Στο ζοφερό συμπέρασμα ότι στον έναν χρόνο της προεδρίας του ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κάνει περισσότερα για να υπονομεύσει τις βασικές αρχές της αμερικανικής δημοκρατίας από ό,τι θα μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε ξένος πράκτορας ή ξένη εκστρατεία προπαγάνδας καταλήγουν αμερικανοί πολιτικοί αναλυτές. Καθώς πλησιάζει η πρώτη επέτειος της ανάληψης της προεδρίας από τον Τραμπ, ο Χένρι Ααρον, αναλυτής στο ινστιτούτο Brookings, τον χαρακτηρίζει «όπλο μαζικής αυτο-καταστροφής για την αμερικανική δημοκρατία».
«Ο Τραμπ είναι ένα πολιτικό όπλο μαζικής αυτο-καταστροφής για την αμερικανική δημοκρατία –για τους κανόνες της, για την ηθική της, για την ανθρώπινη ευπρέπεια» λέει, προσθέτοντας ότι «αν ο Πούτιν τον στήριξε και αν το έκανε για να βλάψει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε έριξε μια εξαιρετικά έξυπνη βόμβα στη μέση της Ουάσιγκτον».
Ακόμη και αν πιστέψουμε το συμπέρασμα της κοινής έκθεσης του FBI, της CIA και της NSA, η οποία αναφέρει ότι «το Κρεμλίνο προσπάθησε να προωθήσει τη μακρόχρονη επιθυμία του να υπονομεύσει τη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, την επέκταση της οποίας ο Πούτιν και άλλοι ανώτεροι ρώσοι ηγέτες θεωρούν ως απειλή για τη Ρωσία και το καθεστώς του Πούτιν», αυτή η ρωσική ανάμειξη, λένε αναλυτές, παραλύει σε σύγκριση με το καταστροφικό ρεκόρ των 12 μηνών του Τραμπ στην προεδρία.
Πρώτα απ’ όλα, ο Τραμπ έχει βλάψει σοβαρά τις αρχές και τις διαδικασίες στις οποίες βασίζεται η αμερικανική δημοκρατία. Η κομματική πόλωση, η οποία βοήθησε στην άνοδο του Τραμπ, χειροτερεύει και εντείνεται. Στις 5 Οκτωβρίου, το Κέντρο Ερευνας Pew ανέφερε ότι η κομματική σύγκρουση για θεμελιώδεις πολιτικές αξίες «έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα. Στο πρώτο έτος της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, αυτό το χάσμα έχει αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Και το μέγεθος αυτών των διαφορών επισκιάζει άλλες διαιρέσεις στην κοινωνία, ανάλογα με το φύλο, τη φυλή και την εθνικότητα, το θρήσκευμα ή την εκπαίδευση».
Στην εισαγωγή του βιβλίου τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες», οι Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ, πολιτικοί επιστήμονες στο Χάρβαρντ, γράφουν:
«Τα τελευταία δύο χρόνια, παρακολουθήσαμε πολιτικούς να λένε και να κάνουν πράγματα που είναι άνευ προηγουμένου στις Ηνωμένες Πολιτείες –αλλά αναγνωρίζουμε ότι ήταν οι πρόδρομοι της δημοκρατικής κρίσης σε άλλα μέρη. Αισθανόμαστε φοβισμένοι, όπως και πολλοί άλλοι Αμερικανοί, ακόμη και όταν προσπαθούμε να καθησυχάσουμε τον εαυτό μας ότι τα πράγματα δεν μπορούν πραγματικά να είναι τόσο άσχημα εδώ». Η προσπάθειά τους να καθησυχάσουν δεν είναι πολύ παρήγορη:
«Αμερικανοί πολιτικοί αντιμετωπίζουν τώρα τους αντιπάλους τους ως εχθρούς, εκφοβίζουν τον ελεύθερο Τύπο και απειλούν να απορρίψουν τα αποτελέσματα των εκλογών. Προσπαθούν να αποδυναμώσουν τα θεσμικά προπύργια της δημοκρατίας μας, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, των υπηρεσιών πληροφοριών και των αρχών δεοντολογίας. Οι αμερικανικές Πολιτείες, οι οποίες κάποτε χαιρετίζονταν ως «εργαστήρια δημοκρατίας», κινδυνεύουν να γίνουν εργαστήρια αυταρχισμού, καθώς εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία ξαναγράφουν τους εκλογικούς κανόνες, αναδιαμορφώνουν τις εκλογικές περιφέρειες και ακυρώνουν τα δικαιώματα ψήφου για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα ηττηθούν στις εκλογές. Και το 2016, για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ, εξελέγη πρόεδρος ένας άνδρας χωρίς εμπειρία σε δημόσιο αξίωμα, ελάχιστη δέσμευση στα συνταγματικά δικαιώματα και σαφείς αυταρχικές τάσεις».
