Βαγγέλης Τζούκας
Ο ΕΔΕΣ 1941-1945. Μια επανεκτίμηση
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2017
σελ. 190, τιμή 13,78 ευρώ
Δύο είναι οι προσφορότεροι τρόποι να γραφτεί μια σύντομη εισαγωγή σε ένα ιστορικό θέμα, η γραμμική καταγραφή των γεγονοτολογικών πτυχών του και η πλαισίωση του ιστορικού σχεδιάσματος από τις κοινωνικές, ιδεολογικές, ιστοριογραφικές του όψεις.
Ο Βαγγέλης Τζούκας, διδάκτορας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, δίνει με το βιβλίο «Ο ΕΔΕΣ 1941-1945» μια εξαίρετη εκδοχή της δεύτερης προσέγγισης.
Μέσα σε 160 σελίδες κειμένου προτάσσει ένα χρονοδιάγραμμα των γεγονότων της πορείας του ΕΔΕΣ, της επιρροής του στην Εθνική Αντίσταση και της σύγκρουσής του με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, φωτίζει την πρόσληψή του από τη μνήμη οπαδών και αντιπάλων, ιχνηλατεί τη μεταβαλλόμενη αντιμετώπισή του στη μετεμφυλιακή, μεταπολιτευτική και σύγχρονη ερευνητική δραστηριότητα, παραθέτει τα επίμαχα ζητήματα, επισημαίνει τις τρέχουσες αρχειακές διαθεσιμότητες, παρέχει μια ενημερωμένη βιβλιογραφία.
Ως αποτέλεσμα, η «επανεκτίμηση» του ΕΔΕΣ που μνημονεύεται στον υπότιτλο λειτουργεί για τον αναγνώστη ως πληρέστατη πρώτη επαφή με έναν ακανθώδη τόπο του Εμφυλίου.
Η ίδρυση του ΕΔΕΣ στις 9 Σεπτεμβρίου 1941, δεκαοκτώ ημέρες πριν από εκείνη του ΕΑΜ, στόχευε στην ανασυγκρότηση της βενιζελικής παράταξης: «Εδραζόταν στην εκδίωξη της «μοναρχικής σπείρας του Γεωργίου», στη δημιουργία μιας δημοκρατικής – σοσιαλιστικής Ελλάδας και στην παροχή εγγυήσεων εκ μέρους της οργάνωσης για τη μεταπολεμική κυριαρχία της βενιζελικής – πλαστηρικής πελατείας». Ως αντάρτικο σώμα αναπτύχθηκε κυρίως μετά τον Γοργοπόταμο και εδραιώθηκε τελικά στην Ηπειρο.
Ο Τζούκας διεξέρχεται με επιμέλεια τη διολίσθηση προς τη Δεξιά και την ανατοποθέτηση του ΕΔΕΣ στο φιλομοναρχικό στρατόπεδο, την αντικομμουνιστική του ρητορεία, τη χρηματοδότησή του από τους Βρετανούς, τη συνεργασία μερίδας του με τις κατοχικές αρχές, τις προστριβές και τις εμφύλιες διαμάχες με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τις διώξεις των Τσάμηδων, την ήττα και διαπεραίωση των δυνάμεών του από την Ηπειρο στην Κέρκυρα κατά τα Δεκεμβριανά, τους «ανοικτούς λογαριασμούς» που άφησε η σύγκρουση προς εξόφληση στην περίοδο του ολοκληρωτικού Εμφυλίου μεταξύ 1946 και 1949.
Δύο μαρτυρίες «από τα πάνω»
Η ταυτότητα της οργάνωσης συμπληρώνεται με τη διερεύνηση των αναπαραστάσεών της στις μαρτυρίες παλαιών πολεμιστών και την ιστοριογραφία. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι, για παράδειγμα, η αντιπαράθεση των απόψεων –αλλά και της μεταπολεμικής πορείας –του επικεφαλής του ΕΔΕΣ Ναπολέοντα Ζέρβα και του υπαρχηγού του Κομνηνού Πυρομάγλου. Για τον Ζέρβα η κίνηση του ΕΔΕΣ υπήρξε μια «επανάσταση» με καθαρά εθνική χροιά, χωρίς πολιτικούς στόχους, σε ευθεία αντίθεση με την «κομμουνιστική επανάσταση» του ΕΑΜ.
«Ιδιαίτερη εκδοχή της κυρίαρχης μεταπολεμικής αφήγησης της ιστορίας των ετών 1941-1944», ο απομνημονευματικός λόγος του Ζέρβα αποκρύπτει τις αρχικές αντιμοναρχικές θέσεις και δημοκρατικές διακηρύξεις του ΕΔΕΣ, εφόσον τη στιγμή της δημοσίευσης (1949 και 1957) μετράει περισσότερο η αντικομμουνιστική επίκληση του ΕΑΜ ως «ύστατου κινδύνου» και η διατύπωση του επιχειρήματος της σωτηρίας της χώρας από το σιδηρούν παραπέτασμα διά της δικής του παρέμβασης.
Αντίθετα, στα δικά του απομνημονεύματα ο Κομνηνός Πυρομάγλου προβάλλει ένα αφήγημα ουσιαστικής ενότητας της Εθνικής Αντίστασης κατά του κατακτητή.
