Οι αντιφάσεις στις προσωπικότητες των ανθρώπων είναι συνήθως αυτές που τις καθιστούν ενδιαφέρουσες. Και ο Βασίλης Στεφανάκος είχε αν μη τι άλλο μια ιδιότυπα «ενδιαφέρουσα» προσωπικότητα.
«Δεν ξενυχτάω»
Ο βασιλιάς της νύχτας –πάλαι ποτέ ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων, όπως τα «Νέα Δειλινά» και η «Νεράιδα» –διατεινόταν «δεν ξενυχτάω, γιατί είμαι πολύ ανταγωνιστικός για να χάνω τη μέρα». Ο κακοποιός που φοβέριζε κάποτε στον Κορυδαλλό τον Ακη Τσοχατζόπουλο «τι φωνάζεις, μωρή πατσαβούρα;» διατηρούσε blog, ενίοτε με χροιά προσωπικού ημερολογίου, στο οποίο αναρτούσε λογοτεχνικά διαμάντια όπως το ποίημα «Αν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και αποσπάσματα από την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, είχε αδυναμία στον Κώστα Βάρναλη, διάβαζε την «Πραγματεία περί ανοχής» του Βολταίρου και έντυνε το προφίλ του στο Facebook με ρήσεις του Φρειδερίκου Νίτσε («Οι συνέπειες των πράξεών μας μάς αρπάζουν από τον λαιμό. Τους είναι αδιάφορο αν στο μεταξύ έχουμε γίνει «καλύτεροι»»). Είναι τουλάχιστον μη σύνηθες για κάποιον που είχε περάσει από πέντε φυλακές της χώρας (Κορυδαλλό, Μαλανδρίνο, Λάρισα, Τρίκαλα, Δομοκό) και έφερε τον τίτλο του αρχηγού της ελληνικής μαφίας.
Ο τίτλος βεβαίως δεν του άρεσε, το δήλωνε ευθέως, θεωρούσε «υποτιμητική» μια τέτοια ταμπέλα. Ισως σε αυτό οφείλεται και η σχεδόν αγωνιώδης προσπάθειά του να προβάλλει τον πολιτικό του εαυτό, με τοποθετήσεις και σχόλια επί παντός, από την πολιτική του Αλέξη Τσίπρα ως την περσόνα του Ντόναλντ Τραμπ.
Ηταν προφανές ότι δεν ήθελε να τον θυμούνται ως βαρόνο του οργανωμένου εγκλήματος αλλά ως «αριστερό», γιο και εγγονό «εξορίστων στη Μακρόνησο» την περίοδο της χούντας, ως κάποιον «που ψήφιζε ΚΚΕ Εσωτερικού από το 1981» και «είχε περάσει από τα μαθητικά περίχωρα της ΚΝΕ, τη ΜΟΔΝΕ [Μαθητική Οργάνωση Δημοκρατικής Νεολαίας], αλλά του τη χάλαγε το συντεταγμένο»· ως κάποιον που θαύμαζε την ιδεολογική «συνέπεια» των «Πυρήνων της Φωτιάς» και του Χριστόδουλου Ξηρού, και επέλεγε να αποκαλεί τους χρυσαυγίτες «συνονθύλευμα φασιστών, ναζιστών, δειλών, ανεπαρκών ατόμων».
Ο 57χρονος Στεφανάκος είχε ορκισμένους εχθρούς, είχε όμως και φανατικούς φίλους. Διατηρούσε σχέσεις ζωής (είναι ενδεικτική η σχέση του με τον Βασίλη Καπερνάρο, εκ των συνηγόρων υπεράσπισής του και κουμπάρο στον γάμο του στις φυλακές Λάρισας το 2010), ορκιζόταν στο όνομα των δύο παιδιών του, από διαφορετικές συντρόφους, είχε «πιστούς». Σε κάθε περίπτωση, πληρούσε το προφίλ που είχε φιλοτεχνήσει για τους μαφιόζους πριν από λίγα χρόνια ο ιταλός καθηγητής Αντριάνο Σιμέντι, ως τους πλέον ευαίσθητους και στοργικούς οικογενειάρχες από όλους τους άλλους κακοποιούς, ως τους λιγότερο μακιαβελικούς, ναρκισσιστές, παρασιτικούς.
Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι εξάλλου γνωστό ότι «ο Βασίλης βοηθούσε κόσμο». Πώς γίνεται κάποιος που καταδικάζεται σε κάθειρξη 21 ετών για ηθική αυτουργία σε υπόθεση δολοφονίας να απλώνει το χέρι σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη; Μοιάζει με εξιλέωση απέναντι στο Κακό, με προσευχή ώστε να μη βρεθεί ποτέ σε προσωπική κόλαση.
Φαίνεται πάντως ότι ο ίδιος διέθετε, εκτός από την επιθυμία, και τη δυνατότητα να το κάνει. Στο παρελθόν είχε εμφανιστεί ενώπιον των ανακριτικών αρχών ως δεινός επιχειρηματίας, με κέρδη ύψους 15 εκατ. ευρώ τον χρόνο, αποδίδοντας την τότε πτώση του στις δικαστικές του περιπέτειες.
«Οχι μόνο βοηθούσε, αλλά μία φορά που σηκώθηκα να πω δημόσια για τη σημαντική ενίσχυση που είχε δώσει σε πασίγνωστη οργάνωση για παιδιά, με έκοψε, μου έκανε νόημα να καθίσω. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν θέλω να πω τίποτε παραπάνω αυτή την ώρα» εξηγεί ποινικολόγος. «Γνωρίζω πάντως ότι είχε βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη και για παιδιά συγκρατουμένων του, για σπουδές αλλά και προβλήματα υγείας».
«Η φυλακή είναι κρεατομηχανή»
Το κεφάλαιο «φυλακή» –μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του, καθώς πέρασε στα κελιά της εννέα ολόκληρα χρόνια, για να αποφυλακιστεί με τον νόμο Παρασκευόπουλου, τον Αύγουστο του 2016 –ο Στεφανάκος δεν δίσταζε κατά καιρούς να το θίγει ανοιχτά. Αλλοτε για να υποδηλώσει το σκληρό της πρόσωπο, «η φυλακή είναι μια κρεατομηχανή, κι αν αφήσεις τον εαυτό σου να γίνει φθηνό κρέας, ή θα σε κάνουν κιμά ή θα σε φάνε οι σκύλοι», και άλλοτε για να κάνει χιούμορ, αποκαλώντας τη Στ’ Πτέρυγα, των επωνύμων, «ΚΥΣΕΑ».
«Η είδηση για το γάζωμα του Στεφανάκου έκανε την Τετάρτη τον Κορυδαλλό να ξενυχτήσει» λέει πρόσωπο που είναι σε θέση να γνωρίζει. «Δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς, ο Παναγιώτης Βλαστός και άλλοι προσωπικοί του φίλοι είναι ακόμη εκεί…». Και είναι ίσως αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο –στη σκιά ενός άλλου κώδικα αξιών –ο Στεφανάκος περιέγραφε κάποτε τη φιλία του με τον διαβόητο κακοποιό: «Θα κατέβαινα σε πηγάδι, με σχοινί που κρατάει ο Βλαστός. Γιατί ό,τι και αν γινόταν, θα έμενε εκεί, να με τραβήξει πάνω».