Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η Πάτι Σμιθ, αλλά και άσημοι επισκέπτες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας βυθισμένοι σε ένα απόλυτο chiaroscuro που θυμίζει την τεχνική του Καραβάτζιο. Ολοι κοιτάζουν συγκλονισμένοι κάτι που εμείς δεν μπορούμε να δούμε. Αλλοι δυσκολεύονται να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους μπροστά σε τόση ομορφιά, άλλοι εμφανίζονται περισσότερο ψύχραιμοι, ανήμποροι ωστόσο να αντέξουν τόση ανυπέρβλητη μαεστρία. Τους βιντεοσκοπεί ο διάσημος φωτογράφος Ναντάβ Κάντερ καθώς όλοι τους κοιτάζουν τον πίνακα «Salvator Mundi» («Ο Σωτήρας του κόσμου») του Λεονάρντο ντα Βίντσι λίγες ημέρες προτού δημοπρατηθεί από τον οίκο Christie’s.
Τελικά, ένας σαουδάραβας πρίγκιπας θα είναι ο τυχερός που θα μπορεί να βιώνει τέτοιας έντασης συναισθήματα όποτε το επιθυμεί, σε καθημερινή βάση, αν και ο πίνακας θεωρείται σίγουρο ότι θα εκτεθεί στο Λούβρο του Αμπου Ντάμπι. Ενας σχεδόν άγνωστος πρίγκιπας ονόματι Μπαντέρ μπιν Αμπντουλάχ μπιν Μοχάμεντ μπιν Φαρχάν αλ Σαούντ ήταν ο πλειοδότης που διέθεσε 400 εκατ. δολάρια λειτουργώντας ως πληρεξούσιος του διαδόχου του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, προκειμένου ο τελευταίος να παινεύεται ότι έχει στην κατοχή του όχι μόνο έναν συγκλονιστικό πίνακα αλλά και το ακριβότερο έργο τέχνης στον κόσμο. Για την ακρίβεια, 400 συν 50 και κάτι εκατ. δολάρια, αν συνυπολογίσει κανείς και το λεγόμενο buyer’s premium, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 15% και 25% και είναι η προμήθεια του οίκου δημοπρασιών. Με άλλα λόγια; Ενας πίνακας που κοστίζει «1 εκατ. δολάρια ανά τετραγωνική ίντσα»! Πόσο ενδιαφέρον θα είχε να κινηματογραφούσε ο Κάντερ τούς ίδιους ανθρώπους ύστερα από το άκουσμα αυτής της είδησης…
Ορισμένοι μπορεί να επέλεγαν να την αξιολογήσουν μέσα από τη σκοπιά της αγοράς: οι δημοπρασίες επανακάμπτουν δυναμικά μετά τις απογοητευτικές αποδόσεις του 2016. Πολλά ρεκόρ καταγράφονται, οι πίνακες του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά πωλούνται σε εξωφρενικές τιμές, όπως το «Ατιτλο» κρανίο που δημοπρατήθηκε από τους Sotheby’s για 110,5 εκατ. δολάρια τον περασμένο Μάιο. Αλλοι θα βάδιζαν στα μονοπάτια της κοινής λογικής. «Τετρακόσια εκατ. δολάρια για έναν Λεονάρντο ντα Βίντσι. Εχει τρελαθεί ο κόσμος της τέχνης;» έθεσε το εύλογο ερώτημα άρθρο των «Financial Times».
Ε, όπως και να το κάνουμε, πρόκειται για «τον τελευταίο Ντα Βίντσι», τον μόνο πίνακα του Λεονάρντο που δεν βρίσκεται σε κάποιο μουσείο. Ενα έργο που ανήκε στη συλλογή του Καρόλου A’ της Αγγλίας τον 17ο αιώνα, ήταν χαμένο για σχεδόν δύο αιώνες, πουλήθηκε για μόλις 45 στερλίνες το 1958 στο Λονδίνο και επανεμφανίστηκε ουσιαστικά το 2005, για να βρει η Μόνα Λίζα το χαμένο ταίρι της –δεδομένου ότι οι πίνακες ζωγραφίστηκαν την ίδια εποχή –και ο πίνακας την αυθεντικότητά του, η οποία πιστοποιήθηκε μόλις το 2011.
