Η ΣΚΗΝΗ πριν από εξήντα και πλέον χρόνια (26.7.1954) αν είχε αποτυπωθεί τηλεοπτικά (πόσω μάλλον κινηματογραφικά) θα ήταν ένα συγκλονιστικό δείγμα της γοητείας του Στίβου. Στο στάδιο του Βελιγραδίου οι τριεθνείς –τότε –Βαλκανικοί Αγώνες οδεύουν προς τη λήξη τους. Η σκυταλοδρομία –σύνηθες «κλου» της τελευταίας ημέρας –προβλεπόταν συναρπαστική για δύο λόγους. Αναμέτρηση των δύο καλύτερων «τετρακοσάρηδων», του Γιουγκοσλάβου Ζβόνκο Σταμπολόβιτες και του ημέτερου Βασίλη Σύλλη. Επιπρόσθετα θα κρινόταν και η λίαν τιμητική, για τα δεδομένα της εποχής, δεύτερη θέση της βαθμολογίας απέναντι στην ομάδα της Τουρκίας. Αργότερα αυτό το βαθμολογικό «παιχνίδι» θα είχε περισσότερους «παίκτες» με την επιστροφή στον θεσμό της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ αλλαγή σκυτάλης είναι κεραυνός για την ελληνική ομάδα. Η σκυτάλη πέφτει προς το χώμα, από το χέρι του τρίτου δρομέα. Ακύρωση; Ο τελευταίος και καλύτερος με την άκρη του ματιού βλέπει τη σκυτάλη και την αρπάζει στον αέρα… Ετσι το θρίλερ εξελίσσεται με κατακόρυφη αύξηση της αδρεναλίνης (κοινότοπη και δημοφιλής φράση αθλητικογραφίας), ο τούρκος δρομέας είναι κάπου επτά-οκτώ μέτρα μπρος και ο Σέρβος λίγο πίσω του. Τι σημασία όμως έχει για την ψυχή η λογική των αριθμών; Ο δρομέας-«θαυματοποιός», διασκελισμό με διασκελισμό, μειώνει τη διαφορά και λίγα μέτρα πριν το νήμα είναι πίσω από τον Σταμπολόβιτες. Και το θαύμα γίνεται «επάνω στο νήμα» με διαφορά στήθους από τον ανταγωνιστή του, αλλά σωριάζεται λιπόθυμος. Οι επευφημίες των σέρβων θεατών και των λιγοστών Ελλήνων έχουν τον ίδιο αποδέκτη. Και το όνομα αυτού Βασίλης Σύλλης.
ΕΝΑ πετράδι –ίσως το πιο λαμπερό –στο περιδέραιο Τιμής και Μνήμης σ’ έναν αθλητή που δικαιούται τον τίτλο του «ήρωα», γιατί ο Βασίλης Σύλλης ήταν αυθεντικά ηρωικός, μακριά από τους χρωματικούς οπαδισμούς, τον λιβανωτό της αποδοτικής δημοτικότητας, τα πριμ και τις αλλαγές φανέλας καθώς έμεινε πιστός στην ταπεινή αλλά δημιουργική ΑΕ Παγκρατίου από το 1949 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τα ρεκόρ στα 400 μ., τον κατά κανόνα συναρπαστικό δρόμο παρατεταμένης ταχύτητας, είχαν αφετηρία το 1952 με 49″2 μέχρι 47″7 του 1962. Διάδοχος του έτερου σπουδαίου αλλά ιδιόρρυθμου δρομέα Βασίλη Μαυροειδή και πρόδρομος του ανυπέρβλητου –κι αυτός σε ψυχικά αποθέματα –Σταύρου Τζιώρτζη (και όχι Τζωρτζή) που κατέρριψε του ρεκόρ του Σύλλη το 1970. Παρών ο Βασίλης Σύλλης στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης (1960) αλλά και προηγουμένως στο Ελσίνκι (1952), χρυσός βαλκανιονίκης έξι φορές και επτά πανελληνιονίκης και με άλλες λαμπρές επιδόσεις ως αγωνιστική και όψη πέραν της χρονομετρικής. Αλλωστε οι αριθμοί κουρνιάζουν στα χαρτιά αλλά ο αθλητής ως πραγματικός ήρωας (και όχι πλασματικός) άλλα μας διδάσκει…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