Κομπιάζει. Πολύ. Σε σημείο να μην μπορείς πάντα να τον «ακολουθήσεις» εύκολα. Και έχει και αυτή την έντονη λονδρέζικη προφορά (Νιου Κρος, Νοτιοανατολικό Λονδίνο), με τις λέξεις που κόβονται στη μέση, που αν δεν είσαι και τόσο εξοικειωμένος μαζί της μπορεί να σου προκαλέσει σύγχυση.
Είναι όμως πάντα ωραίο να βλέπεις από κοντά, σε απόσταση αναπνοής, τον Γκάρι Ολντμαν. Και αυτή η συνάντηση στο ξενοδοχείο «Claridge’s» του Λονδίνου, όπου πριν από σχεδόν έναν μήνα είχα την τύχη να τον δω με αφορμή την πρόσφατη ταινία του «Η πιο σκοτεινή ώρα», είναι η δεύτερη μετά τη Βενετία, το 2011, για την ταινία κατασκόπων «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι».
Οι πιο κρίσιμες στιγμές στην ιστορία της Βρετανίας τον 20ό αιώνα ήταν εκείνες στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ως πρωθυπουργός της χώρας (μισητός όσο και αγαπητός), θα έπρεπε να αποφασίσει εάν η Αγγλία θα παραδινόταν ή όχι στους Γερμανούς. Ο ίδιος βέβαια, όπως η ταινία καταδεικνύει, ήταν ήδη αποφασισμένος: παράδοση ποτέ και με τίποτε! Αλλους έπρεπε όμως να πείσει. Και αυτή την περίοδο εξετάζει η ταινία του Τζο Ράιτ.
Δύσκολα μπορείς να πιστέψεις ότι αυτός ο πολύ αδύνατος άνδρας, όχι ιδιαίτερα ψηλός και με πρόσωπο μάλλον συνηθισμένο (που το κάνουν ακόμη πιο κοινό κάτι τεράστια γυαλιά με πολύ χοντρό σκελετό), μεταμορφώθηκε τόσο πειστικά σε Ουίνστον Τσόρτσιλ. Οπως έγραφε προ ημερών ο βρετανικός «Guardian», είναι επίσης δύσκολο να πιστέψεις ακόμη και αυτήν την… ταξική υπέρβαση: o γιος του ηλεκτροσυγκολλητή από το Νοτιοανατολικό Λονδίνο φθάνει τελικά στον προθάλαμο των Οσκαρ ενσαρκώνοντας τον ηγέτη που μεγάλωσε στο ανάκτορο Μπλενχάιμ του Οξφορντσάιρ. Ούτε ο ίδιος φάνηκε να το πιστεύει –και αν δεν ήταν η επιμονή του Ράιτ, ίσως τελικά ο Ολντμαν να μην έπαιζε στην ταινία· είχε ήδη αρνηθεί τον ρόλο σε παλαιότερη πρόταση, διαφορετικού όμως σεναρίου.
Πολύ εύκολα μπορείς να αντιληφθείς ότι ακριβώς αυτή η μεταμόρφωση θα είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο όλα δείχνουν πως ο βρετανός ηθοποιός, λίγο πριν από τα 60, θα κερδίσει επιτέλους το Οσκαρ.
Θυμάστε τη στιγμή που πρωτοακούσατε για την πιθανότητα να υποδυθείτε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ σε αυτή την ταινία;
«Ναι, θυμάμαι. Βρισκόμουν εδώ, στο Λονδίνο, όρθιος σε ένα μπαλκόνι που κοίταζε την Ντάουνινγκ Στριτ. Ο Νταγκ (σ.σ. Ντάγκλας Ουρμπάνσκι, παραγωγός και μάνατζέρ του) μου είπε: «Τσόρτσιλ». Και γέεεεεελασα με την καρδιά μου! Σκέφτηκα, ξέρετε, αν είχε πει «Σταν Λόρελ» (σ.σ. ο αδύνατος του ντουέτου «Χονδρός – Λιγνός»), ναι, θα μπορούσα να το καταλάβω (μιμείται τον Λόρελ). Αλλά αυτόν τον θηριώδη άνδρα… Τι δώρο! Τι δώρο! Να έχεις την ευκαιρία να παίξεις αυτόν τον σπουδαίο άνδρα, που όρθιος σ’ εκείνη την αίθουσα είπε εκείνα τα λόγια. Στο τέλος της ημέρας, δεν θα μπορούσα να είχα σπαταλήσει την ευκαιρία και να μη βρεθώ όρθιος σαν τον Τσόρτσιλ εκεί αναφωνώντας: «Blood, toil, sweat and tears»» (σ.σ. η περίφημη ομιλία του Τσόρτσιλ στο βρετανικό Κοινοβούλιο όταν είπε ότι το μόνο που είχε να προσφέρει στους συμπατριώτες του ήταν αίμα, μόχθο, ιδρώτα και δάκρυα).
