Τελευταία γράφοντας ένα βιβλίο ασχολήθηκα έντονα με τα ιστορικά κείμενα της Συνθήκης των Σεβρών και της Λωζάνης. Έτσι μπήκα δυναμικά και στο θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ως τελευταίο βιβλίο αυτού του κύκλου διάβασα και τις λεπτομέρειες της «Δίκης των Έξι », που η επανάσταση εκτέλεσε στο Γουδί τον Νοέμβριο του 1922.
Το κατηγορητήριο του Επαναστατικού Δικαστηρίου ήταν για τους εμπλεκόμενους πολιτικούς και τον αρχιστράτηγο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Μικρά Ασία, «εσχάτη προδοσία».
Εκ των υστέρων ειπώθηκε ότι η δίκη αυτή έγινε άρον , άρον , ώστε δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη. Αυτό όμως δεν είναι σωστό, γιατί η δίκη διήρκησε έναν ολόκληρο μήνα κι οι κατηγορούμενοι είχαν την ευχέρεια όχι μόνο να παρουσιάσουν τις θέσεις τους διεξοδικά, αλλά και να επαναλάβουν τις απόψεις τους , όσες φορές χρειάστηκε. Ακόμη είχαν μαζί τους δικηγόρους, για την υπεράσπισή τους.
Στην απολογία τους λοιπόν διατύπωσαν όλοι την απορία, πώς ήταν δυνατόν να κατηγορούνται για «προδοσία», όταν αυτοί αγωνίσθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις για την επιτυχία της πατρίδας ;
Η απάντηση που πήραν από τους δικαστές, ήταν ότι με λόγια και έργα οδήγησαν το έθνος στην κολοσσιαία καταστροφή, όπου όχι μόνο χάθηκαν πατρίδες, αλλά σκοτώθηκαν και χιλιάδες Έλληνες.
Οι Γερμανοί, όταν κάνουν κάποια ενέργεια και αποτύχει κι άλλοι τους ζητούν τον λόγο, λένε ότι έπραξαν «nach bestem Wissen und Gewissen», δηλαδή, πως ενήργησαν «με την καλύτερη γνώση και καθαρή συνείδηση».
Μπορεί, μια τέτοια δικαιολογία σε θέματα της καθημερινότητας να έχει κάποια βάση και πέραση, αλλά, όταν κάποιος διαχειρίζεται τις τύχες ενός λαού και προκαλούνται τραγικές εθνικές συνέπειες , παρόμοιες δικαιολογίες δεν φτάνουν, δεν αρκούν, γιατί με το πεπρωμένο ενός έθνους και λαού δεν μπορεί να παίζει κανείς και να λέει ό,τι του κατέβει. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος, όταν διαπιστώσει το αδιέξοδο της υπόθεσης , να παραιτηθεί. Καμιά δικαιολογία τότε δεν περνάει, δε στέκεται.
Γιατί τα λέω όλ’ αυτά. Τα λέω, γιατί βλέπω πως η Ελλάδα οδηγείται σε διχασμό, λόγω του «Μακεδονικού», επειδή δημιουργούνται παρόμοιες καταστάσεις με το 1920 – 22. Και εξηγούμαι :
Όταν τον Νοέμβριο του 1920 έγιναν στην Ελλάδα βουλευτικές εκλογές και τις έχασε ο Ελ. Βενιζέλος, σχημάτισε κυβέρνηση η παράταξη του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία αμέσως ανακοίνωσε πως θα γινόταν άμεσα δημοψήφισμα, για την επιστροφή του, ο οποίος ήταν δεδηλωμένος εχθρός των δυτικών συμμάχων της «Αντάντ». Όταν το πληροφορήθηκαν αυτό οι σύμμαχοι , Άγγλοι , Γάλλοι, έστειλαν επιστολή στη νέα κυβέρνηση, λέγοντας ότι ήταν αντίθετοι σε μια τέτοια ενέργεια, κι αν δεν εισακούγονταν, η Ελλάδα θα είχε άσχημες συνέπειες. Τις ίδιες απόψεις εξέφρασε κι ο Βενιζέλος. Η κυβέρνηση όμως, έγραψε τις συμβουλές αυτές στα παλιά της τα παπούτσια και σε λίγες μέρες έγινε το δημοψήφισμα και ο Κωνσταντίνος γύρισε στην Αθήνα «θριαμβευτής». Αποτέλεσμα οι σύμμαχοι μας εγκατέλειψαν και βοήθησαν ποικιλοτρόπως τους Τούρκους, που μας έριξαν στη θάλασσα. Έτσι χάθηκε η Σμύρνη με όλα τα Μικρασιατικά παράλια κι η Ανατολική Θράκη, που παρέσυρε μαζί της και τη βόρειο Ήπειρο. Σκοτώθηκαν δε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πατριώτες. Οι πρόσφυγες, που ήρθαν ρακένδυτοι στην Ελλάδα, έφτασαν σχεδόν τα δύο εκατομμύρια ανθρώπους. Φρίκη.
Κατά συνέπεια το ότι η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου ήταν πατριωτική δεν βοήθησε καθόλου. Αντίθετα, έγινε η αιτία της εθνικής καταστροφής.
Το Μακεδονικό
Σήμερα, αν εξαιρέσουμε την εκκλησία και τους «ΑΝΕΛ», δεν έχει εκφρασθεί καθαρά κανένας. Ήξεις – αφήξεις και κομπορρημοσύνες περί πατριωτισμού. Η κυβέρνηση, λειτουργεί κρυφίως, λες και χειρίζεται κάποια οικογενειακή της υπόθεση. Η αντιπολίτευση τα λέει έτσι, κι αλλιώς και αλλιώτικα , χωρίς να λαμβάνει κανείς υπόψη του τι λένε οι Αμερικανοί, Άγγλοι, οι Γερμανοί και οι άλλες σύμμαχες χώρες του ΝΑΤΟ, που θέλουν τα Σκόπια στη Συμμαχία και στην Ε.Ε. προκειμένου να μπλοκάρουν επιρροές της Ρωσίας.
Οι πολιτικοί μας νομίζουν πως μπορούν να χορεύουν τους συμμάχους σύμφωνα με τα γούστα τους. Οι Αμερικανοί, για τα δικά τους συμφέροντα, δεν πρόκειται να ανεχθούν για πολύ καιρό τις επιθυμίες και τις ιδιοτροπίες των Ελλήνων. Θα προχωρήσουν, όπως αυτοί νομίζουν και εμείς θα τρέχουμε και δεν θα φθάνουμε.
Οι «υπέρ πατριώτες» δεν αντιλαμβάνονται ότι στο τέλος θα μείνουμε με τον καυγά μας και, αν τύχει μελλοντικά να αλλάξουν τα πράγματα, λόγω της αναπτυσσόμενης Τουρκίας, υπάρχει φόβος να χάσουμε εδάφη στις ορέξεις του αλυτρωτισμού των Σκοπιανών .
Αν σε βάθος χρόνου εξελιχθούν τα πράγματα αρνητικά, οι σημερινοί υπεύθυνοι, ας είναι σίγουροι, ότι θα πάνε να βρούνε τους «έξι».