Ερωτηματικά ως προς τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα των διατάξεων που αφορούν τον θεσμό της διαμεσολάβησης, διατυπώνει μετά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου από την Ολομέλεια της Βουλής, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η Ένωση διερωτάται γιατί
από τις υπάρχουσες μορφές εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς (μεταξύ άλλων διαιτησία, δικαστική διαμεσολάβηση, απόπειρα συμβιβασμού), ο νομοθέτης επέλεξε να καταστήσει υποχρεωτική αποκλειστικά μία εξ αυτών, την ιδιωτική διαμεσολάβηση.
Δεδομένου ότι ο νέος νόμος επιτρέπει την ίδρυση προσωπικών εταιρειών με τη συμμετοχή διαμεσολαβητών (χωρίς να είναι σαφές αν είναι δυνατή η συμμετοχή σε αυτές και μη διαμεσολαβητών), η Ένωση θέτει ευθέως ζήτημα αμεροληψίας και ανεξαρτησίας τους.
«Δημιουργεί τη δυνατότητα ίδρυσης εταιριών παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης από εταιρικά σχήματα στο πλαίσιο των οποίων οι διαμεσολαβητές θα απασχολούνται σε συνθήκες υποκρυπτόμενης εξαρτημένης εργασίας, πράγμα που προδήλως υπονομεύει την εξαγγελία περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας τους», τονίζει χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, συντάσσεται με δικαστικές ενώσεις και φορείς που κάνουν λόγο για αμφίβολη αποτελεσματικότητα και ιδιαίτερα υψηλό κόστος, καθώς εκ του νέου νόμου προβλέπεται ελάχιστη αμοιβή του διαμεσολαβητή, ενώ η φύση της διαδικασίας επιβάλλει συγκεκριμένα έξοδα (π.χ. αμοιβή πληρεξουσίων δικηγόρων).
«Είναι προφανές ότι σε περιπτώσεις μικρών απαιτήσεων, η επιβάρυνση είναι αναλογικά πολύ μεγάλη», τονίζει η Ενωση.
«Επιπλέον, η ύπαρξη του συγκεκριμένου υποχρεωτικού σταδίου δύναται να καθυστερήσει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση του πολίτη στον φυσικό δικαστή. Είναι επίσης παντελώς ασαφές δυνάμει ποιων κριτηρίων έγινε η επιλογή της υποχρεωτικότητας για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων και όχι για κάποιες άλλες ή για όλες».
Και προσθέτει η Ένωση : «Η επιδίωξη της επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης θα ήταν κατά τη δική μας εκτίμηση περισσότερο αποτελεσματική, αν παρείχε (θετικά και αρνητικά) κίνητρα για την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών και όχι αν επέβαλε, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ένα ακόμα δαπανηρό προστάδιο στην προσφυγή του πολίτη στην δικαιοσύνη».