Ηταν εύκολη η απόφαση να δεχτείτε τον ρόλο; «Οχι βέβαια! (δείχνει τον εαυτό του). Θέλετε κι άλλα; Δεν είμαι ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτεται κάποιος για τον Τσόρτσιλ. Αλλά όχι μόνον αυτό. Στην πάροδο των χρόνων τον έχουν υποδυθεί σπουδαίοι, μέγιστοι ηθοποιοί, οπότε μπαίνεις στα παπούτσια όχι μόνο του Τσόρτσιλ, αλλά και του Ρόμπερτ Χάρντι, του Αλμπερτ Φίνεϊ… Το έχω ζήσει αυτό, ξέρετε. Είχα το φάντασμα του Αλεκ Γκίνες να «σκοτώσω» όταν έπαιξα τον Τζορτζ Σμάιλι στην ταινία «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» (σ.σ. ο κατάσκοπος-ήρωας των μυθιστορημάτων του Τζον Λε Καρέ αποδόθηκε υπέροχα από τον Γκίνες στην κλασική σειρά του ΒΒC «Tinker Tailor Soldier Spy», το 1979). Yπάρχουν ηθοποιοί που καταχωρίζονται για πάντα στο μυαλό του κοινού για μερικά πράγματα που έχουν κάνει. Τελικά, άπαξ και αποφασίσεις να το κάνεις, μία είναι η πιο σωστή μέθοδος που πρέπει να ακολουθήσεις: προσπαθείς να βάλεις στην άκρη όλον τον θόρυβο γύρω από τον χαρακτήρα που παίζεις –τον θρύλο του, όλα αυτά –και να μείνεις στον άνθρωπο. Ποιος ήταν ο άνθρωπος; Πιστεύω ότι είδα κάποια στοιχεία στον Τσόρτσιλ που δεν νομίζω ότι έχουν παρουσιαστεί μέχρι σήμερα».
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που σας πρότειναν τον ρόλο του Τσόρτσιλ, σωστά; «Ναι, αυτή ήταν η δεύτερη. Η πρώτη ήταν πολύ παλιότερα. Δεν ξέρω… Για κάποιους λόγους, όταν μου έγινε η πρώτη πρόταση, δεν ένιωθα και τόσο έτοιμος. Ξέρεις, είναι δύσκολο να κοιτάς στον καθρέφτη και κάποιος να σου λέει «Τσόρτσιλ». Αν κάποιος μου έλεγε «Τσάμπερλεϊν» θα έλεγα: «Ναι, θα μπορούσα να χάσω μερικά κιλά γι’ αυτόν τον ρόλο, να αφήσω ένα μεγάλο μουστάκι». Αλλά ο Τσόρτσιλ; Και έτσι είπα όχι. Τώρα όμως, σε αυτήν την ταινία, είπαν επίσης «σκηνοθεσία Τζο Ράιτ». Κι εγώ είπα «αυτό έχει περισσότερο ενδιαφέρον». Ναι, έτσι είπα. Αλλά ήταν και το σενάριο. Το άλλο ήταν λίγο πιο σκοτεινό από αυτό της «Σκοτεινής ώρας». Δεν αξιοποιούσε το χιούμορ που ο άνθρωπος, προφανώς, διέθετε. Σπουδαίο χιούμορ και τεράστια ευφυΐα».
