Είναι φορές που χρειάζεται να αναλάβει κάποιος τον ρόλο του συνηγόρου του διαβόλου. Όπου ο «διάβολος», εν προκειμένω, είναι η ελληνική κοινωνία…
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η οικονομική κρίση βρήκε ένα μεγάλο (ίσως το μεγαλύτερο) μέρος αυτής της κοινωνίας απροετοίμαστο. Μια κοινωνία που ζούσε παρατεταμένη περίοδο πλασματικής ευμάρειας με δανεικά, έχοντας σχεδόν απόλυτα πιστέψει το παραμύθι της «υπερδύναμης των Βαλκανίων». Ώσπου, ξαφνικά, μια μέρα κάποιοι (που γνώριζαν από καιρό μα δεν μιλούσαν…) της ανακοίνωσαν ότι θα έπρεπε να ξεχάσει τον τρόπο ζωής στον οποίο της είχαν επιτρέψει να εθιστεί. Και η λέξη «μνημόνιο» ήρθε – θαρρείς ουρανοκατέβατη – για να μείνει ως σήμερα στο λεξιλόγιο της καθημερινότητας…
Τότε στην αρχή έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι «υπερπατριώτες» του αντιμνημονιακού μετώπου. Με εισαγγελικό στόμφο, κάθισαν στο σκαμνί τους «καλομαθημένους» Έλληνες που ήταν πρόθυμοι να «ξεπουλήσουν» την εθνική αξιοπρέπεια για να αποφύγουν τις συνέπειες μιας ολικής χρεοκοπίας της χώρας. Θυμήθηκαν περήφανα τους προγόνους μας που κατάφερναν κάποτε να επιβιώνουν καλλιεργώντας λαχανικά στους κήπους τους (χωρίς να εξηγήσουν, εν τούτοις, πώς μετατρέπεται σε κήπο το μπαλκόνι ενός διαμερίσματος μιας πολυκατοικίας), ενώ δεν δίστασαν να μιλήσουν ακόμα και για «κατοχικά» συσσίτια που θα έλυναν, υποτίθεται, το πρόβλημα της διατροφής του πληθυσμού. Σε μια περίοδο βελτίωσης του επιπέδου ζωής των περισσότερων λαών της Ευρώπης, κάποιοι εγχώριοι εισαγγελείς έψεγαν τους Έλληνες γιατί δυσκολεύονταν (ή, έστω, αρνούνταν) να κοιτάξουν πίσω. Πολύ πίσω…
Νέοι κήνσορες έκαναν πρόσφατα την εμφάνισή τους στα ηλεκτρονικά (κυρίως) μέσα ενημέρωσης με αφορμή την θέσπιση, από την πολιτεία, της επιβάρυνσης του καταναλωτικού κοινού με περιβαλλοντικό τέλος για τη χρήση πλαστικής σακούλας. Με αφορμή κάποιες πρώτες «γκρίνιες» που ακούστηκαν στα social media για το μέτρο, γράφτηκαν κείμενα έμπλεα ιερής οργής για τον «οικολογικά ασυνείδητο» Έλληνα που είχε «καλομάθει» τόσα χρόνια να τοποθετεί τα σκουπίδια του σε πλαστικές σακούλες του σούπερ-μάρκετ, αδιαφορώντας για την επιβάρυνση που επιφέρει το πλαστικό στο περιβάλλον! Η βιαστική αυτή κριτική, όμως, είναι τόσο αψυχολόγητη, όσο και άδικη. Εξηγούμαι:
Ο Έλληνας καταναλωτής που, σε καιρό κρίσης, έφτασε κάποιες φορές να μετράει ακόμα και τα σεντς στο πορτοφόλι του, βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπος με μία πολιτική πρόσθετου κόστους για την οποία ελάχιστα τον είχαν προετοιμάσει. Στο μυαλό του, η πολιτεία αποφάσισε να τον τιμωρήσει επιβάλλοντάς του πρόστιμο για κάτι που ποτέ δεν του είχε πει πως αποτελούσε αδίκημα. Έτσι, ούτε η φιλοσοφία του μέτρου κατέστη σαφής εξαρχής, ούτε – κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό – υπήρξε επαρκής διασαφήνιση για το πώς και το πού τα χρήματα αυτού του οιονεί προστίμου θα επενδυθούν (για την βελτίωση των όρων προστασίας του περιβάλλοντος, ή για να καλυφθούν κάποιες άλλες «τρύπες»;). Έτσι, οι πρώτες γκρίνιες του κοινού θα έπρεπε να είναι μάλλον αναμενόμενες και, σε κάθε περίπτωση, δεν θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως περίπου έκφραση εγκληματικής διάθεσης απέναντι στο περιβάλλον!
