Ενα μεγάλο τραπέζι και δέκα άτομα γύρω από αυτό. Κάποιοι γνωρίζονται μεταξύ τους, ορισμένοι άλλοι δεν έχουν συναντηθεί ποτέ. Τους συνδέει ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει πια και –ποιος το ξέρει; –μπορεί και ποτέ να μην υπήρξε. Ο Ρομπ, με όνομα – φόρο τιμής στον Ρομπέρτο Τσούκο (ο αντιήρωας στο ομώνυμο έργο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές) που έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία του, είναι ένας κατά συρροήν δολοφόνος και ενδεχομένως ένας επαναστάτης, ένας μεσσίας, σίγουρα ένας αρχηγός, ο οποίος ζωντανεύει μέσα από τις μονολογικές αφηγήσεις όσων σχετίστηκαν μαζί του με έμμεσο ή άμεσο τρόπο. Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα γιατί το γεγονός ότι συγγραφέας του κειμένου, που έχει ανέβει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, είναι ο Ευθύμης Φιλίππου αποτελεί από μόνο του ένα πολύτιμο εχέγγυο και προϊδεάζει για μια θεατρική πράξη η οποία δεν θα περάσει απαρατήρητη. Τουλάχιστον. Με πολύ φρέσκια τη βράβευσή του στις Κάννες, μαζί με τον σταθερό συνεργάτη του Γιώργο Λάνθιμο, για το σενάριο της ταινίας «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού», ο Φιλίππου επανέρχεται μετά τα θεατρικά «Αίματα» και «Διάφορες επιλογές Πέτρος» να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Καραντζά, έναν νεαρό σκηνοθέτη με στέρεη προσωπική γλώσσα, σε μια συνεργασία που μοιάζει σαν προδιαγεγραμμένη από καιρό.
«Ο καθένας από τους χαρακτήρες δίνει τη δική του εκδοχή για τη ζωή και τη δράση του Ρομπ. Ανάλογα με την προσωπική του ανάγκη, μπορεί να τον αναγάγει σε ήρωα, να τον σηκώσει ψηλά, αλλά και να τον πατήσει κάτω. Ο καθένας φιλτράρει τον Ρομπ μέσα από τη δική του οπτική και τελικά είναι σαν να μη μιλάει για το ίδιο πρόσωπο με τους άλλους» εξηγεί η Εύη Σαουλίδου, μία εκ των δέκα εξαιρετικών ηθοποιών που έχουν κληθεί να συστήσουν στον κόσμο αυτόν τον αμφιλεγόμενο ήρωα.
Η πωλήτρια που θέλεις να ξεχάσεις
Η Εύη Σαουλίδου, φέρ’ ειπείν, είναι «η εκνευριστική υπάλληλος» της υπόθεσης, «από αυτές που, όταν πηγαίνεις σε ένα κατάστημα να πάρεις ένα ρούχο, σε ρωτάει συχνά «χρειάζεστε βοήθεια;»» όπως εξηγεί η ίδια. Η ύπαρξη και η δράση του Ρομπ έχει φτάσει έως αυτή μέσα από το φαινόμενο της πεταλούδας, καθώς είναι η μόνη που δεν τον έχει γνωρίσει. Είναι το θύμα των περιστάσεων, η παράπλευρη απώλεια της δράσης ανθρώπων που έχουν αντιδράσει με οπαδικά χαρακτηριστικά, στα όρια του cult following, στο φαινόμενο «Ρομπ». Δεν θα αποκαλύψουμε την τιμωρία που θα της επιβληθεί για να αποφύγουμε ανώφελα spoilers, όμως η αφορμή φέρει την αναγνωρίσιμη υπογραφή του Ευθύμη Φιλίππου στην ούγια της: Η «εκνευριστική υπάλληλος» έχει πουλήσει ένα ζευγάρι πολύ άσχημα γυαλιά, έχοντας πλήρη επίγνωση της κακής αισθητικής τους, σε έναν ηλικιωμένο άνδρα που είναι ο πατέρας τού μελλοντικού τιμωρού της.
