Το πρώτο θεατρικό βραβείο «Δημήτρης Χορν», δεκαεπτά χρόνια μετά: ο Δημήτρης Ημελλος φόρεσε τον χρυσό σταυρό το 2001, για την ερμηνεία του στη «Φρεναπάτη», και από τότε συνεχίζει μια πορεία γεμάτη παραστάσεις και συναντήσεις. Εχοντας μόλις αφήσει πίσω τον γιατρό Ντορ, στον «Γλάρο» του Τσέχοφ, ετοιμάζεται για την επόμενη πρεμιέρα του: στη «Φθινοπωρινή σονάτα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, θα είναι ο Πάστωρ Βικτώρ ανάμεσα στην Μπέττυ Αρβανίτη και στη Δέσποινα Κούρτη. Την παράσταση σκηνοθετεί ο Αρης Τρουπάκης.
«Ξεκίνησα αργά το θέατρο» λέει, μια που είχαν προηγηθεί σπουδές στη Νομική, «με στόχο να πάρω το γραφείο του πατέρα μου». Μετά πήγε στο εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου, στη Θεατρική Ακαδημία Τέχνης της Μόσχας και έπειτα, ως το 2007, ήταν στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με τον Στάθη Λιβαθινό –άλλωστε με δική του σκηνοθεσία πήρε το «Χορν». Στη συνέχεια ο Δημήτρης Ημελλος «μοιράστηκε» ανάμεσα στον Λιβαθινό και στον Λευτέρη Βογιατζή, τον οποίο γνώριζε ήδη: «Από τη μια με γοήτευε η δουλειά με την ομάδα και από την άλλη η δουλειά με τη μονάδα» συνηθίζει να λέει.
Η «θεία προχειρότητα»
Αν και «ένα βραβείο σε στοιχειώνει», ο ίδιος, γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, στέκεται, πρώτα απ’ όλα, στη γνωριμία του με τον Λευτέρη Βογιατζή: Η συμμετοχή του, πρόσφατα, στο «Ηommage», που πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, ανέσυρε πολλά από τη μνήμη του: «Θυμήθηκα πώς ήμουν όταν γνώρισα τον Λευτέρη Βογιατζή. Και αναρωτήθηκα αν το «μνημόσυνο» είναι για τους πεθαμένους ή για τους ζωντανούς. Δεν νοσταλγούσα τον ίδιο αλλά εμένα τότε, όταν ξεκινούσα.
Γνώρισα τον Λευτέρη το 1998, όταν πήγα για οντισιόν στους «Πέρσες» που θα έκανε στο Εθνικό. Η συνάντησή μας ήταν επεισοδιακή. Δεν τον είχα γνωρίσει ούτε από κοντά ούτε από σκηνής, μόνο ως θεατής –είχα δει την «Αντιγόνη» και τον «Κατσούρμπο». Μόλις είχα γυρίσει από τη Μόσχα και δεν ήθελα καθόλου να πάω στην οντισιόν. Πήγα με τα χίλια ζόρια –με έσπρωξε η γυναίκα μου. «Κάνει ο Βογιατζής ακρόαση και δεν θα πας; Τρελός είσαι;» μου είπε. Και πήγα. Ετσι, χωρίς στόχο. Είχα αυτό που μου είπε, μετά, ο Λευτέρης: τη «θεία προχειρότητα». Κάτι δηλαδή πολύ πρόχειρο αλλά συγχρόνως απενοχοποιητικό.
Μετά την οντισιόν, που κράτησε τρία τέταρτα, μου ζήτησε την επομένη να πάω να τον βρω στο θέατρο. Επαιζε την «Νύχτα της κουκουβάγιας». Πήγα στο καμαρίνι του. Μου είπε ότι παρά το γεγονός ότι στην οντισιόν εκφράστηκε πολύ σκληρά, εμένα δεν με ένοιαξε καθόλου. «Σε κάλεσα για να σου πω ευχαριστώ», γιατί, όπως μου είπε, «δεν έκανες οντισιόν, έκανες πρόβα»… Νοσταλγώ πραγματικά την εποχή εκείνη που τα πράγματα ήταν τόσο ανοιχτά. Οσο περνούν τα χρόνια κρατάς ή το θείο χωρίς την προχειρότητα ή την προχειρότητα χωρίς το θείο. Ο ίδιος ο Λευτέρης είχε αυτή τη θεία προχειρότητα. Για εκείνον η σκηνή και τα παρασκήνια δεν είχαν διαφορά. Το είχε η φύση του, όχι η μέθοδός του ή η δουλειά του. Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τη φύση του. Παρότι η μέθοδός του ήταν η απόλυτη εφαρμογή του, ως ηθοποιός, ως ύπαρξη. Τον παρατηρούσα και σκεφτόμουν ότι αυτό που λέει είναι αυτό που κάνει. Εκείνος το έλεγε μέσα από άλλες διαδικασίες. Εκεί υπήρξε μια σπουδαία συνάντηση μαζί του, μια αλληλοπεριέργεια του ποιος είναι ο άλλος. Γοητευόταν από αυτό που κουβαλούσα κι εγώ από το δικό του. Εξωτερικά δεν είχαμε καμία σχέση. Ζητούμενο ήταν το θέατρο και για τους δυο μας, από άλλους δρόμους».
