Τον Αύγουστο του 2018 ολοκληρώνεται η περίοδος των μνημονίων. Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να καλύπτει τυχόν ελλείμματα με προσφυγή μέσω έκδοσης ομολόγων στις αγορές. Δεν σημαίνει όμως πως αποκτά την πλήρη κυριότητα της οικονομικής και κυρίως της δημοσιονομικής πολιτικής.
Σύμφωνα με ό,τι ισχύει στην ΕΕ, μια χώρα βρίσκεται κάτω από αυστηρή επιτήρηση ώσπου να εξοφλήσει το 75% του δημόσιου χρέους της (το τμήμα του χρέους που είναι κρατικό).
Μέχρι να συμβεί αυτό, επιτήρηση σημαίνει έλεγχο των αποφάσεων οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης από τους θεσμούς της ΕΕ και απόρριψη όσων δεν είναι συμβατές με τη μείωση του χρέους. Δηλαδή μέτρα λιτότητας θα ισχύουν και μετά, σε πιο ήπια μορφή.
Απόρριψη μέτρων σε πρώτη φάση, όταν κοινοποιούνται, σημαίνει πως οι αγορές θα ζητούν υψηλότερα επιτόκια για τα ελληνικά ομόλογα, δηλαδή πρόσθετη επιβάρυνση στα δημοσιονομικά μεγέθη.
Σε δεύτερη φάση, αν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί, σημαίνει επιβολή διάφορων κυρώσεων, όπως π.χ. αποκλεισμός από κοινοτικούς πόρους, από ενδεχόμενο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, αν χρειαστεί μελλοντικά.
Το ερώτημα είναι πόσο μακρά μπορεί να είναι η περίοδος επιτήρησης. Οι εκτιμήσεις μας δείχνουν μελλοντικές μακροχρόνιες τάσεις και δεν μπορεί να είναι απόλυτα ακριβείς, όπως καμία μακροχρόνια πρόβλεψη. Τα δεδομένα του 2017 είναι:
ΑΕΠ 178 δισ. ευρώ, δημόσιο χρέος 321 δισ., από το οποίο 240 δισ. ευρώ κρατικό χρέος.
Αν ανακεφαλαιοποιηθούν οι τόκοι της πενταετούς περιόδου χάριτος (λήγει το 2022), που θεωρούμε το πιο πιθανό, στα 240 δισ. πρέπει να προστεθούν 30 δισ. ευρώ, οπότε το δημόσιο χρέος ανέρχεται στα 270 δισ. ευρώ.
Αυτή είναι η βάση εκκίνησης, δηλαδή, κάτω από επιτήρηση, ώσπου να μειωθεί το χρέος στα 67 δισ. ευρώ (το 25% του 270).
Πόσα χρόνια θα χρειαστούν για να μειωθεί το χρέος σε αυτό το ύψος, δηλαδή να μειωθεί το χρέος κατά 203 δισ. ευρώ;
Ας υποθέσουμε ότι σε μια πρώτη περίοδο η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώνει 6 δισ. τόκους τον χρόνο (με βάση τα σημερινά επιτόκια) και θα κατορθώνει να αποπληρώνει 1 δισ. ευρώ κεφάλαιο τον χρόνο (που σημαίνει ότι θα απαιτούνταν πλεονάσματα με βάση το σημερινό ΑΕΠ, όχι 3,5% αλλά 4,2%, μάλλον αδύνατον να επιτευχθούν). Σταδιακά, όσο συνεχίζεται η αποπληρωμή του χρέους, το κεφάλαιο που απομένει μειώνεται και εκείνο, άρα και οι απαιτούμενοι τόκοι το ίδιο, πράγμα που επιτρέπει μεγαλύτερη ετήσια αποπληρωμή κεφαλαίου, πάντα με την προϋπόθεση πως η χώρα δεν αναλαμβάνει νέο χρέος.
Παράλληλα, αν υπάρχει ικανοποιητικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, π.χ. 2,5% το έτος μεσοσταθμικά, τότε το ΑΕΠ από τα 178 δισ. το 2017 θα έφτανε σε πέντε χρόνια τα 200 δισ. ευρώ. Ακόμα και με ίδιο ύψος επιβάρυνσης τόκων 6 δισ. το έτος, η χώρα θα μπορούσε, λόγω μεγαλύτερου ΑΕΠ, να αποπληρώνει μεγαλύτερο τμήμα κεφαλαίου. Ενα πλεόνασμα π.χ. 3,5% με ΑΕΠ 200 δισ. ευρώ σημαίνει 7 δισ. ευρώ, δηλαδή θα είχε 1 δισ. ευρώ διαθέσιμο για πληρωμή κεφαλαίου, χωρίς να χρειάζεται πλεόνασμα 4,2%, που θα ήταν αναγκαίο για το ίδιο ποσό με ΑΕΠ 178 δισ. σε μία δεκαετία (όσο ήταν πριν από την κρίση). Τότε, με ίδιο ποσοστό πλεονάσματος 3,5%, το διαθέσιμο ποσό είναι περίπου 8 δισ. ευρώ, πράγμα που θα επέτρεπε την αποπληρωμή 2 δισ. κεφαλαίου το έτος.