Οπως περιγράφει σχετικά η βραβευμένη ηθοποιός, η ηρωίδα της «προσπαθεί να κάνει τα πάντα σωστά και πρώτα απ’ όλα τη δουλειά της, ενώ είναι ικανή να φτάσει σε ακραία σημεία για να είναι συνεπής στο επάγγελμά της. Και ενώ είναι τόσο υπεύθυνη, υφίσταται μια σκληρή τιμωρία χωρίς να μπορεί να καταλάβει το πώς και το γιατί. Είναι θύμα, όμως όταν ξεσπά και βγάζει όσα έχει μέσα της, γίνεται εξίσου βίαιη, αν όχι περισσότερο, με εκείνους που δεν έχουν τη δική της συγκρότηση. Είναι ένας τρόπος για να δούμε από πόσα πολλά πράγματα προσπαθούμε να κρατηθούμε αλλά και να ξεφύγουμε ταυτόχρονα, τόσο ως κοινωνία όσο και ως άνθρωποι. Δεν μπορούμε χωρίς όρια, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον πειρασμό να τα υπερβούμε».
Η Σαουλίδου είναι η μόνη από τους δέκα πρωταγωνιστές της παράστασης η οποία έχει συνεργαστεί ξανά και με τον Καραντζά και με τον Φιλίππου. Με τον μεν στα «Τέφρα και σκιά» και «Δωδέκατη νύχτα», με τον δε στα «Αίματα» και στις «Απολογίες», και τα δύο σε σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη, για τη Στέγη και για το Φεστιβάλ Αθηνών αντίστοιχα. Οπως εξηγεί, «υπάρχει η αίσθηση ότι στο σινεμά ο ηθοποιός κρύβει πράγματα και ότι στο θέατρο τα φωτίζει. Ο Ευθύμης γράφει για πρόσωπα τα οποία μιλάνε και αποκαλύπτουν κάτι το οποίο ενδεχομένως είναι διαφορετικό από αυτό που θα θέλουν να δείξουν. Νομίζω εκεί έρχεται ο Δημήτρης να φωτίσει αυτό που οι ηθοποιοί προσπαθούν να κρύψουν».
Η Εύη Σαουλίδου απορρίπτει χωρίς δεύτερη κουβέντα τους χαρακτηρισμούς που συχνά – πυκνά συνοδεύουν το έργο των δύο δημιουργών: «εγκεφαλικότητα» και «συναισθηματική αποστασιοποίηση». «Για μένα, για κανέναν από τους δύο δεν ισχύει αυτό. Η γραφή του Ευθύμη έχει μια ελαφράδα και μια αθωότητα, όμως από κάτω υπάρχει ένα τεράστιο βάθος. Θυμίζει τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια ενός παιδιού που μπορεί να σε σοκάρει με την αδιαμεσολάβητη ευθύτητά του. Αυτό εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται ψυχρό, αλλά επί της ουσίας εμπεριέχει έναν ολόκληρο κόσμο. Είναι τόσο φυσικό όταν βλέπεις να το εκφράζει ένα παιδί ή ακόμη και ένας ενήλικος, να υποστηρίζει, για παράδειγμα, με νύχια και με δόντια κάτι που μπορεί να σου φαίνεται αστείο, αλλά γι’ αυτόν να είναι πάρα πολύ σοβαρό, ωστόσο είναι δύσκολο να αναπαρασταθεί επί σκηνής. Εχει όμως πολύ ενδιαφέρον να αποπειραθείς να το κάνεις. Ο Δημήτρης αντιλαμβάνεται το χιούμορ του Ευθύμη, πιστεύω ότι και ο ίδιος έχει πολύ χιούμορ και βάθος ως άνθρωπος, και αυτό τον βοηθάει να προσεγγίσει το κείμενο, να συρράψει τους μονολόγους και τους κενούς χρόνους μαζί με την πολύτιμη βοήθεια του Τάσου Καραχάλιου, ο οποίος επιμελείται την κίνηση, και να αναδείξει την ευαισθησία και την αθωότητα που εμπεριέχει».
