Με τη συμμετοχή σαράντα ενός ειδικών (καθηγητών, εμπειρογνωμόνων) για τα ευρωπαϊκά θέματα, καθώς και προσωπικοτήτων όπως οι Κ. Σημίτης και Β. Βενιζέλος, και σε επιμέλεια των καθηγητών Σ. Βέρνυ και Αντ. Κόντη, εκδόθηκε μόλις πρόσφατα ένας ογκώδης (780 σελίδων), τιμητικός προς το όνομά μου, τόμος (βλέπε Σ. Βέρνυ, Αντ. Κόντης, «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι πολλαπλές κρίσεις και οι προκλήσεις του μέλλοντος», τιμητικός τόμος για τον Παναγιώτη Κ. Ιωακειμίδη, εκδόσεις Παπαζήση). Φυσικά, πέρα από τη δημόσια έκφραση των βαθύτατων ευχαριστιών, ούτε δικαιούμαι ούτε μπορώ να σχολιάσω τα κείμενα του τόμου.
Ωστόσο, η ανάγνωσή τους μου προκάλεσε ένα κεντρικό ερώτημα: Καθώς η Ελλάδα έχει μπει στον 38ο χρόνο συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), έχει αφήσει κάποιο θετικά ευδιάκριτο αποτύπωμα στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε θεσμούς, πολιτικές κ.λπ., κάτι που δεν θα υπήρχε ίσως χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε πρόσφατη τοποθέτησή του είπε ότι «χωρίς την Ελλάδα η Ευρώπη θα ήταν διαφορετική». Αλλά σε τι συγκεκριμένα θα ήταν διαφορετική, πέρα από τη γενικότερη θεώρηση της συνεισφοράς της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό; Κατά κανόνα, η εκτίμηση για τη «συνεισφορά» της Ελλάδας στην ΕΕ έχει αρνητικό πρόσημο, μια χώρα προβληματική, περίεργη («the odd man out» όπως την αποκάλεσαν οι «Financial Times»), με εξαιρέσεις, βέτο, αστερίσκους, που με την κρίση χρέους και ελλειμμάτων παρ’ ολίγον να τινάξει στον αέρα την ευρωζώνη/ΟΝΕ, μια χώρα για την οποία πολλές φορές έχει καθ’ υπερβολήν λεχθεί ότι καλό θα ήταν να μην είχε ενταχθεί στην Ενωση».
Και όμως χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας η Ευρωπαϊκή Ενωση θα ήταν πράγματι διαφορετική και ελλειμματική σε τουλάχιστον πέντε πολύ συγκεκριμένους τομείς. Τους ακόλουθους:
Πρώτον, η Ενωση δεν θα είχε στους κόλπους της ως πλήρες μέλος την Κύπρο. Γιατί χωρίς τη στρατηγική του Κ. Σημίτη, την περίοδο 1999-2004, της διασύνδεσης της ένταξης της Κύπρου με την ένταξη των χωρών τής τότε Αν. Ευρώπης δεν υπήρχε απολύτως καμία προοπτική ένταξης, όσο καλά προετοιμασμένη και αν ήταν (χάρη στις προσπάθειες Γ. Κληρίδη, Γ. Βασιλείου, κ.ά.). Καμία από τις τότε δεκαπέντε χώρες-μέλη δεν ήθελε την Κύπρο στην ΕΕ. Η Ελλάδα την «επέβαλε» με τις διασυνδέσεις της. Και παρά τα οποιαδήποτε προβλήματα, η συμμετοχή λειτουργεί θετικά για την ίδια την Κύπρο, την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Δεύτερον, το άνοιγμα της διαδικασίας ένταξης των χωρών των Δ. Βαλκανίων (χώρες που προήλθαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας) στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτό οφείλεται στην περίφημη Ατζέντα της Θεσσαλονίκης (Thessaloniki Agenda), το κείμενο/οδικό χάρτη, δηλαδή, που η τέταρτη Ελληνική Προεδρία, στο Συμβούλιο της ΕΕ το 2003 διαπραγματεύτηκε στη Χαλκιδική. Χρειάστηκε να χυθεί πολύ (διαπραγματευτικό) αίμα για να υιοθετηθεί το κείμενο αυτό, καθώς με εξαίρεση της Ιταλίας κανένα άλλο κράτος-μέλος δεν ήταν ιδιαίτερα θετικό στην προοπτική της πλήρους ένταξης των Δ. Βαλκανίων. (Να σημειώσουμε βεβαίως ότι η Ελλάδα, που άνοιξε τη διαδικασία το 2003, στη συνέχεια την κλόνισε με διάφορες άστοχες ενέργειές της)
