Διαβάζω με φανατισμό τις λογοτεχνικές κριτικές, κυρίως αυτές που έχουν αφηγηματικότητα και στηρίζονται στη γλώσσα και στο επιχείρημα. Μου αρέσει το αγγλοσαξονικό μοντέλο κριτικής και ένας από τους ήρωές μου είναι ο Αλφρεντ Κάζιν. Δεν μου αρέσουν οι ισοπεδωτικές κριτικές. Τις βρίσκω εύκολες, εξυπνακίστικες και καμιά φορά χυδαίες. Είμαι οπαδός της αρχής της Ζακλίν Πιατιέ, της δημοσιογράφου που δημιούργησε το ένθετο για τα βιβλία της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, «η κριτική μας θα είναι από την πλευρά της υποδοχής και όχι από την πλευρά της άρνησης». Υιοθετήσαμε αυτή την αρχή από την πρώτη στιγμή του ενθέτου «Βιβλία», πριν από 21 χρόνια, και δεν μετα-νιώσαμε. Μόνο αυτή η κριτική λειτουργεί παιδαγωγικά και δημιουργεί αναγνώστες.
Διαβάζοντας το εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο «Σκέψεις για τον εικοστό αιώνα» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), όπου ο ιστορικός Τόνι Τζαντ συζητεί με τον συνάδελφό του Τίμοθι Σνάιντερ, βρήκα την «τεκμηρίωση» αυτής της θέσης. Ο Τόνι Τζαντ μιλάει στο βιβλίο αυτό και για την εμπειρία του ως κριτικού για λογαριασμό κυρίως αμερικανικών εντύπων. Δηλώνει μετανιωμένος για κάποια αρνητική κριτική που είχε γράψει. «Το να απορρίψεις τον Αλτουσέρ, να γελοιοποιήσεις τον Μάρτιν Εϊμις, να υποτιμήσεις τον Λισιέν Γκολντμάν είναι πανεύκολο» λέει ο Τζαντ, που έκανε αυτή τη συνομιλία με τον Σνάιντερ σαν ένα είδος διαθήκης, καθώς λίγο μετά πέθανε. Το ίδιο πανεύκολο είναι να αποθεώνεις κάποιον, να λες, ας πούμε, ότι ο Καμύ είναι μέγιστος συγγραφέας ή ο Πρίμο Λέβι είναι ο σημαντικότερος συγγραφέας της λογοτεχνίας των στρατοπέδων και του Ολοκαυτώματος, πράγμα που είναι μια γενικευμένη τάση, ιδιαίτερα στο μεσογειακό μας οικοσύστημα. Αλλά «αν θέλεις να εξηγήσεις με ακρίβεια γιατί αυτοί οι άνθρωποι έχουν τόσο μεγάλη σημασία και ποια ήταν η επίδρασή τους, θα πρέπει να δουλέψεις λίγο περισσότερο» λέει ο Τζαντ. Υποδηλώνει έτσι και ένα είδος οκνηρίας που υπάρχει πίσω από την ισοπέδωση ή την αποθέωση, ή ακόμα και άρνησης για την πραγματική γνωριμία με ένα έργο και έναν δημιουργό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