Ο Τραμπ μείωσε ταυτόχρονα το διεθνές κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών και επιτάχυνε την άνοδο του σημαντικότερου ανταγωνιστή της χώρας, της Κίνας.
Ο Ντάρον Ατζέμογλου, οικονομολόγος στο MΙΤ και συν-συγγραφέας του βιβλίου «Γιατί οι χώρες αποτυγχάνουν», πιστεύει ότι «η μάχη μεταξύ του σινο-ρωσικού άξονα και των δυτικών δημοκρατικών θεσμών θα είναι ο καθοριστικός αγώνας του επόμενου αιώνα. Και τώρα οι ΗΠΑ βρίσκονται σε αμφιλεγόμενη θέση, υπό την ηγεσία ενός ελαττωματικού προσώπου».
Η χαοτική προσέγγιση του Τραμπ στις εξωτερικές υποθέσεις εξυπηρετεί τόσο τη Ρωσία όσο και την Κίνα, κατά την άποψη αρκετών εμπειρογνωμόνων, με αποτέλεσμα τη μείωση του κύρους και της επιρροής των ΗΠΑ σε πολλά διεθνή περιβάλλοντα.
Μια έρευνα του Pew σε ενηλίκους σε 37 ξένες χώρες που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο παρέχει τις σαφέστερες ενδείξεις για τις επιπτώσεις του Τραμπ στο διεθνές ανάστημα της Αμερικής.
Βρήκε ότι μόλις το 22% έχει εμπιστοσύνη στον Τραμπ για να κάνει το σωστό στις διεθνείς υποθέσεις. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα τελευταία χρόνια της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, όταν ένα 64% εξέφραζε εμπιστοσύνη στον προκάτοχο του Τραμπ για να διευθύνει τον ρόλο της Αμερικής στον κόσμο.
Προσθέστε στον κατάλογο τα ψέματα του Τραμπ, τον ρατσισμό του, τις επιθέσεις του στον ελεύθερο Τύπο, τις κατηγορίες του για «ψεύτικες ειδήσεις», την υπονόμευση της νομιμότητας της εκλογικής διαδικασίας, την παραβίαση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, την υποκρισία της προσωπικής στάσης του στη σεξουαλική παρενόχληση, και έχετε μια ιδέα τού γιατί «τα πολιτικά πρότυπα που αποτελούν το προπύργιο της δημοκρατίας των ΗΠΑ έχουν διαβρωθεί».
«Και αυτά δεν μπορούν εύκολα να επιδιορθωθούν όταν καταστραφούν, ακόμη και αν σταματήσουν οι πιο επικίνδυνες πολιτικές του Τραμπ. Ούτε η λευκή εξτρεμιστική, αντιμεταναστευτική και εθνικιστική ρητορική μπορεί να παραγκωνιστεί γρήγορα όταν την έχει υιοθετήσει ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ» τονίζει ο Ααρον.
HeliosPlus