Η weird µητέρα
«Τι θα πει «αποστασιοποίηση»; Τι θα πει «εγκεφαλικότητα»;» εκφράζει ρητά τις δικές της αντιρρήσεις και η Μαρία Σκουλά –ή, αλλιώς, η «μητέρα του Ρομπ». «Δεν γίνεται τίποτα χωρίς συναίσθημα. Αισθανόμαστε πάντα, ακόμη και όταν κάνουμε μαθηματικές πράξεις. Εγκεφαλικό θεωρούμε κάτι που είναι πιο απόμακρο; Δεν λέω, έχει αλλάξει η σχέση μας με τη γλώσσα, με το πώς λέμε τα κείμενα. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με το θέατρο, αλλά με την ίδια τη ζωή. Μιλάμε πάρα πολύ, κουβεντιάζουμε πάρα πολύ, αλλά φοβόμαστε να αγγίξουμε τον άλλο, να τον πλησιάσουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αισθανόμαστε. Συναίσθημα υπάρχει, όπως υπάρχει και σώμα. Σε αυτό το έργο ο καθένας είναι μόνος και φαινομενικά ακίνητος. Το να απλώσεις όμως ένα χέρι ή να γυρίσεις ένα κεφάλι είναι η απόλυτη κίνηση. Το σώμα που είναι ακίνητο δεν σημαίνει ότι δεν έχει υπόσταση, ότι δεν σκέφτεται. Ο Δημήτρης Καραντζάς δεν είναι εγκεφαλικός, είναι ένας σκηνοθέτης που ξέρει πολύ καλά τι θέλει. Εχει μια ισχυρή ματιά, ικανή να διαχειριστεί ένα κείμενο με μεγάλη δύναμη, το οποίο προσωπικά, όταν το διάβαζα, δεν μπορούσα να το σταματήσω. Το τελείωσα με μια ανάσα και ένιωσα το σώμα μου να μουδιάζει. Δεν μπορούσα να καταλάβω πού ακριβώς με «χτύπησε». Είναι ένα κείμενο που ξεκλειδώνει πόρτες, ανοίγει δωμάτια που μένουν κλειστά και φέρνει στην επιφάνεια συναισθήματα που μένουν καταχωνιασμένα. Πηγαίνει σε μια πιο βαθιά περιοχή που, λόγω του πολιτισμού και των επιβεβλημένων κανόνων, την έχουμε καταπνίξει».
Διότι η Σκουλά, ως μητέρα του Ρομπ, θα γευθεί από το βλαστάρι της την ειδεχθέστερη πίκρα, αλλά σε αντίθεση με τον πατέρα του και σύζυγό της θα τοποθετηθεί εκδικητικά απέναντί του και θα ευχηθεί να μπορούσε να γίνει μια σύγχρονη Μήδεια. Είναι μια επιλογή που συνήθως δεν αποδίδουμε σε μια μάνα, ακριβώς όπως συμβαίνει και με τη στάση της Νικόλ Κίντμαν στην ταινία «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού». Ποια μάνα θα προέτρεπε τον σύζυγό της να σκοτώσει κάποιο από τα παιδιά της και όχι την ίδια; «Η μητέρα του ρόλου μου είναι σίγουρα διαφορετική από αυτό που φανταζόμαστε ότι είναι μια γυναίκα με παιδί, απ’ ό,τι είμαι εγώ σίγουρα στη ζωή μου. Η ωμή εκδίκηση ως επιλογή προκαλείται από την ενεργοποίηση μιας ψυχικής ποιότητας που συνήθως μια μάνα δεν φέρει ή, τουλάχιστον, έτσι πιστεύουμε».
Η Σκουλά παρομοιάζει τον Ρομπ με έναν θρησκευτικό ηγέτη, έναν Ιησού, και τα δέκα πρόσωπα που σκιαγραφούν το προφίλ του σαν τους μαθητές του. «Καθένας γράφει τη δική του ευαγγελική περικοπή, αλλά ενώ μιλούν γι’ αυτόν στην ουσία μιλούν για τον εαυτό τους. Αυτό συμβαίνει με τις ιστορίες. Οταν επιλέγουμε να αφηγηθούμε μια ιστορία, πάντα μιλάμε για τον εαυτό μας στην ουσία. Ακόμη και όταν μιλάμε για μέρη όπου έχουμε βρεθεί όλοι κάποτε, για παραλίες ή για έναν κήπο με δέντρα, ο καθένας το κάνει με τον δικό του τρόπο φτιάχνοντας μια διαφορετική αφήγηση από τα ίδια υλικά. Προσωπικά, συγκινούμαι πολύ με αυτό το κομμάτι που μας πηγαίνει πίσω στο έργο, στο παρελθόν, και ξυπνάει μνήμες από τα χρόνια της παιδικής ηλικίας. Το ξέρεις ότι η βουτιά γίνεται εκεί όπου τα αγκίστρια είναι τόσο πολύ πιασμένα, ώστε, όσο και να θέλεις να πηγαίνεις μπροστά, πάντα κάτι θα σε τραβάει προς τα εκεί, προς τα πίσω».