Οι περισσότεροι ανδρικοί ρόλοι σε ταινίες του Χόλιγουντ απαιτούν από τους ηθοποιούς να φτιάξουν το σώμα τους, να γίνουν fit, όλο μυς και καθόλου λίπος. Εδώ συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Πήρατε κιλά, παίζετε με λιγότερα μαλλιά, πίνατε όλη μέρα. Περιγράψτε λίγο το ταξίδι αυτής της σωματικής μεταμόρφωσης. «Εμ… Εμ… Ηταν αυτός εδώ ο κύριος, ο κύριος Τζο Ράιτ, που τα άρχισε όλα. Θέλω να πω, δεν… δεν έχω τίποτε από τον Τσόρτσιλ. Απολύτως τίποτε. Δεν τον θυμίζω καθόλου. Θα πρέπει λοιπόν να έχει να κάνει με την τεράστια εμπιστοσύνη του Τζο Ράιτ σε μένα. Θέλω να πω, ο Τζο ήταν τελικά που με έπεισε να το κάνω. Είχαμε ένα επιτελείο ανθρώπων που σχεδίασαν την εμφάνισή μου, όμως ακόμη και αυτοί τόνισαν από την αρχή ότι θα ήταν κάτι πολύ περίπλοκο, τεράστια πρόκληση, τρομακτικά δύσκολο. Επομένως, κατά μία έννοια, μπήκαμε σε αυτή τη δουλειά με τυφλή πίστη. Στο κάτω-κάτω, τι στο διάολο υπήρχε πιθανότητα να είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί; Θα μπορούσα να είμαι fucking απαίσιος και η ζωή μου, παρ’ όλ’ αυτά, θα συνεχιζόταν κανονικά. Δεν θα με εκτελούσαν, ξέρετε».
Υπήρξε κάποια ιδιαίτερη μέθοδος για να πάρετε κιλά; «Οχι, μόνο η φυσική. Ετρωγα διαρκώς αηδίες (χρησιμοποίησε τη λέξη «shit»). Πριν αρχίσουν τα γυρίσματα και ενώ εκτυλίσσονταν. Ετσι γίνεται συνήθως με όλους. Η πλάκα είναι ότι με όλα αυτά τα φαγητά γύρω σου, σε κάθε ταινία, έχεις πάντα την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να τσιμπήσεις κάτι μικρό και ότι δεν θα φανεί. Δυστυχώς, είναι όντως ψευδαίσθηση (γελά). Το μακιγιάζ, πάντως, χρειάστηκε να περάσουν έξι μήνες μέχρι να τελειοποιηθεί. Το καλό ήταν ότι κατά τη διάρκεια αυτών των έξι μηνών εξασκήθηκα στον ρόλο μέσα από τις πρόβες, με αποτέλεσμα να είμαι παντελώς έτοιμος όταν τα γυρίσματα άρχισαν. Θα έλεγα ότι ήμουν έτοιμος και από πιο πριν. Να φανταστείτε, στις πρόβες δεν έκανα πια εξάσκηση στον χαρακτήρα, αλλά συμμετείχα με όλους στην εξερεύνηση της δυναμικής που είχε χωριστά η κάθε σκηνή του έργου».
Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σας απασχόλησε σε σχέση με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ; «Το πρώτο πράγμα που συζητήσαμε με τον Τζο Ράιτ ήταν η αναπνοή του Τσόρτσιλ. Επειδή κάπνιζε πολλά πούρα και έπινε συνέχεια, η αναπνοή του έπρεπε να είναι πολύ συγκεκριμένη. Αργότερα συζητήσαμε το περπάτημά του. Ο Τσόρτσιλ περπατούσε με μια συγκεκριμένη ενέργεια, έναν ασυγκράτητο δυναμισμό, σαν να είχε πάντα κάτι στο μυαλό του· και νομίζω ότι πάντα είχε κάτι. Πριν από τα γυρίσματα, επειδή δουλεύαμε σε άλλα σχέδια, έστελνα στον Τζο ηχητικά μηνύματα για να καταλάβει πώς προχωρούσα το θέμα της ομιλίας. Το κτίσιμο του Τσόρτσιλ έγινε με αργό τρόπο και νομίζω το αποτέλεσμα είναι καλό. Οταν εργάζομαι λατρεύω να είμαι ντετέκτιβ, να ψάχνω, να ερευνώ, να βρίσκω βιογραφικά στοιχεία που δεν γνωρίζω. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι ντετέκτιβ».
Υπήρξε κάτι που βρήκατε στον Τσόρτσιλ και δεν είχατε σκεφτεί ως τότε για τον άνθρωπο; «Δεν είχα συνειδητοποιήσει το στρες, το απίστευτο στρες κάτω από το οποίο έπρεπε να διοικήσει μια ολόκληρη χώρα. Πρώτον, ολόκληρος ο στρατός του ήταν εγκλωβισμένος σε μια γωνία της Ευρώπης με τη μεγάλη πιθανότητα να εξολοθρευτεί πλήρως. Δεύτερον, ελλόχευε ο κίνδυνος εισβολής από τη Γερμανία. Τρίτον, έπρεπε να διαχειριστεί ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Και, τέταρτον, έπρεπε να αντιμετωπίσει αντιπάλους μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Μπορείτε να φανταστείτε την πνευματική ενέργεια –για να μην αναφερθώ στη σωματική, γιατί ήταν και μεγάλος άνθρωπος –που χρειαζόταν; Ηταν πραγματικά μια περίπτωση ανθρώπου».
