«Ο Βασίλης Στεφανάκος ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν δολοφονική επίθεση εναντίον του. Ηξερε ότι ένας 45χρονος ποινικός, που ίσως ήταν κι αυτός που οργάνωσε τη δολοφονία του, τον είχε στοχεύσει από τις αρχές του 2017. Στον ίδιο ο Βασίλης Στεφανάκος είχε αποδώσει και τρεις-τέσσερις δολοφονίες φίλων του. Μερικές φορές σε μια κρίση απαισιοδοξίας έλεγε ότι «δεν θα ζήσω για πολύ». Ομως κάποιες άλλες δήλωνε ότι δεν θα τολμούσαν, λόγω του αντικρίσματός του στον κόσμο της νύχτας, να επιχειρήσουν να τον σκοτώσουν. Είχε αρνηθεί προτάσεις συμβιβασμού με τους αντιπάλους του, γιατί ίσως όλοι ήξεραν ότι αυτές δεν έχουν κανένα ουσιαστικό νόημα. Με το ζόρι είχε αγοράσει, μετά από συμβουλές μας, ένα αυτοκίνητο με θωράκιση στο σασί αλλά και στα τζάμια, το οποίο όμως το είχε αφήσει το τελευταίο δίμηνο με πρόβλημα στο εσωτερικό κλείδωμα. Κάτι που ίσως γνώριζαν και εκμεταλλεύτηκαν οι δολοφόνοι του. Ακόμη αρνούνταν να φορέσει αλεξίσφαιρο γιλέκο, όπως του είχαμε ζητήσει. Μας έλεγε διαρκώς ότι ήθελε να νιώθει ελεύθερος. Τους τελευταίους μήνες ήταν εξαιρετικά απρόσεκτος. Πήγαινε χωρίς σχεδόν κανέναν συνοδό από σχολικές γιορτές μέχρι σε νυχτερινά κέντρα με λαϊκή μουσική, προσπαθώντας να ξεχάσει ό,τι είχε σχέση με τις ποινικές εμπλοκές του. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν οι δουλειές με τα βυτιοφόρα, ενώ ήταν σε διαρκείς προστριβές με μια υπάλληλο εταιρείας πετρελαιοειδών για θέματα συναλλαγών. Το μοιραίο βράδυ είχε πει στον φρουρό του (σ.σ.: πρώην ποινικό που είχε αποφυλακιστεί πρόσφατα για απόπειρα δολοφονίας ενός 50χρονου, το 2010, στην Ηλεία) να φύγει με ένα άλλο αυτοκίνητο από τη μάντρα αυτοκινήτων και να πάει στο σπίτι του στο Χαϊδάρι και να φέρει μια μοτοσικλέτα. Μπήκε ξαφνικά μόνος στο αυτοκίνητο να φύγει και εκείνη την ώρα υπήρξε η επίθεση εναντίον του. Οι δράστες άνοιξαν ανενόχλητοι την πόρτα του αυτοκινήτου του…».
Σε αυτή την εκμυστήρευση προχώρησε μιλώντας προς «Το Βήμα της Κυριακής» ένας από τους ανθρώπους που γνώριζαν από κοντά τον 57χρονο βαρυποινίτη Βασίλη Στεφανάκο. Η δολοφονία του έρχεται 20 χρόνια από τη στιγμή που επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον της ΕΛ.ΑΣ. στο πρόσωπό του.

Οι υποψίες και η έρευνα

Είναι σχεδόν η 40ή, την τελευταία 30ετία, δολοφονία ανθρώπου της νύχτας, όπου το ποσοστό επιβίωσης ατόμων που κατηγορούνται για εμπλοκή σε «κυκλώματα προστασίας» φαίνεται να είναι μικρότερο του 20%. Με εξαιρετικά μικρό το ποσοστό εξιχνιάσεων των «συμβολαίων θανάτου» από την ΕΛ.ΑΣ.
Οι διωκτικές αρχές επιχειρούν να συγκεντρώσουν στοιχεία για τη δολοφονία από αυτόπτες μάρτυρες και υλικό καμερών, αλλά και από σαρώσεις κλήσεων κινητών τηλεφώνων. Οι ερευνητές της υπόθεσης διαθέτουν σειρά άτυπων αναφορών (χωρίς οποιοδήποτε επιβαρυντικό στοιχείο) για τον οργανωτή της δολοφονίας που είχε κατηγορηθεί για σειρά εγκληματικών ενεργειών και ο οποίος στις 3 Ιανουαρίου 2017 είχε γίνει στόχος αιματηρής επίθεσης με μαχαίρι στις φυλακές Κορυδαλλού από δύο αλβανούς κρατουμένους.
Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες ο εν λόγω ποινικός σε προσωπικές εκμυστηρεύσεις του απέδιδε τότε την επίθεση στον Βασίλη Στεφανάκο, με τον οποίο είχαν πολυετείς διενέξεις για τις «ζώνες επιρροής» των νονών της νύχτας και όχι μόνο. Ωστόσο στο δικαστήριο που έγινε προ μερικών ημερών μίλησε για μια «απλή παρεξήγηση».
Οι αλβανοί δράστες της επίθεσης εναντίον του έχουν κατηγορηθεί για τη δολοφονία προ τεσσάρων μηνών του ποινικολόγου Μιχάλη Ζαφειρόπουλου, ενώ υπάρχουν υπόνοιες ότι ένας εξ αυτών είχε επιτεθεί με αιχμηρό αντικείμενο κατά του ηγετικού μέλους του «Επαναστατικού Αγώνα» Νίκου Μαζιώτη, σε έναν συνδυασμό που θεωρείται «άξιος ιδιαίτερης προσοχής» από την ΕΛ.ΑΣ.
Ωστόσο σε μια συνέντευξή του, το 2015, ο ίδιος «ύποπτος» είχε αναφέρει σε σχέση με την εχθρότητά του με τον Βασίλη Στεφανάκο: «Στη Λάρισα ήμουν στην ίδια φυλακή, σε διαφορετική ακτίνα βέβαια, μαζί του, και βρισκόμασταν μέρα παρά μέρα. Και τότε τους ρώτησα «θέλετε να με σκοτώσετε;»και μου είπαν «όχι». Και με ρώτησε η πρόεδρος σε ένα δικαστήριο που είχα: «Και εσύ τους πίστεψες;». Και απάντησα καταφατικά. Γιατί ακόμη και τώρα, στον Κορυδαλλό που είμαι, συναντιόμαστε κάθε μέρα. Και αν ήταν κάτι τέτοιο να γίνει ή από τη μεριά μου ή από τη μεριά τους, θα ήταν πολύ εύκολο εδώ στη φυλακή».