Το βασικό συμπέρασμα όμως είναι πως σε κάθε περίπτωση θα χρειαστεί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να μειωθεί το χρέος στο 25%, στο παραπάνω σενάριο, έναν αιώνα περίπου!
Βέβαια, με εξαίρεση το Λουξεμβούργο, καμία χώρα της ΕΕ δεν έχει δημόσιο χρέος μικρότερο του 25% επί του ΑΕΠ. Συνεπώς, θεωρητικά, όλες θα έπρεπε να είναι υπό επιτήρηση. Ωστόσο η διαφορά είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους αυτών των χωρών (σε σχέση με την Ελλάδα) είναι προς τις αγορές και όχι προς άλλες κυβερνήσεις και το ΔΝΤ.
Οι χώρες της ΕΕ που είχαν χρέη προς άλλες κυβερνήσεις και το ΔΝΤ ήταν οι 3 χώρες που μαζί με την Ελλάδα είχαν υπαχθεί σε καθεστώς μνημονίων, δηλαδή η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος.
Ενα πιο ευνοϊκό σενάριο λαμβάνει υπ’ όψιν τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις. Υποθέτουμε πως, στην πιο αισιόδοξη περίπτωση, το συνολικό ποσό από ιδιωτικοποιήσεις μπορεί να φτάσει τα 30 δισ. ευρώ, που είναι περίπου το ίδιο με την πιθανή ανακεφαλαιοποίηση των τόκων της περιόδου χάριτος. Δεδομένου πως τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις πηγαίνουν για τη μείωση του χρέους, το χρέος θα μειωνόταν κατά 30 δισ., θα κατέβαινε δηλαδή στα 240 δισ. ευρώ, και το 75% αντιστοιχεί σε 180 δισ. αντί για τα 203 δισ. ευρώ του προηγούμενου σεναρίου χωρίς ιδιωτικοποιήσεις. Προφανώς, η περίοδος αποπληρωμής – επιτήρησης μειώνεται.
Ενα ακόμα πιο ευνοϊκό σενάριο προβλέπει ίδια έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, συν έμμεση ελάφρυνση του χρέους, δηλαδή χαμηλότερα και σταθερά επιτόκια για όλη την περίοδο. Αν π.χ. τα επιτόκια μεσοσταθμικά μειώνονταν στο 1% από 2%, η Ελλάδα θα χρειαζόταν αρχικά 3 δισ. ευρώ το έτος για πληρωμή τόκων αντί για 6 δισ., με τα ποσά να μειώνονται ανάλογα με την αποπληρωμή του κεφαλαίου. Αρα, με τα ίδια ποσοστά πλεονασμάτων ως προς το ΑΕΠ (άσχετα με τον ακριβή προσδιορισμό τους) μένει μεγαλύτερο ποσό για αποπληρωμή κεφαλαίου. Με αυτές τις υποθέσεις, η περίοδος επιτήρησης μειώνεται στα περίπου 50 χρόνια!
Η υποκατάσταση όμως φθηνού κρατικού δανεισμού με ακριβό ιδιωτικό δανεισμό από τις αγορές αντιστρέφει το παραπάνω. Αν π.χ. οι αγορές μάς δανείζουν μεσοσταθμικά με επιτόκιο 4%, η υποκατάσταση κάθε 10 δισ. ευρώ κρατικού χρέους (με επιτόκιο 2%) από ιδιωτικό σημαίνει πρόσθετη επιβάρυνση 200 εκατ. ευρώ το έτος.
Αν αντί να αποπληρώνουμε χρέος, απλά το υποκαθιστούμε, έχουμε την ασφαλέστερη συνταγή για την επόμενη χρεοκοπία.
Οι παραπάνω εκτιμήσεις δείχνουν μακροχρόνιες τάσεις και όχι ακριβή αποτελέσματα. Το βασικό όμως συμπέρασμα είναι πως και στην πιο αισιόδοξη περίπτωση η περίοδος επιτήρησης θα είναι πολύ μακριά, όχι 100 έτη, όπως είπε χαριτολογώντας ο κ. Τόμσεν, αλλά, αν δεν αλλάξουν τα δεδομένα, μισόν αιώνα. Μην ξεχνάμε ότι η περίοδος επιτήρησης μετά την χρεοκοπία του Τρικούπη κράτησε 80 έτη!
Βέβαια, υπάρχει και ο από μηχανής θεός ή καλός θεός της Ελλάδας.
Αν ανακαλυφθούν σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου και οι μελλοντικές τιμές παραμείνουν ακόμα και στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της πολύ γρηγορότερα. Αυτό έγινε και στη Ρωσία του Πούτιν, όπου ο πρώην άθεος πράκτορας της KGB μεταβλήθηκε (ως άλλος Σαούλ-Παύλος) σε πιστό και ευλαβή ορθόδοξο χριστιανό!
O κ. Νίκος Κ. Κυριαζής είναι καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και ο κ. Εμμανουήλ-Μάριος Οικονόμου πανεπιστημιακός υπότροφος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