«Η λογική που διέπει τη «γραμμή Πυρομάγλου»», επισημαίνει ο Τζούκας, «είναι αυτή της «ενιαίας εθνικής αντίστασης» του ελληνικού λαού εναντίον των δυνάμεων Κατοχής, μια γραμμή που βρίσκεται κοντά στην κυρίαρχη μεταπολιτευτική ερμηνεία των γεγονότων της περιόδου.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται ότι και οι τρεις κύριες αντιστασιακές οργανώσεις (το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ) εξέφραζαν τη βούληση του ελληνικού λαού για εθνική απελευθέρωση και μεταπολεμικές τομές στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Η εμφύλια διαμάχη ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της εμπλοκής του βρετανικού παράγοντα και του μοναρχικού στρατοπέδου, το οποίο θεωρείται ότι κινητοποιήθηκε προκειμένου να μη χάσει τα πλεονεκτήματα που είχε αποκτήσει από το 1935 και μετά».
Και εδώ όμως θα πρέπει να λάβει κανείς υπ’ όψιν του τη μετεμφυλιακή πολιτεία του συγγραφέα, ο οποίος αποστασιοποιήθηκε από το Εθνικό Κόμμα Ελλάδος που ίδρυσε ο Ζέρβας το 1946 και έφτασε το 1958 να εκλεγεί βουλευτής ως συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ (προκαλώντας, παρεμπιπτόντως, πολλές αντιδράσεις μεταξύ των βετεράνων του ΕΔΕΣ).
Η ιστοριογραφία
Είναι ενδεικτικό, οπωσδήποτε, του τραύματος και των διαχωριστικών γραμμών που ο Εμφύλιος κληροδότησε στην ελληνική κοινωνία το γεγονός ότι η πλήρης ανάδυσή του ως ιστορικού αντικειμένου χρονολογείται την τελευταία εικοσαετία.
Στην επισκόπηση της μεταπολιτευτικής ιστοριογραφίας του ΕΔΕΣ, ο Τζούκας διακρίνει μεταξύ παλαιότερων ερμηνειών πολιτικής ιστορίας (Χάιντζ Ρίχτερ, Τζον Χόντρος, Προκόπης Παπαστράτης), «μεταβατικών» προσεγγίσεων υπό την επίδραση των κοινωνικών επιστημών (Χάγκεν Φλάισερ, Μαρκ Μαζάουερ, Ντέιβιντ Κλόουζ, Γιώργος Μαργαρίτης) και σύγχρονων ερευνών, που χαρακτηρίζονται από την υιοθέτηση νέων επιστημονικών εργαλείων, την απόπειρα εγκαθίδρυσης νέων επιστημονικών παραδειγμάτων και την επέκταση του ενδιαφέροντος στη διερεύνηση της διαπλοκής των τοπικών συνθηκών και της κοινωνικής βάσης της οργάνωσης (Αθανάσιος Φλιτούρης, Βαγγέλης Τζούκας, Αγόρω Τσίου, Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Ελευθερία Μαντά, Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, Γιάννης Αθανασόπουλος, Σπύρος Τσουτσουμπής και άλλοι).
Ο Τζούκας επισημαίνει μια σειρά όψεων της ιστορίας του ΕΔΕΣ (η μετάβαση από την αντιμοναρχική στη φιλομοναρχική στάση, η υιοθέτηση σκληρού αντικομμουνιστικού λόγου, η σχέση με τις τοπικές κοινωνίες και τις μειονότητες, ο δωσιλογισμός ενός μέρους του, η εκεχειρία με τις δυνάμεις κατοχής την περίοδο 1943-1944, οι μετέπειτα ταυτίσεις των μελών του στον Εμφύλιο και τη δικτατορία του 1967) που παραμένουν επίδικες, χρήζουν περαιτέρω μελέτης και η πραγμάτευσή τους εξαρτάται συχνά, ακόμη και σήμερα, από τις παραδοχές παλαιότερων, πολιτικά στρατευμένων, ιστορικών μοντέλων.
Ακριβώς το επίδικο στοιχείο του ζητήματος ως προς τη μνήμη, την ταυτότητα, την ιδεολογική και την πολιτική διάσταση του ΕΔΕΣ και της κληρονομιάς του επί επτά δεκαετίες προκύπτει ανάγλυφα για τον αναγνώστη του βιβλίου όχι μόνο από την αντίστιξη μιας μετεμφυλιακής «εθνικόφρονος» και μιας μεταπολιτευτικής «αριστερής» ιστοριογραφίας, αλλά και από την υπόμνηση των σημερινών έντονων διενέξεων στη δημόσια σφαίρα, που ενίοτε ξεφεύγει από τη λεκτική επανάληψη περασμένων μαχών και φτάνει ως την απόπειρα επίλυσης ιστορικών αντιθέσεων διά της δικαστικής οδού. Ενδεικτικό από τη μια πλευρά της ζωτικής δύναμης του παρελθόντος ως στοιχείου αυτοπροσδιορισμού, από την άλλη της ιδεολογικής πρόσληψης της Ιστορίας ως εργαλείου πολιτικής δικαίωσης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