Κάπως έτσι πλασαρίστηκε ο «Salvator» από τον οίκο Christie’s, ο οποίος για να ενισχύσει το hype έστειλε τον πίνακα σε «περιοδεία» σε Χονγκ Κονγκ, Λονδίνο, Σαν Φρανσίσκο και Νέα Υόρκη προκειμένου να μπορούν να τον θαυμάσουν από κοντά οι 27.000 που έσπευσαν. Αυτή είναι μια συνήθης πρακτική που προηγείται των δημοπρασιών, να εκτίθενται δηλαδή τα έργα για να μπορέσουν να έρθουν σε επαφή μαζί τους οι υποψήφιοι αγοραστές. Σε αυτή την περίπτωση όμως, η έκθεση έγινε σε περισσότερες από μία πόλεις και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι οι προβλεπόμενες 4-5 ημέρες. Μαζί με το προαναφερθέν video-teaser, η καμπάνια προώθησης του έργου, με μότο της «αυτή είναι η μεγαλύτερη επανανακάλυψη του 21ου αιώνα», λειτούργησε και απέδωσε τα μέγιστα. «Αυτό είναι το μέλλον των δημοπρασιών» λένε όσοι ασχολούνται με αυτό το συναρπαστικό σπορ, το οποίο μάλλον έχει αρχίσει να φλερτάρει με την τερατογένεση.
Επί του παρόντος, το ζουμί βρίσκεται σε λεπτομέρειες στις οποίες δεν δόθηκε η ίδια έμφαση, προκειμένου να παρουσιαστεί το προϊόν πιο θελκτικό από όσο πραγματικά είναι. Οπως για παράδειγμα το ότι ο «Salvator Mundi» υπέστη εκτενέστατη συντήρηση το 2005, με αποτέλεσμα πολύ μικρό μέρος του να προέρχεται ουσιαστικά από τα χέρια του Λεονάρντο. «Τουλάχιστον η κορνίζα μπορεί να είναι αυθεντική» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μάικλ Ντέιλι, διευθυντής του ArtWatch UK, του βρετανικού «Παρατηρητηρίου» για τις συντηρήσεις έργων τέχνης. Να γιατί οι Christie’s δημοπράτησαν τον πίνακα στην πιο δημοφιλή κατηγορία της «μεταπολεμικής και σύγχρονης τέχνης» και όχι σε εκείνη των «old masters», θα έλεγε ένας κακεντρεχής. Ο επίσημος λόγος είναι βέβαια είναι ότι μια τέτοια κατηγοριοποίηση του «Salvator» αποτελεί «μια απόδειξη της διαχρονικότητάς του».
Οπως και να έχει, όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία για τον πρίγκιπα και τους λοιπούς πλειοδότες που «χτυπούν» αντίστοιχες τιμές σε δημοπρασίες. Ο πρίγκιπας και ο εκάστοτε αγοραστής επενδύουν σε ένα brand, σε ένα αδιαμφισβήτητο τεκμήριο γοήτρου που ενισχύεται από το «παρελθόν» του πίνακα, δηλαδή την προέλευσή του, όπως και τη φήμη του ζωγράφου. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα Artnet, μόλις 25 καλλιτέχνες έχουν καταφέρει να αποκτήσουν αυτό το επίζηλο στάτους και είναι υπεύθυνοι για το 44,6% των πωλήσεων σε δημοπρασίες στο πρώτο μισό του 2017. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Λεονάρντο έχει τα φόντα για να είναι βασιλιάς ανάμεσά τους;

Η ανεκτίμητη αξία ενός βλέμματος

«Αν θέλεις να κάνεις μια καλόγουστη αλλά εντυπωσιακή επίδειξη πλούτου, ακόμη και ο πιο αμόρφωτος νεόπλουτος ξέρει πως η τέχνη είναι ο καλύτερος τρόπος» έλεγε πολύ σοφά ο πάλαι ποτέ κριτικός τέχνης του «Time» Ρόμπερτ Χιουζ. Δεν είναι τυχαίο ότι φημολογείται έντονα πως η δεύτερη προσφορά στη συγκεκριμένη δημοπρασία ήταν από το Κατάρ, ένα κράτος που δεν διατηρεί και τις καλύτερες των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και που προγραμματίζει να εγκαινιάσει του χρόνου το δικό του Εθνικό Μουσείο, σχεδιασμένο από τον Ζαν Νουβέλ. