«Είναι η οικονομία, ανόητε!». Ετσι λένε όσοι είδαν πίσω από την επίσκεψη του Εμανουέλ Μακρόν στην Κίνα κάτι μεγαλύτερο και πιο συμβολικό: Τώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ αποξενώνει τους δυτικούς συμμάχους των ΗΠΑ και η Βρετανία ξεκινά την αποχώρησή της από την ΕΕ, η στιγμή μπορεί να σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου οικονομικού άξονα Κίνας – ΕΕ στην παγκόσμια πολιτική.
Να γιατί ο γάλλος πρόεδρος μίλησε για «μια συμμαχία με την Κίνα για το μέλλον του κόσμου» και για τη συμμετοχή της Ευρώπης στο κολοσσιαίο κινεζικό σχέδιο των νέων Δρόμων του Μεταξιού. Αν πρόκειται πράγματι για μια «στρατηγική στροφή» και την ανάδυση του «σινο-ευρωπαϊκού άξονα», δύο πράγματα θεωρούνται βέβαια. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να διεκδικήσουν μεγαλύτερη αμοιβαιότητα στις εμπορικές σχέσεις με τον ανερχόμενο υπερ-γίγαντα της Ασίας και οι Αμερικανοί θα πρέπει να ανησυχούν.
Ο Μακρόν έφυγε από το Πεκίνο, την περασμένη εβδομάδα, με καμιά πενηνταριά εμπορικές συμφωνίες με τους Κινέζους, αλλά το μεγάλο ντιλ για την πώληση Airbus A320 έμεινε σε επίπεδο εκδήλωσης προθέσεων –θα ολοκληρωθεί τους επόμενους μήνες, ίσως παράλληλα με τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για τη νέα διμερή εμπορική συμφωνία ΕΕ – Κίνας, που είναι το μεγάλο ζητούμενο για τους Ευρωπαίους.

Οι Κινέζοι στηρίζουν το ευρώ

Ηδη Κίνα και ΕΕ έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς στον νομισματικό τομέα. Το Πεκίνο έχει υποστηρίξει από την αρχή το ευρώ, το οποίο είναι η μόνη σοβαρή εναλλακτική λύση έναντι του δολαρίου, και έχει διαφοροποιήσει τα συναλλαγματικά αποθέματά του, τα μεγαλύτερα στον κόσμο, έτσι ώστε πλέον διατηρεί πάνω από το ένα τρίτο σε ευρώ και λίγο περισσότερο από το μισό σε δολάρια, μείωση περίπου 30% από το 1999, όταν άρχισε να κυκλοφορεί το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.
Οι σινο-ευρωπαϊκοί χρηματοπιστωτικοί και νομισματικοί δεσμοί ενισχύθηκαν στη διάρκεια της κρίσης του ευρώ επειδή η Κίνα άρχισε να αποσύρει τα περιουσιακά στοιχεία της σε δολάρια και αγόραζε αυξανόμενες ποσότητες ομολόγων της ευρωζώνης, ιδίως των γερμανικών ομόσπονδων κρατιδίων, τα οποία θεωρήθηκαν ασφαλέστερα από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Αυτό έγινε εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες έπρεπε να αυξήσουν τις αποδόσεις των τίτλων τους για να προσελκύσουν επενδυτές. Ακολούθησε, ίσως σε αντάλλαγμα, η απόφαση της Ευρώπης να στηρίξει την ένταξη του κινεζικού νομίσματος στο καλάθι νομισμάτων του ΔΝΤ. Ηταν μια κίνηση άκρως πολιτική, η οποία ελήφθη επίσης σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον.

Πυλώνας το εμπόριο

Αλλά η σχέση ΕΕ – Κίνας βασίζεται πάνω από όλα στο εμπόριο. Μεταξύ του 2002 και του 2016 το συνολικό εμπόριο ΕΕ – Κίνας αυξήθηκε σημαντικά, από 125 δισ. ευρώ σε περίπου 515 δισ. ευρώ. Σήμερα η Κίνα και η ΕΕ εμπορεύονται περισσότερα από 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ σε αγαθά κάθε ημέρα και το συνολικό διμερές εμπόριο το 2016 ήταν 514,6 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην πραγματικότητα, η ΕΕ είναι πλέον ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Κίνας (αν και η Κίνα είναι στη δεύτερη θέση της ΕΕ, μετά τις ΗΠΑ).
Επιπλέον, η Ευρώπη είναι πλέον ο κορυφαίος προορισμός των κινεζικών ξένων επενδύσεων, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κίνα επένδυσε περίπου 164 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ευρώπη μεταξύ του 2005 και του 2016, έναντι 103 δισ. δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες την ίδια περίοδο.
Αλλά δεν είναι όλα ρόδινα στον σινο-ευρωπαϊκό ορίζοντα. Η Λαϊκή Κίνα περιορίζει τις ξένες επενδύσεις στην εγχώρια αγορά της σε όλους σχεδόν τους τομείς και στις Βρυξέλλες μόνιμη γκρίνια είναι η «έλλειψη αμοιβαιότητας» της Κίνας: Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν συνεχώς δυσκολίες και εμπόδια για την είσοδό τους στην αχανή κινεζική αγορά, ενώ οι κινεζικές εταιρείες λαμβάνουν συχνά βοήθεια από την κυβέρνησή τους μέσω επιδοτήσεων ή απλούστερων διαδικασιών. Οι μεγάλες κυβερνητικές συμβάσεις χορηγούνται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στις κινεζικές εταιρείες, ενώ οι ξένες, ιδιαίτερα εκείνες με αναγνωρισμένα εμπορικά σήματα και προηγμένα τεχνολογικά προϊόντα, υποχρεώνονται να μοιράζονται την εξειδίκευσή τους προτού καν τους επιτραπεί η είσοδος στην κινεζική αγορά.
Αυτό έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση σχετικά με τις αυξανόμενες ανισορροπίες μεταξύ Ευρώπης και Κίνας. Μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, έχουν ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επανεξετάσει τους κανόνες για τις ξένες επενδύσεις στην ΕΕ. Ηταν ένα σαφές μήνυμα προς το Πεκίνο για το άνοιγμα της πρόσβασης στις αγορές του, τη στιγμή που οι δύο πλευρές διαπραγματεύονται μια διμερή επενδυτική συμφωνία η οποία αποσκοπεί ακριβώς στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων της αμοιβαιότητας.