Βρήκατε στοιχεία κοινού ανθρώπου στον Τσόρτσιλ; «Δύσκολα μπορείς να το αρθρώσεις… (κομπιάζει και πάλι, πολύ). Αναζητείς μια αίσθηση, όχι κάτι το εγκεφαλικό. Μικρές λεπτομέρειες, αυτό αναζητείς. Θυμάμαι μια σκηνή όπου ο Τσόρτσιλ μιλάει στη Βουλή και ξαφνικά στεγνώνει ο λαιμός του, δακρύζουν τα μάτια του, αλλάζει χρώμα. Και πίνει μια γουλιά από ένα ποτήρι νερό. Και λέει: «Να κάτι που δεν κάνω συχνά», εννοώντας ότι δεν πίνει συχνά νερό. Αυτά τα πράγματα εννοώ. Πρέπει να παίρνεις αυτά που διαβάζεις στο σενάριο, να παίρνεις από αυτά που βλέπεις μπροστά σου ή και να τα μαγειρεύεις με τη φαντασία σου. Να τα κάνεις δικά σου. Και ξέρετε κάτι; Τέτοιες λεπτομέρειες μπορούν να πουν περισσότερα απ’ ό,τι 50 σελίδες μιας πολιτικής βιογραφίας».
Μετά την ταινία, έμεινε κάτι από τον Τσόρτσιλ μέσα σας; «Η δηλητηρίαση της νικοτίνης».
Καπνίζετε πούρα; «Οχι».
Πιστεύετε ότι χρειαζόμαστε ένα πρόσωπο όπως ο Ουίνστον Τσόρτσιλ σήμερα; «Το φιλμ δεν είναι διδακτικό, ο Τζο Ράιτ δεν είχε στο μυαλό του μια ταινία εθνικιστική. Επομένως, αυτήν την ερώτηση μόνο το κοινό μπορεί να την απαντήσει. Η αντίσταση, παρ’ όλ’ αυτά, είναι πάντα απαραίτητη και αντίσταση, εν προκειμένω, είναι η γλώσσα. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα για να διαμορφώσει και να ορίσει τον ρου της Ιστορίας. Και το τέλειο παράδειγμα είναι, νομίζω, ο Τσόρτσιλ».
Βρισκόμαστε σε μια εποχή που πολλοί νέοι άνθρωποι δεν είναι συνδεδεμένοι με την πρόσφατη Ιστορία και το τι συνέβη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι όπως οι μεγαλύτεροι τουλάχιστον. Πιστεύετε ότι ο ρόλος του κινηματογράφου είναι σημαντικός σε αυτό το ζήτημα; «Ηταν πολύ συναρπαστικό όταν πριν από λίγο καιρό δείξαμε την ταινία στο Παρίσι. Περίπου το 70% του κοινού ήταν άνθρωποι, θα έλεγα, κάτω των 35. Εξίσου εντυπωσιακό ήταν όταν δείξαμε την ταινία εδώ, στην Αγγλία, καθώς επίσης και στην Αμερική. Τους Αμερικανούς ίσως να μπορείς να τους το συγχωρήσεις που δεν ξέρουν τι ακριβώς συνέβη στην Ευρώπη σε εκείνο το χρονικό πλαίσιο. Ελα όμως που δεν το γνώριζαν ούτε στην Αγγλία! Αλλά από την άλλη πλευρά υπήρξαν πράγματα που ούτε εγώ ο ίδιος γνώριζα, ώσπου διάβασα το σενάριο. Θεέ μου, είπα, φτάσαμε τόσο κοντά στην παράδοση; Ή σε μια «συμφωνία ειρήνης» όπως την αποκαλούσαν για να χρυσώσουν το χάπι. Δεν τους άρεσε η λέξη «παράδοση», όμως αυτό ήταν. Δεν γνώριζα λεπτομέρειες. Ηξερα κάτι από την Ιστορία σαφώς, από τους γονείς και τους παππούδες μου –ο πατέρας μου ήταν στο Βασιλικό Ναυτικό -, μπορούσα λοιπόν να καταλάβω την εποχή. Ομως με ακρίβεια δεν ήξερα. Επομένως βρίσκω όμορφο που η ταινία είναι διασκεδαστική, είναι ψυχαγωγία αλλά συγχρόνως για τα νεότερα παιδιά μπορεί να λειτουργήσει και ως μάθημα Ιστορίας».
