Εντός του 2017 ο Ντέιβιντ Αρμιτατζ, ο 52χρονος βρετανός καθηγητής της έδρας Λόιντ Κ. Μπλάνκφαϊν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, εξέδωσε δύο πολύ διακριτά μεταξύ τους βιβλία. Το ένα αποτυπώνει τη γενεαλογία της έννοιας του εμφυλίου πολέμου («Civil War: Α History in Ideas», εκδ. Knopf), το άλλο, μια συλλογή άρθρων διάφορων συντελεστών σε συνεργασία με τους ιστορικούς Αλισον Μπάσφορντ και Σουτζίτ Σιβασούνταραμ, προτάσσει τη σημασία της ιστορίας των ωκεανών για την παγκόσμια ιστορία («Oceanic Histories», εκδ. Cambridge University Press). Ο αναστοχασμός, η επανεπίσκεψη ιστορικών τόπων, η πρόσκληση για τη θέασή τους από διαφορετική οπτική γωνία αποτελούν χαρακτηριστικές όψεις της σκέψης και της γραφής του Αρμιτατζ. Τον συναντήσαμε στην Αθήνα όπου βρέθηκε, προσκεκλημένος του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών ως ομιλητής στην Ετήσια Διάλεξη Κ.Θ. Δημαρά, και μιλήσαμε για τη δημοκρατία, τον Φερνάν Μπροντέλ, τη θάλασσα στην παγκόσμια ιστορία.
Στο πρόσφατο βιβλίο σας για τη γενεαλογία της έννοιας του εμφυλίου πολέμου επισημαίνετε ότι η «μακρά ειρήνη» που βιώνουμε βρίσκεται πάντα ακριβώς στη σκιά του.
«Οι περισσότεροι στις δυτικές δημοκρατίες θα υπέθεταν, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, ότι οι κοινωνίες τους δεν υφίστανται την απειλή της βίας. Με τον όρο «μακρά ειρήνη» εννοούμε ότι από το 1945 και μετά το παλαιό καθεστώς της διακρατικής βίας έχει σχεδόν εκλείψει, αρχικά στον ατλαντικό κόσμο, έπειτα στην υπόλοιπη Δύση και σήμερα πλέον στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Πέρυσι, για παράδειγμα, από ένα σύνολο 40 πολέμων παγκοσμίως, μόλις μία ή δύο μικρής έκτασης συγκρούσεις για συνοριακές διαφορές στην Αφρική και στη Νότια Ασία θα χαρακτηρίζονταν πόλεμοι μεταξύ κρατών. Τείνουμε λοιπόν όλοι μας στην υπόθεση ότι ο πόλεμος με την κλασική του έννοια είναι κάτι από το οποίο έχουμε απελευθερωθεί και το υφίστανται μόνο άλλοι άνθρωποι, εκτός της Δύσης, στη Συρία, στο Αφγανιστάν, στην Υεμένη, υπό τη μορφή του εμφυλίου πολέμου».
Ως έννοια του πολιτικού λεξιλογίου σημειώνετε ότι «μοιάζει όλο και περισσότερο ως συνέχιση της δημοκρατικής πολιτικής με άλλα μέσα».
«Η αίσθηση που άλλαξε τα τελευταία δύο χρόνια είναι ότι η πολιτική αποκτά διαιρετικό, φυλετικό και πικρόχολο χαρακτήρα, ότι η γλώσσα της βίας ίσως και να εξελιχθεί κάποια στιγμή σε μια πραγματικότητα βίας. Αντλώ αυτή την εμπειρία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η ευχέρεια απόκτησης όπλων και η χρήση τους για εγκληματικούς σκοπούς αυξάνεται. Τα τελευταία πέντε χρόνια στις ΗΠΑ διεξάγεται μια συνεχής σφαγή –τα θύματα της σχετιζόμενης με όπλα βίας έχουν φτάσει τα 168.000. Και η ύπαρξη 300 εκατ. όπλων σε μια εποχή βαθιάς πολιτικής διαίρεσης δεν μπορεί παρά να μας κάνει να ανησυχούμε για το πού είναι πιθανόν να οδηγήσει σε μια τόσο οξυμμένη συγκυρία. Η γλώσσα της βίας που αναμόχλευσε ο νυν πρόεδρος στην προεκλογική του εκστρατεία και η διάδοσή της στην αμερικανική κοινωνία αποτελούν επίσης λόγο βαθιάς ανησυχίας. Πολιτικοί αναλυτές αναρωτιούνται αν βαδίζουμε προς έναν νέο εμφύλιο πόλεμο, αν όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια αναζωπύρωση της βίας όχι μόνο από μεμονωμένα άτομα, αλλά και από ένοπλες ομάδες. Απέχουμε από κάτι τέτοιο, ωστόσο η συχνότερη διατύπωση παρόμοιων ερωτημάτων αποτελεί ένδειξη ότι η «μακρά ειρήνη» μπορεί να ισχύει για τις σχέσεις μεταξύ κρατών, ωστόσο ο φόβος της βίας έχει εσωτερικευθεί και αυξάνεται ακόμα και εντός κοινωνιών με ειρηνική εξωτερικά όψη».
