά δημοφιλής αλλά το έργο του δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της «σοβαρής» πεζογραφίας. Τα πράγματα άλλαξαν – και ευτυχώς – τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ο Σιμενόν ανήκει στους συγγραφείς πρώτης γραμμής του 20ού αιώνα. Και το Πεντιγκρή στα σημαντικότερα βιβλία του. Το μετέφρασε άψογα η Αργυρώ Μακάρωφ, όπως άλλωστε και πολλά άλλα βιβλία αυτού του ιδιοφυούς συγγραφέα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