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτός είναι ο αρχιτέκτονας που προτιμούν οι πρίγκιπες και οι εμίρηδες φιλότεχνοι (και το Λούβρο του Αμπου Ντάμπι ο Νουβέλ το έχει σχεδιάσει), καθώς ο πόλεμος μεταξύ τους μαίνεται για το ποιος θα συγκεντρώσει την καλύτερη συλλογή που θα στεγαστεί στα κτίριά του. To 2012 το Κατάρ είχε καταβάλει ένα άλλο ποσό-ρεκόρ, 250 εκατ. δολάρια παρακαλώ, για να αποκτήσει τους «Χαρτοπαίκτες» του Σεζάν, όμως στις 15 Νοεμβρίου 2017 οι εκπρόσωποί του έφυγαν με άδεια χέρια από τη δημοπρασία. «Για τους μεγα-συλλέκτες η τέχνη προσφέρει πρεστίζ –κάτι που δεν μπορείς να κοστολογήσεις. Και ενώ είναι πολλές οι παράμετροι που καθορίζουν την τιμή ενός έργου, τελικά αυτή θα εξαρτηθεί από το πόσα είναι διατεθειμένος να πληρώσει κανείς. Το πορτοκαλί «Balloon Dog» του Τζεφ Κουνς: 58,4 εκατ. δολάρια. Το βλέμμα στο πρόσωπο της γυναίκας σου: ανεκτίμητης αξίας» σημειώνουν οι Κιουνγκ Αν και Τζέσικα Τσεράσι στο βιβλίο τους «Who’s Afraid of Contemporary Art?» (εκδ. Thames & Hudson, 2017). Κάπου μακριά, από το παρελθόν, ακούγεται η ισχνή και γραφική πλέον φωνή της Ρεϊμόντ Μουλέν, συγγραφέως του βιβλίου «Η αγορά της τέχνης», η οποία έλεγε: «Μια ωραία γυναίκα δεν είναι λιγότερο ωραία επειδή δεν έχει προίκα». Και εδώ ο σύγχρονος κόσμος της τέχνης γελά.
Γιατί εννοείται ότι αν ο πίνακας αξίζει όντως τα λεφτά του ή αν αρέσει στον υποψήφιο ιδιοκτήτη, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Για παράδειγμα, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν δαπάνησε ένα τεράστιο ποσό για μια απεικόνιση του Ιησού η οποία ενδέχεται να προσβάλλει τις θρησκευτικές ευαισθησίες των μουσουλμάνων συμπατριωτών του. O Τζέραλντ Γκάτερμαν, ένας παλαίμαχος συλλέκτης και βασιλιάς του real estate στις ΗΠΑ που είχε βρεθεί μια ανάσα από την απόκτηση του «Κοριτσιού με χρυσοστόλιστο μανδύα» του Ρέμπραντ στις αρχές του ’80, είχε ομολογήσει ότι δεν του άρεσε ο πίνακας αλλά ήλπιζε πως θα μάθαινε «να τον αγαπά». Θα ήταν ένας γάμος με συνοικέσιο που θα του στοίχιζε 20.000 δολάρια την εβδομάδα για να τον έχει κρεμασμένο στον τοίχο του, όσο δηλαδή έδιναν τότε τόκο τα 10,3 εκατ. δολάρια που κόστισε ο πίνακας.
Σήμερα δίχως σκέψη θα τον τοποθετούσε σε μια εξειδικευμένη αποθήκη ειδών πολυτελείας, μία από τις πολλές σε Ελβετία, Σιγκαπούρη ή Μονακό που είναι γνωστές ως freeports. Σύμφωνα με ρεπορτάζ των «Financial Times», «το 80% της τέχνης στον κόσμο βρίσκεται σε κάποια τέτοια αποθήκη». «Απ’ όσα έργα είδα ως μεσάζων, όλα πλην ενός αγοράστηκαν και πουλήθηκαν μέσω Internet και παρέμειναν στην αποθήκη.
Ηταν όλα επενδύσεις» μεταφέρει την εμπειρία ενός εμπόρου τέχνης και εκτιμητή η Τζορτζίνα Ανταμ στο βιβλίο της «Dark Side of the Boom: The Excesses of the Art Market in the 21st Century». Οι πίνακες έχουν την καλύτερη φροντίδα που χρειάζονται και οι ιδιοκτήτες τους έναν φορολογικό παράδεισο τον οποίο μπορούν να αξιοποιήσουν κατά το δοκούν. Οι αγοραπωλησίες εντός των αποθηκών δεν φορολογούνται και τα αντικείμενα που περιέχονται σε αυτές δεν καταγράφονται. Τα freeports εξαπλώνονται ραγδαία τα τελευταία χρόνια και παράλληλα και οι παράνομες δραστηριότητες που ευνοούν με το προνομιακό καθεστώς τους.