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό είναι μέρος της κληρονομιάς του Εμφυλίου;
«Υπάρχει σε κάποια μέρη της χώρας μια ισχυρή αίσθηση ότι ο Εμφύλιος των ετών 1861-1865 δεν τελείωσε ποτέ. Οι πολιτισμικές διαιρέσεις, οι διενέξεις, οι αυτοπροσδιορισμοί που πυροδότησαν αυτόν τον πόλεμο, που τον τροφοδότησαν και επιβίωσαν του τέλους του, δεν βρίσκονται σε αδράνεια και μπορούν να αναβιώσουν οποιαδήποτε στιγμή. Η διαμάχη, για παράδειγμα, αναφορικά με τα αγάλματα των ηγετών της Συνομοσπονδίας, των Νοτίων του Εμφυλίου, δείχνει ότι σε ορισμένα από αυτά τα μέρη της χώρας υπάρχει μια πολιτισμική εξάρτηση από ένα ζήτημα ηλικίας 150 ετών και όταν αυτό συνδέεται με την απόρριψη των εθνοτικών διαφορών ή την αναθέρμανση του ρατσισμού και της λευκής επικυριαρχίας, όπως είδαμε να συμβαίνει με τραγικό τρόπο στη Σάρλοτσβιλ, όταν ο ίδιος ο πρόεδρος υποθάλπει με τον λόγο του τις φυλετικές διαφορές, καθίσταται σαφές πως ο Αμερικανικός Εμφύλιος παραμένει ζήτημα μονίμως έτοιμο προς ανάφλεξη. Οχι με τη μορφή στρατών παραταγμένων στο πεδίο της μάχης, αλλά με όρους ενός βίαιου αυτοπροσδιορισμού, μιας χειραγώγησης της Ιστορίας και της ταυτότητας προς δημιουργία συνεχιζόμενων διαιρέσεων που ενίοτε απολήγουν σε ανοικτή βία, ακόμα και σε θανάτους».
Αν τα παραπάνω ισχύουν για τις ΗΠΑ, ποια είναι η αντίστοιχη κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ενωση;
«Το τοπίο στην Ευρωπαϊκή Ενωση μοιάζει πιο σταθερό εφέτος σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Υπήρξε αντίδραση ενάντια στον λαϊκισμό, ιδιαίτερα στην περίπτωση του ακροδεξιού λαϊκισμού στη Γαλλία, ένα ελπιδοφόρο σημάδι μετά το Brexit και τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν θα έβλεπα λοιπόν στα περισσότερα μέρη της Ευρώπης την επιδίωξη μιας φυλετικού, με την έννοια του tribal, τύπου βίας κατά τον τρόπο που φοβόμαστε στις ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, θα έλεγα ότι κανείς αισθάνεται ανακούφιση να βρίσκεται εδώ και να βλέπει κάποιες θετικές κατευθύνσεις, έστω και σε συνθήκες μεγάλων κοινωνικών πιέσεων, υψηλότατων ποσοστών ανεργίας και ανησυχίας για την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να αντιμετωπίσει τις προσφυγικές ροές».
Η πρόσφατη διάλεξή σας στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών κινήθηκε σε μια άλλη κατεύθυνση έρευνας, αυτήν της παγκόσμιας ιστορίας ως ιστορίας των θαλασσών.