Το κορίτσι που λατρεύει
Η θρησκευτική υφή στο μπλεγμένο κουβάρι της ιστορίας του Ρομπ εκφράζεται ίσως με τον πιο εύγλωττο τρόπο στην περίπτωση της Αγγελικής Παπούλια, «του κοριτσιού που αγαπάει τον Ρομπ». «Είναι μια γυναίκα που ένιωθε αγάπη και πίστη προς το πρόσωπό του με μια ένταση και μια ποιότητα που είναι ό,τι πιο κοντινό στη θρησκευτική πίστη, κατά τη γνώμη μου. Λάτρευε αυτόν τον άνθρωπο και το μυθικό κομμάτι του και αυτό που την έφερνε τελικά τόσο κοντά του ήταν αυτή η ανάγκη για μια σταθερή προσήλωση σε κάτι. Πλέον έχει αποκηρύξει αυτήν την παλιά πίστη και έχει ενδώσει σε μια νέα. Είναι παντρεμένη, έχει τέσσερα παιδιά και είναι ολοκληρωτικά δοσμένη στην οικογένειά της. Είναι μια διχοτομημένη προσωπικότητα και πίσω από τα δύο της πρόσωπα διακρίνω έντονα την ανάγκη ενός προσώπου να ανήκει. Μια ανάγκη να ακολουθεί κάτι και να είναι πολύ συνεπής σε αυτήν την επιλογή της».
Η Αγγελική Παπούλια είναι βεβαίως παλιά γνώριμη του Ευθύμη Φιλίππου και θα παραδεχτεί ότι αισθάνεται μια οικειότητα με το κείμενο λόγω των χρόνων της γνωριμίας και των συνεργασιών τους στις ταινίες του Λάνθιμου. Ωστόσο δεν έχουν βρεθεί μαζί ξανά στο θέατρο: «Κάθε φορά το κείμενο του Ευθύμη με εκπλήσσει. Συμπυκνώνει πολλές ποιότητες, είτε γράφει για το θέατρο είτε για τον κινηματογράφο. Παρουσιάζει τα πράγματα ταυτόχρονα αστεία και τραγικά, και συναισθηματικά και πάρα πολύ σκληρά. Αυτό μου φαίνεται πολύ ωραίο αν και είναι δύσκολο πολλές φορές να το ερμηνεύσεις. Με τον Δημήτρη προσπαθούμε να ξεδιπλώσουμε όλες τις λεπτομέρειες του κειμένου, να εισέλθουμε σε κάθε ανάγλυφη λεπτομέρεια της αφήγησης που αναδεικνύει τη συνολική εικόνα, ώστε να προκύψει όλο αυτό το σύμπαν που αναμειγνύει ρεαλιστικά και σουρεαλιστικά στοιχεία».
Σημειωτέον, αυτή δεν είναι μόνο η πρώτη σύμπραξή της με τον Καραντζά, αλλά στην ουσία η πρώτη φορά που συνεργάζεται με κάποιον σκηνοθέτη μετά το 2011, χρονιά όπου πρωταγωνίστησε στον «Πλατόνοφ» του Γιώργου Λάνθιμου στο Εθνικό Θέατρο. Η συμμετοχή της και η επιτυχημένη πορεία της θεατρικής ομάδας blitz στην Ελλάδα και στο εξωτερικό απορροφά όλη την ενέργειά της και, όπως λέει, είναι δύσκολο να βρεθεί χρόνος για να ανταποκριθεί σε κάποια από τις προτάσεις που δέχεται: «Από τη μια είχα συνηθίσει να έχω μια πιο συνολική ευθύνη, να συμμετέχω σε όλη τη δημιουργική διαδικασία, γιατί είναι αυτό που θέλω να κάνω βασικά με τη δουλειά μου. Η συμμετοχή μου στο «Ρομπ» είναι ένα ευχάριστο και πολύ πιο ξεκούραστο διάλειμμα. Μου φαίνεται περίεργο, αλλά μου αρέσει πολύ». l
«Ρομπ/Rob»: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (Λεωφ. Συγγρού 107), Κεντρική Σκηνή, έως τις 28 Ιανουαρίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