Τρίτον, χωρίς την Ελλάδα ως μέλος δεν θα υπήρχε στο σύστημα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) η περίφημη «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» στο άρθρο 42, παρ. 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Η ρήτρα αυτή δεσμεύει νομικά τα κράτη-μέλη της Ενωσης «να παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους» σε άλλο κράτος-μέλος – θύμα ένοπλης επιθετικότητας. Η ρήτρα αυτή προτάθηκε από την Ελλάδα (συγκεκριμένα από τον γράφοντα ύστερα από οδηγίες του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, το 2002) στη διαπραγμάτευση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και στη συνέχεια «πέρασε» στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Πρόκειται για μια πολλαπλώς σημαντική ρύθμιση στο μέτρο που συμβάλλει στη μετατροπή της Ενωσης σε «σύστημα συλλογικής ασφάλειας» αφενός, αλλά και στην προστασία των ελληνικών συμφερόντων (ακεραιότητας, ανεξαρτησίας) αφετέρου. Η ειρωνεία είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση ελάχιστο ενδιαφέρον δείχνει για τη ρήτρα και την προώθηση των λειτουργικών ρυθμίσεων (modalities) που χρειάζονται για την ενεργοποίησή της.
Τέταρτον, η Ενωση δεν θα είχε πιθανότατα το πρότυπο διαρθρωτικής πολιτικής συνοχής και σύγκλισης που έχει χωρίς τον ρόλο της Ελλάδας. Η πολιτική συνοχής (με τα γνωστά ΚΠΣ, ΕΣΠΑ) προέκυψε το 1988 ως συνέχεια των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ) που η Ελλάδα διεκδίκησε και πέτυχε στη δεκαετία του 1980. Βεβαίως η πρόταση Ζακ Ντελόρ τότε συνεκτιμούσε και τις συνέπειες που θα είχε η εγκαθίδρυση της ενιαίας, εσωτερικής αγοράς στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες-μέλη, αλλά χωρίς το προηγούμενο των ΜΟΠ είναι αμφίβολο εάν η διαρθρωτική πολιτική θα είχε τελικά το ευεργετικό περιεχόμενο που προσέλαβε. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ενταχθούν και οι ειδικές ρυθμίσεις των Συνθηκών για την ενίσχυση των νησιωτικών περιοχών που έγιναν αποδεκτές έπειτα από ελληνική πρωτοβουλία και πίεση.
Πέμπτον, και κατά ειρωνικό τρόπο, η Ενωση και ειδικότερα η ευρωζώνη δεν θα είχαν τους θεσμούς και τις πολιτικές που έχουν σήμερα για την πρόληψη και διαχείριση κρίσεων χωρίς την Ελλάδα και την κρίση της. Με άλλα λόγια, το πιθανότερο, αν όχι βέβαιο, είναι ότι η Ενωση δεν θα είχε συστήσει τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), το πακέτο ρυθμίσεων (six-pack, two-pack) για την αποτελεσματικότερη εποπτεία δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής, το «ευρωπαϊκό εξάμηνο» κ.λπ. χωρίς την ελληνική κρίση και την ανάγκη διαχείρισής της. Ενδεχομένως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να μην είχε αναλάβει κάποιες από τις λειτουργίες που τελικά ανέλαβε χωρίς το ελληνικό πρόβλημα.
Αυτές είναι οι πέντε συγκεκριμένες περιοχές θετικού, ξεχωριστού αποτυπώματος της Ελλάδας στην ΕΕ (πέρα από τις άλλες επιμέρους συμβολές στη διαπραγματευτική διαδικασία). Είναι βέβαια θλιβερό ότι σε σειρά άλλων ο ρόλος-συμβολή της Ελλάδας έχει τόσο αρνητικό πρόσημο…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