«Το κεντρικό, και ίσως ελαφρώς προβοκατόρικο, επιχείρημα της διάλεξής μου βασίζεται στο γεγονός ότι ως ιστορικοί και ως άνθρωποι είμαστε ιδιαίτερα προσκολλημένοι στην ξηρά μη δίνοντας την ανάλογη σημασία στη θάλασσα. Η ομιλία μου βασίζεται σε ένα πρόσφατο εγχείρημα περί «ωκεάνιας ιστορίας», μιας προσπάθειας να φανταστούμε ξανά την ιστορία της Γης ως «ωκεάνιου πλανήτη». Η Γη άλλωστε, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τα διακριτικά χαρακτηριστικά της, είναι ένας γαλάζιος πλανήτης, όχι πράσινος ή καφέ. Μια τέτοια οπτική ταιριάζει με τη γενικότερη τάση των ιστορικών σήμερα να εξετάζουν έννοιες όπως η κινητικότητα, οι διασυνδέσεις, τα δίκτυα ως ενδεικτικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης εμπειρίας. Ετσι, στοχαζόμενοι τους ωκεανούς μπορούμε να θέσουμε ζητήματα αναφορικά με τις ανθρώπινες μετακινήσεις ανά τον κόσμο. Ας πούμε, οι υδάτινες μεταφορές ήταν ως πρόσφατα οι ταχύτερες και οικονομικότερες. Τέτοιες θεματικές συχνά διαφεύγουν από ιστορικούς που επικεντρώνονται στην ξηρά, στην επικράτεια, στο έθνος-κράτος –το οποίο ακριβώς εδράζεται στη διεκδίκηση εδαφικής επικράτειας».
Πόσο επηρεασμένη είναι μια τέτοια ιστορία από το έργο του μεγάλου γάλλου ιστορικού Φερνάν Μπροντέλ;
«Η συνήθης απάντηση είναι «όχι και πολύ». Η σύλληψη του Μπροντέλ βασιζόταν σε μια περιβαλλοντική, κλιματική ενότητα γύρω από τη Μεσόγειο, η οποία εν συνεχεία αποτέλεσε μια βάση πολιτισμικών ομοιοτήτων και διασυνδέσεων. Τέτοιες περιβαλλοντικές ενότητες δεν χαρακτηρίζουν την απεραντοσύνη του Ατλαντικού, για παράδειγμα. Το μεσογειακό μοντέλο αναπτύχθηκε από τον Μπροντέλ με αναφορά σε μια περιοχή στενά δεμένη μεταξύ της και το δικό του όραμα υπογράμμιζε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους, τις ομοιότητες και τις ιστορικές διασυνδέσεις που αναδύονται από αυτές. Αν και το δικό του πρότυπο λοιπόν παραμένει ένα από τα ισχυρότερα ιστορικά μοντέλα που διαθέτουμε, δεν μεταφέρεται εύκολα στις ωκεάνιες περιοχές».
Η ίδια η έννοια του ωκεανού, ως μιας τεράστιας και ανθεκτικής στον χρόνο ενότητας, θυμίζει τις μπροντελιανές προσεγγίσεις στα όρη και στο κλίμα;
«Οντως, αν υπάρχει μια γόνιμη και εφαρμόσιμη παράμετρος της σκέψης του Μπροντέλ στα όσα συζητάμε, αυτή είναι η σχέση των ωκεανών με τα διαφορετικά επίπεδα του χρόνου. Οι διαφορετικές «διάρκειες», άλλωστε, η «μακρά διάρκεια» του κλίματος, η «μεσαία διάρκεια» των ανθρώπινων θεσμών, η «βραχεία» διάρκεια της «γεγονοτολογικής ιστορίας», αποτελούν πιθανότατα την πιο θεμελιώδη συμβολή του στον ιστορικό στοχασμό. Πρόσφατα, περιβαλλοντικοί ιστορικοί αμφισβήτησαν τη σύλληψη των ωκεανών ως άχρονων και αμετάβλητων υποδεικνύοντας τις μεταβολές της ιστορικοποίησής τους, των υλικών τους πόρων, των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων σε σχέση με αυτούς. Επομένως, μιλάμε για διαφορετικές ιστορικές κλίμακες, και αυτό αποτελεί φόρο τιμής στον Μπροντέλ με τρόπους που νομίζω πως και ο ίδιος δεν θα μπορούσε να φανταστεί».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