Συνεχίζοντας να δικηγορούμε υπέρ του διαβόλου, ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά την ηθική διάσταση της επιβολής τέλους στην πλαστική σακούλα. Είναι ζήτημα πολιτισμού, και όχι παράλογη καταναλωτική απαίτηση, ένα κατάστημα (ιδιαίτερα αν πουλά τρόφιμα) να παραδίδει τα προϊόντα στον πελάτη στοιχειωδώς συσκευασμένα για μεταφορά στο αυτοκίνητο ή στο σπίτι. Φυσικά, είναι στη διακριτική ευχέρεια του καταστήματος αν θα επιβαρύνει ή όχι τον πελάτη με το κόστος της σακούλας (ας δεχθούμε, πάντως, ότι είναι κι αυτή ένα προϊόν που μπορεί να πωλείται).
Η λογική, όμως, ενός περιβαλλοντικού τέλους είναι διαφορετική από εκείνη της απλής χρέωσης ενός εμπορικού προϊόντος. Ο πελάτης εδώ ποινολογείται, κατά κάποιον τρόπο, για την αποδοχή μιας συσκευασίας μη-φιλικής προς το περιβάλλον. Αυτό θα είχε κάποια λογική αν αυτός είχε την δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε μία οικολογική και μία μη-οικολογική συσκευασία αλλά, για κάποιο λόγο, εκείνος επέλεγε την δεύτερη. Στην Αμερική, για παράδειγμα (τουλάχιστον την δεκαετία του ’80 που βρέθηκα εκεί) ακόμα και τα ρούχα τοποθετούνταν σε χάρτινες σακούλες – συχνά διόλου βολικές στη μεταφορά, αφού δεν είχαν χερούλι!
Τη στιγμή, όμως, που τα καταστήματα παρέχουν μία και μοναδική συσκευασία, η οποία, ατυχώς, είναι επιβαρυντική για το περιβάλλον, φαντάζει άδικο το τέλος που – σε συμμόρφωση, έστω, με διεθνείς συμβάσεις – επιβάλλεται από την πολιτεία στον ίδιο τον καταναλωτή, ο οποίος δεν έχει καν τη δυνατότητα μιας άλλης επιλογής.
Υποστηρίζεται, βέβαια, η άποψη της μετάθεσης ευθύνης για τη συσκευασία μεταφοράς στον ίδιο τον καταναλωτή. Με απλά ελληνικά, θα πρέπει αυτός να κυκλοφορεί πάντα με μία σακούλα (ή και περισσότερες) πολλαπλών χρήσεων στην τσάντα ή στην τσέπη, στην περίπτωση π.χ. που, επιστρέφοντας από την εργασία του, συνηθίζει να περνά από το φούρνο ή το σούπερ-μάρκετ. Όχι τόσο για να γλιτώσει το σχετικά μικρό (αλλά σωρευτικά υπολογίσιμο) ποσό ενός οικολογικού προστίμου, όσο για να έχει ήσυχη τη συνείδησή του πως δεν προσθέτει το όνομά του στη λίστα των εγκληματούντων κατά της Φύσης!
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, εν τούτοις, είναι ζήτημα πολιτισμού να παραδίδονται τα προϊόντα στον καταναλωτή στοιχειωδώς συσκευασμένα για μεταφορά, ακόμα κι αν αυτός κληθεί να καλύψει το κόστος της συσκευασίας. Και είναι, κατά τη γνώμη μας, ευθύνη του ίδιου του καταστήματος να διασφαλίσει ότι η συσκευασία που παρέχει είναι φιλική προς το περιβάλλον. Η παραγωγή και διάθεση οικολογικής σακούλας θα πρέπει, λοιπόν, να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα για την πολιτεία.
Όσο για τους κήνσορες των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, αντί για την ιερή οργή τους και την εκτόξευση μειωτικών χαρακτηρισμών για την «κακομαθημένη» και «ασυνείδητη» ελληνική κοινωνία, υπάρχει κάτι καλύτερο να κάνουν. Αφού προβάλλουν ως ευαισθητοποιημένοι γνώστες των οικολογικών ζητημάτων, ας αποδυθούν τουλάχιστον – με αίσθημα κατανόησης και δίχως εισαγγελική οίηση – σε μία ειλικρινή προσπάθεια ενημέρωσης και διαφώτισης του κοινού για την σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος. Έτσι που το περιβαλλοντικό τέλος (για όσο χρόνο ακόμα απαιτηθεί να υφίσταται) να μη φαντάζει στις συνειδήσεις των ανθρώπων απλά και μόνο σαν μια παράλογη και άδικη τιμωρία!