Χρήματα υπάρχουν

Το αμύθητο ποσό που διατέθηκε για τον «Salvator» δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει, και όχι επειδή προέρχεται από τα αβαθή βαρέλια των πετροδολαρίων. Οπως σημειώνει το άρθρο των «Financial Times», για το 0,1% του περίφημου 1% των δισεκατομμυριούχων του κόσμου τούτου το ποσό αυτό δεν είναι δα και κάτι φοβερό. «Αν η περιουσία ενός ζευγαριού αποτιμάται σε 10 δισ. δολάρια και θέλει να ξοδέψει το 1% αυτών σε τέχνη, 20 εκατ. δολάρια για έναν Πικάσο δεν είναι και μεγάλη υπόθεση». Η επένδυση στην τέχνη θα μπορούσε μελλοντικά να αποφέρει σημαντικό κέρδος, τη στιγμή που η αξία ενός γιοτ ή ενός τζετ, για παράδειγμα, μόνο πτωτική μπορεί να είναι. Το κέρδος ήταν σίγουρα μεγάλο για τον ρώσο ολιγάρχη Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ (τον «δικό» μας, του Σκορπιού), ο οποίος είχε αγοράσει τον «Salvator Mundi» για 127,5 εκατ. δολάρια από τον ελβετό έμπορο τέχνης Ιβ Μπουβιέ, ο οποίος με τη σειρά του τον είχε αποκτήσει αντί 80 εκατ. δολαρίων.
Βέβαια, είναι αμφίβολο αν ο σαουδάραβας πρίγκιπας που διέθεσε τα 400+ εκατ. δολάρια για τον ίδιο πίνακα θα μπορέσει να αποσβέσει το ιλιγγιώδες ποσό σε μια μελλοντική δημοπρασία. Αλλωστε δεν μπορεί να ακολουθήσει την πάγια τακτική ορισμένων συλλεκτών και εμπόρων τέχνης οι οποίοι στέλνουν εκπροσώπους σε κάθε δημοπρασία για να πουσάρουν τις καταθέσεις προσφοράς και να διασφαλίζουν την αξία των έργων καλλιτεχνών που έχουν στην κατοχή τους. Ας μην ξεχνάμε ότι ο συγκεκριμένος Λεονάρντο είναι ο μοναδικός που βρίσκεται σε χέρια ιδιώτη. Επιπλέον, οι εξωφρενικές τιμές συνήθως γυρίζουν και μπούμερανγκ. Ποιος ξεχνάει την περίπτωση του Ντέμιαν Χιρστ, ο οποίος δημοπράτησε μόνος του τα έργα του το 2008, την ίδια ημέρα που κατέρρευσε η Lehman Brothers; Μπορεί να αποκόμισε 111 εκατ. στερλίνες, όμως η αγορά των έργων του έκτοτε υπέστη κάθετη πτώση της τάξης του 93% και μόνο η περυσινή έκθεσή του στη Βενετία φέρεται να αποκατέστησε τη χαμένη… τιμή του. Ο ίδιος ο Ριμπολόβλεφ έχει υποστεί μεγάλη χασούρα από πίνακες που έσπευσε να αγοράσει σε υψηλά ποσά και μετά πούλησε σε τιμές πολύ χαμηλότερες γιατί ενδεχομένως δεν περίμενε την κατάλληλη χρονική στιγμή (φημολογείται ότι έπρεπε να αποπληρώσει το χρυσό διαζύγιό του και βρισκόταν σε «ανάγκη»).