Να αναζητούμε την παρόρμηση
Δίνοντας πάντοτε προβάδισμα στην έρευνα ο Δημήτρης Ημελλος παρατηρεί ότι με τα χρόνια «το ερευνητικό κομμάτι μειώνεται κι εγώ έχω πάντα την ανάγκη να αυξάνεται. Γι’ αυτό διδάσκω: γιατί ψάχνω ένα κομμάτι που δεν μπορείς να το κάνεις στη δουλειά. Λείπει ο χρόνος».
Οσο για το κοινό, ο ίδιος πιστεύει ότι «δεν νομίζω πως έρχεται να δει σενάριο. Ερχεται να δει ανθρώπους που βουτάνε γνήσια. Κι έτσι ξεχνάει και τα λάθη τους. Το κοινό παρακολουθεί τη σχέση σου με αυτό που κάνεις, όχι αυτό που κάνεις. Οταν βλέπεις ένα παιδί να παίζει, δεν παρακολουθείς αν παίζει σωστά. Παρακολουθείς την ανάγκη του να παίξει, τη χαρά του. Κι αυτή σε αγγίζει και σε κάνει κι εσένα παιδί. Δεν κρίνεις το πώς παίζει…».
Ισως γι’ αυτό να μην πιστεύει στη διδασκαλία, γιατί γίνεται πάνω σε κάτι γνωστό, και να επιλέγει τη μαθητεία, που γίνεται πάνω στο άγνωστο. «Κανονικά κάθε ηθοποιός θα έπρεπε κάθε πέντε χρόνια να ξανακάνει το πρώτο έτος, για να ξαναβρίσκει την παρόρμηση. Το λέει και ο Στανισλάφσκι. Η εμπειρία είναι καθοριστική αλλά πρέπει να συνυπάρχει με κάτι άλλο, με την αναζήτηση. Να μην την αντικαθιστά».
Αλήθεια, έβλεπε τον εαυτό του σε αυτή τη διαδρομή; «Ούτε έβλεπα ούτε με απασχολούσε η διαδρομή μου –ούτε τώρα με απασχολεί. Τη διαδρομή τη φτιάχνει η ζωή. Η ζωή θα σου φτιάξει τη διαδρομή που είσαι. Είναι γραμμένη στο DNA μας και δεν το λέω μοιρολατρικά. Είναι η φύση σου. Αυτό είναι το κυρίαρχο. Το θέμα είναι να παρακολουθείς τη φύση σου. Μερικές φορές επεμβαίνουμε στη φύση μας και κάνουμε πως είμαστε κάποιοι που δεν είμαστε. Εκεί θέλει προσοχή και εμπιστοσύνη στον εαυτό μας». Και καταλήγει: «Πάντα προσπαθώ να δω στα πράγματα που κάνω ποια είναι η σχέση με τη ζωή μας. Αν δεν το βρω, σχεδόν δεν μπορώ να ξεκινήσω πρόβα. Αλλοτε το βρίσκω, άλλοτε νομίζω, άλλοτε δεν ενδιαφέρει κανέναν και άλλοτε ενδιαφέρει».
Η «Φθινοπωρινή σονάτα»
«Με εξέπληξε το έργο. Πάντα σκεφτόμουν ότι το καλό θέατρο είναι σινεμά και το καλό σινεμά, θέατρο. Οτι η τέχνη είναι μία τελικά, όχι πολλές. Κι αν αυτό αφορά τον άνθρωπο, αξίζει… Στον Μπέργκμαν, ενώ είναι σινεμά, είναι τελικά 100% θέατρο.
Σκέφτομαι ότι η εποχή είναι εμπόδιο για την τέχνη, πάντα. Τι είναι η τέχνη; Μια πράξη, μια πράξη απέναντι σε κάτι άλλο. Είναι μια σύγκρουση. Ολα τα έργα ασχολούνται με τη σύγκρουση της πραγματικότητας με το τι θέλω εγώ. Οπως και στη «Σονάτα». Ο κόσμος της μάνας, ο κόσμος της κόρης, του πάστορα. Ολοι μια ευτυχία αναζητούμε. Απλώς την ψάχνουμε o καθένας με τους όρους του.
Το έργο που κάνουμε είναι μια επιστροφή στα πρώτα μας στάδια. Ολοι μιλάνε για στιγμές του παρελθόντος που τα πράγματα συνέβαιναν ενώ τώρα δεν συμβαίνουν, γιατί μας έχει πάρει η μπάλα της ζωής. Υπάρχει ένας χαμένος παράδεισος σε αυτό το έργο που μεγαλώνοντας φθίνει ή περιχαρακώνεται ή γίνεται αυτονόητος και χάνεις την αίσθηση ότι όλα παίζονται. Το θέμα είναι να μάχεσαι την αθωότητα, όχι να τη χάνεις ούτε να την αντιμάχεσαι».
Πού και πότε
Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας.Πρεμιέρα: Παρασκευή 26 Ιανουαρίου. Παραστάσεις: Tετάρτη και Κυριακή (20.00), Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο (21.00).
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Φθινοπωρινή σονάτα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν.
Σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια: Αρης Τρουπάκης.
Μετάφραση από τα σουηδικά: Ζάννης Ψάλτης.
Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου.
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου.
Επιμέλεια κίνησης: Μαρία Αλβανού.
Παίζουν: Μπέττυ Αρβανίτη, Δέσποινα Κούρτη, Δημήτρης Ημελλος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