Είναι αλήθεια ότι ετοιμάζεστε να επιστρέψετε στην τηλεόραση; «Ναι. Κατέθεσα την πρότασή µου στη δηµόσια τηλεόραση και αναµένω απάντηση. Μου φαίνεται τραγικό ότι σχεδόν 10 χρόνια δεν έχει επενδύσει σε µια ελληνική σειρά. Δυστυχώς, οι εκάστοτε κυβερνώντες, χωρίς εξαιρέσεις, την ταυτίζουν µόνο µε την ειδησεογραφία, µε τα θυµωµένα talk shows. Δηµόσια τηλεόραση όµως σηµαίνει και ψυχαγωγία, και µια σειρά µυθοπλασίας έχει πολύπλοκες επιδράσεις: η ελληνική γλώσσα, η ελληνική άποψη, το συναίσθηµα, όλα αποτυπώνονται σε ένα σίριαλ».

Προτείνατε όμως τους «Ακύμαντους» (εκδ. Λιβάνη), ένα κυρίως πολιτικό μυθιστόρημα του Νίκου Σκορίνη, ο οποίος αποτελεί και ένα δυναμικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ… «Το «προξενιό» έγινε από τον εκδότη Ηλία Λιβάνη. Διάβασα το βιβλίο, µε ενδιέφερε, είχε ζωντανό υλικό για την Ελλάδα τού σήµερα, χωρίς πολιτικό-κοµµατικό πρόσηµο, γιατί τα τελευταία χρόνια στις σειρές βλέπουµε µια Ελλάδα-καρικατούρα. Πρόκειται για ένα πολιτικό, αστυνοµικό, ερωτικό µυθιστόρηµα που αφορά την καθηµερινότητά µας τα τελευταία χρόνια: από τους Ολυµπιακούς Αγώνες µέχρι το Καστελόριζο».

Το χαμηλό budget ή η έλλειψη δημιουργικότητας οδηγούν στη δημιουργία αδιάφορων σειρών τα τελευταία χρόνια; «Η οικονοµική κρίση είναι απότοκη της πολιτιστικής. Βιώσαµε τη διάλυση των κοινωνικών ιστών. Δεν φταίει ο χαµηλός προϋπολογισµός για ένα ανόητο σενάριο. Γιατί και «Oι τρεις Χάριτες» και «Oι Απαράδεκτοι» σε ένα στούντιο γυρίστηκαν, αλλά ήταν αριστουργήµατα».

Οι σειρές σας, που σημείωναν πάντοτε ρεκόρ τηλεθέασης, έθιγαν θέματα-ταμπού… «Ναι. Οταν γύριζα τη σειρά «Η αγάπη ήρθε από µακριά» για τον έρωτα ενός αλβανού µετανάστη και µιας Ελληνίδας, θυµάµαι την κουβέντα µιας φίλης που µε συγκινεί ακόµη: «Κατάλαβα ότι ο άνθρωπος που µου σκάβει τον κήπο έχει µάνα, γυναίκα, παιδιά, ερωµένη. Πριν νόµιζα ότι ήταν εργαλείο» µου είπε».

Αντιδράσεις συναντήσατε; «Ναι, όταν όµως ξεκινούσε η προβολή των επεισοδίων όλα εξοµαλύνονταν. Και είχαµε να κάνουµε µε µειονότητες. Στους «Ψίθυρους καρδιάς» µε Ροµά, στο «Mη µου λες αντίο» µε µουσουλµάνους της Δυτικής Θράκης. Οι κοινότητες µάς αντιµετώπιζαν αρχικά µε δυσπιστία. Και δικαίως. Είχαν κακοπάθει οι άνθρωποι».

Επειτα; «Τα καταφέρναµε. Η κοινωνία µάς αγκάλιαζε. Θυµάµαι ένα καταπληκτικό επεισόδιο στους «Ψίθυρους καρδιάς». Κάναµε γυρίσµατα για το γλέντι του γάµου, µια Δευτέρα βράδυ. Από τις 7 έχει νυχτώσει λοιπόν, έχουµε στρώσει τα τραπέζια, η ορχήστρα έχει στηθεί και έχει έρθει όλος ο οικισµός Ανω Λιοσίων για να συµµετάσχει. Κατά τις 9.30 ξαφνικά φεύγουν. «Πού πάτε;» τους λέω. Εφυγαν για να παρακολουθήσουν το επεισόδιο της σειράς που προβαλλόταν το ίδιο βράδυ στις 10. Και αφού το είδαν, ξαναγύρισαν».

Ο Γιάννης Σμαραγδής άνοιξε πρόσφατα μια κουβέντα για τους κριτικούς κινηματογράφου, μιλώντας ακόμα και για μηνύσεις εναντίον τους… «Σωστά άνοιξε την κουβέντα. Γιατί υπάρχουν κάποιοι κριτικοί που γνωρίζουν σινεµά και άλλοι που δεν γράφουν κριτική αλλά λίβελους. Δεν κρίνουν ένα έργο, τα προσωπικά τους απωθηµένα βγάζουν. Για την τελευταία µου ταινία, το «Oυζερί Τσιτσάνης», διάβασα και εγώ απίθανα πράγµατα. Ενας τύπος έφθασε στο σηµείο να γράψει ότι η ταινία προσβάλλει την εβραϊκή κοινότητα… Μια ταινία που έχει κάνει µεγάλη καριέρα σε όλα τα εβραϊκά φεστιβάλ, που µέχρι και το Μουσείο του Ολοκαυτώµατος «Γιαντ Βασέµ» στο Ισραήλ τη ζήτησε για την ταινιοθήκη του. Αυτό αποτελεί τεράστια τιµή. Τι του απαντάς τώρα;».

Συνεχίζετε να ασχολείστε με τη γη ; «Ναι. Στο κτήµα είσαι εσύ και ο Θεός. Θα βρέξει; Θα χιονίσει; Θα ρίξει χαλάζι; Δεν µπορείς να επέµβεις. Απλά παρακολουθείς, συνειδητοποιώντας το πραγµατικό µέγεθός σου µέσα σε αυτόν τον κόσµο».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