Αυτός είναι ο κόσμος των δημοπρασιών. Απρόβλεπτος, γοητευτικός, σκανδαλώδης και ενίοτε με βραχύβια μνήμη. Ποιος θυμάται το σκάνδαλο για τον προκαθορισμό τιμών που μαγείρευαν Sotheby’s και Christie’s τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και το οποίο είχε ξεσπάσει στις αρχές του 2000, όταν είχε έρθει στο φως ότι αμφότεροι έστηναν τις δημοπρασίες προκειμένου να εξαλείψουν τον μεταξύ τους αδυσώπητο ανταγωνισμό;
Τώρα, το από πού προέρχονται τα ποσά που διατίθενται στις δημοπρασίες και τι είδους παράνομες δραστηριότητες συγκαλύπτουν είναι μια άλλη υπόθεση. «Πλούσιοι λερώνουν κάθε ημέρα τα χέρια τους σε όχι τόσο νομότυπες δουλειές και εξαγνίζονται όταν δίνουν χρήματα στην τέχνη» έγραφαν με δραματικούς τόνους τα «Επίκαιρα» το μακρινό 1982. Στις δημοπρασίες ο αγοραστής ή ακόμα και ο πωλητής μπορεί να παραμείνει ανώνυμος εφόσον το επιθυμεί. Υπάρχει υπερβολική μυστικότητα που ενθαρρύνει την έλλειψη διαφάνειας και εκεί μέσα στα θολά νερά πολλές παράνομες δραστηριότητες μπορούν να εκκολαφθούν ανενόχλητες. Το ξέπλυμα χρημάτων πολύ δύσκολα αποδεικνύεται.
Και ο πρίγκιπας Μπιν Σαλμάν αρχικά ανώνυμος ήθελε να παραμείνει, όμως ένα σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «The New York Times» αποκάλυψε την ταυτότητά του. Ο ίδιος λογικά θα επιθυμούσε να μη δημοσιοποιηθεί η αγορά του πίνακα σε μια χρονική στιγμή που τα περισσότερα μέλη της σαουδαραβικής ελίτ διώκονται για αδικήματα όπως η διαφθορά και ο παράνομος πλουτισμός. Δεν χρειάζεται όμως να πάμε μακριά, ας θυμηθούμε πώς το σκάνδαλο των εξοπλιστικών προγραμμάτων στην Ελλάδα έφερε στην επιφάνεια την επίκληση πώλησης τριών πινάκων μεγάλης αξίας, δύο του Θεόδωρου Στάμου και ενός του Λούτσιο Φοντάνα, σε συλλέκτη έργων τέχνης προκειμένου να δικαιολογηθεί το ποσό των 500.000 ευρώ που φέρεται να είχε λάβει ως «μίζα» από τη Siemens o Αντώνης Κάντας, πρώην αναπληρωτής διευθυντής Εξοπλισμών επί υπουργίας Τσοχατζόπουλου στο ΥΠΕΘΑ. Το σκάνδαλο δεν συνδέεται με κάποιον οίκο δημοπρασιών, αλλά δίνει ένα μέτρο τού γιατί άνθησε το «Χρηματιστήριο της Τέχνης» και στην Ελλάδα τις δεκαετίες που μας πέρασαν.

Η ελληνική περίπτωση

Γιατί από όταν ξεκίνησε ουσιαστικά το 1988 η εισαγωγή αγγλικών δημοπρατικών προτύπων από τον οίκο Μιχαλαριά στη χώρα μας, οι Ελληνες έσπευσαν να αποκτήσουν τέχνη με κάθε τίμημα. Στο παιχνίδι μπήκαν σύντομα και οι Christie’s το 1993 με το ελληνικό παράρτημά τους και τις δημοπρασίες επί ελληνικού εδάφους. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται την αίσθηση που είχε προκαλέσει η πώληση του «Κρυφού Σχολειού» του Νικολάου Γύζη για το ιλιγγιώδες, για την εποχή, ποσό των 187.500.500 δραχμών. Eίναι γνωστό ότι τα limit ups στις μετοχές των έργων τέχνης οφείλονται σε περιόδους «αιφνίδιου πλούτου». Η κοινωνική αναβάθμιση πηγαίνει πακέτο με την τέχνη, οπότε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή άρχισαν να μπαίνουν και οι μικρομεσαίοι στο παιχνίδι, τα σαλόνια άρχισαν να διακοσμούνται με πίνακες ζωγραφικής, ορισμένοι καλλιτέχνες απέκτησαν status celebrity και το «Χρηματιστήριο της Τέχνης» έγινε ο αγαπημένος τίτλος σε άρθρα κάθε εφημερίδας και περιοδικού του ελληνικού Τύπου.