«Δούρειος ίππος» Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη

Στο μυαλό των Κινέζων, ο περιώνυμος νέος Δρόμος του Μεταξιού οδηγεί κυρίως στη μεγάλη και πλούσια καταναλωτική αγορά της ΕΕ, με πύλες εισόδου την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη στη στεριά και τον Πειραιά στη θάλασσα.

Οι πιο καχύποπτοι μιλάνε για «δούρειο ίππο» όταν αναφέρονται στον λεγόμενο μηχανισμό «16+1» με τον οποίο η Κίνα αυξάνει σταθερά την επιρροή της σε Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Πρόκειται για μια πλατφόρμα που δημιουργήθηκε το 2012 με τους ηγέτες 16 χωρών, περιλαμβανομένων κρατών-μελών της ΕΕ, όπως οι Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Σλοβενία, και των τριών χωρών της Βαλτικής και χρησιμοποιήθηκε ως εφαλτήριο για το σχέδιο «Ενας Δρόμος, Μία Ζώνη».
Μεγάλα έργα υποδομής αρχίζουν να παίρνουν μορφή προκαλώντας αντιπαραθέσεις και ανησυχίες στις Βρυξέλλες. Μια από τις μεγαλύτερες κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις κατασκευάζει νέα σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας μεταξύ Βελιγραδίου και Βουδαπέστης, ενώ η Κομισιόν ερευνά για πιθανή παραβίαση της διαφάνειας κατά τη διαδικασία δημόσιων προσφορών που σχετίζονται με το έργο. Το λιμάνι του Πειραιά είναι άλλο ένα παράδειγμα. Από το 2016 η κινεζική COSCO ελέγχει το λιμάνι έχοντας αποκτήσει το 51% του ΟΛΠ (με δυνατότητα να αποκτήσει ακόμη 16% έως το 2021). Η ιδέα είναι απλή: μέσω του θαλάσσιου Δρόμου του Μεταξιού και την επέκταση της Διώρυγας του Σουέζ, η Κίνα θα μπορεί να έχει πρόσβαση στη Μεσόγειο και να χρησιμοποιήσει τον Πειραιά ως πλατφόρμα για κινεζικά προϊόντα και εταιρείες.
Ορισμένες χώρες της Ευρώπης – ιδίως όσες είναι εκτός ΕΕ – συχνά δεν έχουν άλλη επιλογή παρά μόνο τα κινεζικά κεφάλαια, αλλά η πλούσια Δυτική Ευρώπη έχει διαφορετική αντίληψη για την Κίνα, εξ ου και η αποφασιστικότητα του Μακρόν να προστατεύσει ευαίσθητες τεχνολογίες που αφορούν την ευρωπαϊκή στρατηγική, ανεξαρτησία και ασφάλεια.
Αν και ο νέος Δρόμος του Μεταξιού προσφέρει αναμφισβήτητα ευκαιρίες στην Ευρώπη, είναι πάνω από όλα ένα κινεζικό πρόγραμμα που έχει στόχο να επεκτείνει την κινεζική επιρροή στην Ευρασία τα επόμενα 40 χρόνια. Και δεν είναι σαφές πόσο έλεγχο θα έχουν οι «εταίροι» της Κίνας σε αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο των 900 δισ. δολαρίων.
Στις Βρυξέλλες πολλοί ανησυχούν για την κινεζική διείσδυση και τονίζουν με νόημα πως οποιοδήποτε σχέδιο φιλοδοξεί να συνδέσει την Ευρώπη με την Ασία θα πρέπει να βασίζεται σε σειρά αρχών, περιλαμβανομένων των κανόνων της ελεύθερης αγοράς και των διεθνών προτύπων, και θα πρέπει να λειτουργεί προς όφελος όλων. «Να μην είναι δρόμος μονής κατεύθυνσης» όπως είπε πολύ παραστατικά, από κινεζικού εδάφους, ο Μακρόν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