Στο μικροσκόπιο οι κινήσεις του

Τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. επανεξετάζουν το σύνολο της επιχειρηματικής και ποινικής πορείας του 57χρονου που δήλωνε έμπορος αυτοκινήτων.
Ηταν το 1998 όταν φερόταν –σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ –να προχωρεί σε εκτεταμένο λαθρεμπόριο καυσίμων στην Ελευσίνα και στον Ασπρόπυργο, με τη βοήθεια «μπράβων» των δυτικών προαστίων (Λακιώτης, Γαβάκης, Χατζηδάκης κ.λπ. που έχουν δολοφονηθεί ή εξαφανιστεί) αλλά και και αξιωματικών του Λιμενικού όπως και της Αστυνομίας που προστάτευαν (ακόμα και με τις φωσφορίζουσες κορδέλες της ΕΛ.ΑΣ.) τις εκφορτώσεις λαθραίου πετρελαίου και άλλες παράνομες δραστηριότητες.
Κομβικό «σημείο» θεωρήθηκε από την ΕΛ.ΑΣ. η δολοφονία –το καλοκαίρι του 2000 στον Σχινιά –του 37χρονου αρχινονού τότε της νύχτας Θέμη Καλαποθαράκου. Ο 37χρονος θεωρούνταν από αστυνομικούς αρχηγός του τότε «συνδικάτου εκτελεστών», ενώ είχε δημιουργήσει και επαφές με σέρβους παραστρατιωτικούς στον πόλεμο της Βοσνίας. Αιτία της δολοφονίας του Καλαποθαράκου θεωρείται ότι ήταν η προγενέστερη εκ μέρους του δολοφονία του ιδιώτη Θέμη Παπαμάλη (επειδή είχε βάλει βόμβα στο τζιπ ενός dj) που είχε κι αυτός εκπαίδευση στο πολεμικό μέτωπο της Βοσνίας και θεωρούνταν ο «βομβιστής της νύχτας».
Η ΕΛ.ΑΣ. είχε επιχειρήσει, μέσω του «καινοφανούς» τότε DNA, να αποδώσει τη δολοφονία Καλαποθαράκου σε ανθρώπους του Στεφανάκου χωρίς επιβεβαίωση. Ακολούθησε σωρεία δικογραφιών σε βάρος του 57χρονου δολοφονηθέντα για εκβιάσεις (ο ίδιος αρνούνταν κατηγορηματικά τις κατηγορίες), για την πρώτη απόδραση το καλοκαίρι του 2006 των Βασίλη Παλαιοκώστα και Αλκέτ Ριζάι από τις φυλακές Κορυδαλλού, για την απαγωγή του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου (απαλλάχθηκε), για βομβιστικές επιθέσεις σε βάρος δικαστικών λειτουργών και ιδιωτών (χωρίς συνέχεια). Είχε κατηγορηθεί μέχρι και για βομβιστικές επιθέσεις με στόχο τη… βύθιση πλοίων αντιπάλων του στο εμπόριο καυσίμων, με την ΕΛ.ΑΣ. να προσπαθεί να αντλήσει κρίσιμες μαρτυρίες από γυναίκες που ανήκαν στο προσωπικό περιβάλλον του.

Φιλικές σχέσεις με 30-40 αστυνομικούς

Είχε καταδικαστεί σε πολυετή κάθειρξη για την οργάνωση της δολοφονίας τον Αύγουστο του 2006 στο Περιστέρι ενός 43χρονου ιδιώτη και ενός 36χρονου ανυποψίαστου φίλου του, την οποία ανέθεσε στον Αλβανό Αλκέτ Ριζάι. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές ο ίδιος είχε αναφέρει «ατύπως» σε αστυνομικούς την εμπλοκή του στην εν λόγω δολοφονία έχοντας ζητήσει σαν προϋπόθεση να μη διωχθεί για αυτήν. Μια συμφωνία που δεν φαίνεται ότι μπορούσαν να τηρήσουν δραστήριοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που βρέθηκαν στο «στόχαστρο» του έξαλλου, τότε, Βασίλη Στεφανάκου. Ωστόσο με τουλάχιστον 30-40 άλλους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ., σε όλες τις βαθμίδες, φέρεται να διατηρούσε φιλικές σχέσεις, δημιουργώντας κύκλο προστριβών και παρεξηγήσεων εντός ΕΛ.ΑΣ. Ακόμα και πρόσφατα φαίνεται να είχε επαφές με πρώην υψηλόβαθμο αξιωματικό των ΜΑΤ και αστυνομικό διευθυντή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