Στη δεκαετία του 1990 υποδυθήκατε μπόλικους «κακούς» στον κινηματογράφο. Πώς αισθάνεστε τώρα που όλα δείχνουν ότι θα διακριθείτε παίζοντας έναν ήρωα, και δη τον Ουίνστον Τσόρτσιλ; «Το να παίξω τον ήρωα ή τον «κακό» σε μια ταινία ήταν πάντα μια συνειδητή απόφαση. Ομως δεν βλέπω τον Σιντ Βίσιους σαν έναν κακό τύπο. Επαιξα βέβαια μερικούς γκάνγκστερ και διεφθαρμένους αστυνομικούς για ένα διάστημα, οπότε, ναι, παραδέχομαι ότι τυποποιήθηκα. Είχε καταντήσει αστείο. «Χρειαζόμαστε κάποιον για τον ρόλο του κακού. Φέρτε τον Γκάρι να κάνει τα δικά του» (γέλια). Κανείς δεν με ήθελε να παίξω το «σκιάχτρο». Οπότε κάποια στιγμή ο Νταγκ Ουρμπάνσκι σκέφτηκε να με προτείνει στον Κρις Νόλαν για τον ρόλο τού (σ.σ. καλοπροαίρετου, ήσυχου) αστυνομικού Τζέιμς Γκόρντον στις ταινίες «Μπάτμαν». Ο Κρίστοφερ Νόλαν συμφώνησε και εγώ τότε είπα: «Τέλος με τους ρόλους των κακών». Αργότερα έμαθα ότι ο Νόλαν, ούτως ή άλλως, φλέρταρε με την ιδέα να παίξω εγώ τον Γκόρντον. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα είχα αναμειχθεί στις ταινίες «Μπάτμαν». Είχα φτάσει σε ένα σημείο… (σ.σ. δεν ολοκληρώνει την πρόταση, αλλά με την έκφρασή του είναι σαν να λέει ότι δεν άντεχε άλλο τους ρόλους που τον είχαν τυποποιήσει). Αλλά και πάλι, στη δουλειά που κάνω, τίποτε δεν σχεδιάζεται εκ των προτέρων. Περιμένεις να δεις τι θα σου φέρει το ταχυδρομείο».
Πώς επιλέγετε τους ρόλους σας; «Πολύ συχνά οι «κακοί» ήταν οι μόνοι ρόλοι που μου έστελναν (γέλια). Αυτό είναι που πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει. Δεν σου προσφέρουν τα πάντα που υπάρχουν γύρω σου. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να είχα σκηνοθετήσει τη δική μου ταινία, το «Nil by Mouth» χωρίς τον (γάλλο σκηνοθέτη) Λικ Μπεσόν. Χτύπησα κάθε πόρτα στην Αγγλία, κανείς δεν ήθελε να τη χρηματοδοτήσει. Την αποκαλούσαν αυτοκτονία καριέρας. Και ήταν ο Μπεσόν,με τον οποίο είχα ήδη κάνει το «Λεόν», που είπε: «Ασφαλώς και θα κάνω την ταινία του Γκάρι». Να φανταστείτε, κάναμε τη συμφωνία σε μια χαρτοπετσέτα ενώ τρώγαμε! Σε μια χαρτοπετσέτα! Το διανοείστε; Και φυσικά, όταν ύστερα από λίγο καιρό μού ήρθε το σενάριο του «Πέμπτου στοιχείου» του Λικ, ήξερα ακριβώς τι επρόκειτο να κάνω. Είχε έρθει η ώρα να ανταποδώσω τη χάρη. Ετσι γίνονται αυτά τα πράγματα».
Πολλοί θεωρούν σίγουρο το Οσκαρ εφέτος για τον ρόλο του Τσόρτσιλ. «Αυτό δεν το ξέρω. Κανείς δεν το ξέρει ακόμη. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι ως ηθοποιός, παίζοντας τον Ουίνστον Τσόρτσιλ σε αυτήν την ταινία, είχα ΤΗΝ πιο ανταποδοτική εμπειρία της ζωής μου. Ηταν ένα όνειρο που υλοποιήθηκε. Και αυτό μου αρκεί. Αυτό είναι το μεγαλύτερο βραβείο». l
Η ταινία «Η πιο σκοτεινή ώρα» προβάλλεται στις αίθουσες από την UIP, την οποία ευχαριστούμε για αυτή τη συνέντευξη.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