Οι ζωγράφοι της Σχολής του Μονάχου (Γύζης, Βολανάκης, Λύτρας, Ιακωβίδης κ.ά.) είχαν την τιμητική τους και σύντομα εμφανίστηκαν στην αγορά, πιο δυναμικά από τη δεκαετία του ’80, πίνακες με αμφίβολη προέλευση και τεκμηρίωση. Tα λεγόμενα πλαστά έργα, ένα εμπόριο που ευδοκιμεί στη χώρα και όσο υπάρχει τέχνη σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, εξακολουθεί να μην υπάρχει κάποιο θεσμικό πλαίσιο που θα προστάτευε από την εξαπάτηση καλλιτέχνες και ανθρώπους που εμπλέκονται με την τέχνη. Iσως η δημιουργία ενός σώματος ορκωτών εκτιμητών διορισμένων από το αρμόδιο υπουργείο και με επιτήρηση εισαγγελέα, όπως γίνεται στη Γαλλία, θα ήταν μια λύση. Στην Ελλάδα υπάρχει το Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητώντου υπουργείου Οικονομικών το οποίο αντικατέστησε το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών το 2013, και αφορά όλες τις ειδικότητες εκτιμητών. Τα μέλη του όμως λειτουργούν ως ιδιώτες. «Εκτιμούμε μόνο την αξία ενός έργου όταν θέλει κάποιος να τη γνωρίζει για λόγους φορολογικούς, κληρονομικούς ή για να ασφαλίσει τα έργαή για οποιονδήποτε άλλο σκοπό» λέει στο BHMAgazino η Εργίνα Ξυδούς, ιστορικός τέχνης (η μόνη στο Μητρώο Εκτιμητών του υπουργείου) και πιστοποιημένη εκτιμήτρια. «Οσον αφορά τη γνησιότητα ενός έργου, συνεργαζόμαστε με εξειδικευμένους συναδέλφους ή με ιδρύματα καλλιτεχνών, και παράλληλα ενίοτε κάνουμε αυτόνομη ερευνα».
Ο νόμος 3028/2002 απαγορεύει στα μέλη του προσωπικού του υπουργείου Πολιτισμού και των μουσείων του Δημοσίου, όπως η Εθνική Πινακοθήκη, να χορηγούν πιστοποιητικά γνησιότητας ή να προβαίνουν σε εκτιμήσεις παρά μόνο όταν καλούνται από κάποια δημόσια αρχή. Οπως συνέβη στην περίπτωση των φερόμενων ως πλαστών Παρθένηδων, δύο πινάκων που βρίσκονταν στην κατοχή του Διαμαντή Διαμαντίδη και διαπιστώθηκε ότι η γνησιότητά τους ήταν κάτι παραπάνω από αμφίβολη αφότου ο εφοπλιστής κινήθηκε δικαστικά εναντίον των Sotheby’s για να το αποδείξει.
Ο πίνακας «Η κυρία με τα λευκά» του Δημήτρη Γαλάνη είχε αποσυρθεί το 2009 από δημοπρασία του οίκου Bonhams στο Λονδίνο γιατί είχε θεωρηθεί πλαστός. «Ο οίκος δεν επιδιώκει να βγάζει πλαστά έργα. Δεν συμφέρει για ένα ποσοστό που θα βγάλει από ένα έργο να προωθήσει κάτι πλαστό» θα μας πει η Τερψιχόρη Αγγελοπούλου, διευθύντρια του γραφείου των Bonhams στην Αθήνα. «Τα έργα αναρτώνται στο Internet έναν μήνα πριν από τη δημοπρασία, εκδίδεται ο κατάλογος που περιλαμβάνει ιστορικά στοιχεία που τα αφορούν, γίνεται η έκθεση και μπορεί να έρθει ο υποψήφιος αγοραστής μαζί με έναν ειδικό που γνωρίζει τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη και να κρίνει την ποιότητα και την προέλευση του πίνακα. Καμιά φορά μπορεί να ξεφύγει κάτι, λάθη κάνουμε όλοι. Στην περίπτωση του Γαλάνη μάς είχε γνωματεύσει τη γνησιότητα ο ιστορικός τέχνης κ. Εμμανουήλ Μαυρομάτης και μετά άλλαξε γνώμη. Εμείς το αποσύραμε το έργο, δεν βγήκε σε δημοπρασία. Σε κάθε περίπτωση, είναι καλυμμένος ο αγοραστής σε περίπτωση λάθους να πάρει πίσω τα χρήματά του μέσα σε πέντε χρόνια εφόσον αποδειχθεί ότι το έργο δεν είναι γνήσιο», βάσει του αγγλικού δικαίου στο οποίο υπάγονται οι αγγλικοί οίκοι δημοπρασίας.
Ο οίκος Bonhams είναι πλέον ο μόνος που διοργανώνει Greek Sales στο εξωτερικό. «Οι πιο ισχυρές δημοπρασίες έγιναν την περίοδο 2004-2007» λέει ο εικαστικός σύμβουλος και εκτιμητής του οίκου Τιμολέων Οικονομόπουλος. «Το 2016 ήταν η χειρότερη χρονιά, αλλά οι δύο τελευταίες δημοπρασίες έδειξαν ότι σιγά-σιγά τα πράγματα έχουν αρχίσει να βελτιώνονται».
Η κρίση υποτίθεται ότι διαχώρισε την ήρα από το στάρι, δηλαδή τους αλεξιπτωτιστές της τέχνης από τους ουσιαστικούς φιλότεχνους, και ανέδειξε ως πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Γιάννη Μόραλη, τον Θεόφιλο, τον Νίκο Εγγονόπουλο αλλά κυρίως τον Γιάννη Τσαρούχη, καθώς οι συλλέκτες έχουν πλέον εκσυγχρονίσει, τρόπον τινά, τα γούστα τους και το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντός τους έχει μετατοπιστεί από τη Σχολή του Μονάχου και τον κάποτε περιζήτητο Κωνσταντίνο Βολανάκη. Το έργο του Τσαρούχη «Γυναίκα από την Αταλάντη» (1962) πουλήθηκε για 335.352 ευρώ το 2015, τη στιγμή που η τιμή που θα έπιανε υπολογιζόταν ανάμεσα σε 111.784 και 167.676 ευρώ, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει στο Artprice.com, τη διαδικτυακή βάση δεδομένων με τις τιμές των έργων στις δημοπρασίες, μεταξύ άλλων στοιχείων για την αγορά της τέχνης. «Τώρα είναι πολύ πιο συγκεκριμένο το κοινό που αγοράζει από δημοπρασίες. Είναι άτομα με υψηλό κοινωνικό εισόδημα, κυρίως Ελληνες της Διασποράς. Πάντως πρέπει να ξέρετε ότι παντού στον κόσμο οι αγορές είναι τοπικές. Οι Ελληνες αγοράζουν έλληνες ζωγράφους, οι Ιταλοί Ιταλούς και ούτω καθεξής. Απλώς κάποια ονόματα είναι διεθνή και εμφανίζονται παντού, όπως οι ιμπρεσιονιστές ή τα μεγάλα ονόματα στη σύγχρονη τέχνη. Από την άλλη, εμφανίζονται και ορισμένοι ξένοι που έχουν δει ένα ελληνικό έργο τέχνης και θέλουν να το αποκτήσουν, αλλά είναι λίγοι. Η ελληνική αγορά όμως δεν είναι διεθνής αγορά» λέει ο κ. Οικονομόπουλος.
Ερωτήματα λοιπόν προκαλεί η απόφαση των ιδιοκτητών των έργων της Αγλαΐας (Μπούμπας) Λυμπεράκη, δεύτερης συζύγου του Γιάννη Μόραλη, να πουλήσουν τα έργα της στη Γαλλία μέσα από τον οίκο δημοπρασιών Rossini τον Νοέμβριο που μας πέρασε. Πρόκειται για μια γλύπτρια που είναι ελάχιστα γνωστή ακόμα και στους φιλότεχνους, δεδομένου όμως ότι υπήρξε συνεργάτρια του μεγάλου έλληνα καλλιτέχνη ενδεχομένως να περίμενε κανείς ότι τα έργα της θα δημοπρατούνταν σε ποσά μεγαλύτερα από τους τριψήφιους αριθμούς που βλέπει κανείς στον κατάλογο του γαλλικού οίκου ή ότι οι ιδιοκτήτες τους, οι κληρονόμοι του Μόραλη, θα αποπειρώνταν να ακολουθήσουν σε μικρογραφία το παράδειγμα του τμήματος μάρκετινγκ των Christie’s. Οτι δηλαδή θα παρουσίαζαν σε έκθεση τα έργα στην Ελλάδα, όπου το κοινό θα έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να τα γνωρίσει και να ανέβει και η αξία τους. Εστω κι έτσι όμως, τα έργα πουλήθηκαν σχεδόν όλα, αν και φημολογείται ότι μάλλον ένας και μοναδικός είναι ο αγοραστής. Στον κόσμο των δημοπρασιών όλα είναι εφικτά και όλα επιτρέπονται.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