Το τρυγόνι δεν ζει πια εδώ – Η ζωή με και χωρίς αγάπη
Εκδόσεις Υψιλον, 2016
σελ. 162, τιμή 11 ευρώ
«Οι ερμηνείες των λέξεων / σκίζονται σε μέρη / που στερούν το νόημα» γράφει σε ένα από τα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής ο Βασίλης Κουγέας. Μάλλον έχει δίκιο. Η αναλυτική σκέψη αδυνατεί να συλλάβει το νόημα της ποίησης. Ταυτόχρονα δημιουργεί όμως μια σφοδρή επιθυμία για κατανόηση εκείνου που ξεφεύγει από τις λέξεις. Γιατί, λοιπόν, Το τρυγόνι δεν ζει πια εδώ –η ζωή με και χωρίς αγάπη;
Το τρυγόνι είναι σύμβολο της ομορφιάς. «Τι ωραιώθησαν σιαγόνες σου ως τρυγόνες» αναφέρεται στο Ασμα ασμάτων. Κυρίως, όμως, είναι σύμβολο της αγάπης και του παντοτινού έρωτα. Το δημοτικό τραγούδι της Θλιμμένης τρυγόνας μιλά για την απερίγραπτη λύπη του πουλιού που δεν θέλει να ζήσει χωρίς την αγάπη του. Μάλλον, όμως, κανένας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αγάπη, όπως έλεγε ο Μάλκομ Λόουρι (Κάτω από το ηφαίστειο). Γι’ αυτό, ακόμη κι όταν λείπει, είναι εδώ: «Γυμνάστηκα στο να μου λείπεις, / να μην ακούω τη φωνή σου αλλά να σε νιώθω δίπλα μου / σα νάχουμε φύγει για πάντα ο ένας απ’ τον άλλο / αλλά και νάναι / τόσο εύκολο να επιστρέψουμε» γράφει ο Κουγέας.
Το τρυγόνι, όμως, είναι πουλί αποδημητικό: φεύγει κι έρχεται, όπως και ο έρωτας: Το τρυγόνι «Δεν ζει λοιπόν εδώ. / Φεύγει, / έφυγε, / διαφεύγει. Τη σκλαβιά, τον θάνατο και τους εμπόρους…».
Τυχαία συμβάντα ανακαλούν στη μνήμη γεγονότα και ο ποιητής τα ανασυνθέτει και ποιεί. Καταγράφει μαρτυρίες από ταξίδια, έργα τέχνης, ανθρώπους, ζώντες και τεθνεώτες, από πράγματα, από ένα πακέτο τσιγάρα που «λένε, πως κράτησε το τελευταίο ο Θεός / για να κερνά / τους εκλεκτούς του επισκέπτες». Από ένα γκρίζο μάλλινο κοστούμι του πατέρα σε μια κιτρινισμένη ξύλινη κρεμάστρα…
Το αέναο ταξίδι στο παρελθόν είναι αναπόφευκτο. Μνημεία του βιωμένου χρόνου γύρω μας μάς γνέφουν και «επισκέπτες εμείς με μόνο εισιτήριο τη συγγνώμη». Πέρα και πίσω από τις αναμνήσεις ο Κουγέας διακρίνει το μύχιο, το αυθεντικό, το σημάδι τους, εκείνο που έμεινε από αυτές είναι το υλικό του. Το «μετά» των αναμνήσεων. Νομίζει κανείς πως ο ποιητής αφήνει το ένστικτο και τα συναισθήματα να κυριαρχήσουν και μετά αναζητεί τις κατάλληλες λέξεις που θα υπακούσουν στη θυμική διάθεσή του. Ξέρει ότι οι λέξεις που συγκινούν είναι εκείνες «που μένουν και φέγγουν».
Η ποίησή του είναι σπουδή πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, όπου πρόσωπα και πράγματα, ο γενέθλιος τόπος (πάντα!) συνυφαίνονται με τρόπους απρόσμενους, τυχαίους. Μια αίσθηση μοναξιάς, μια άφατη μελαγχολία αλλά και μια φιλοσοφική διάθεση απέναντι στη ζωή αναδύονται με τρόπο συμβολικό, ποιητικό, βαθιά υπαινικτικό… Η ανθρώπινη πορεία στον κόσμο, οι αναζητήσεις, τα ίχνη μιας απουσίας, η θλίψη της απουσίας, το αενάως (και μάλλον ματαίως) ζητούμενο νόημα των πραγμάτων γεννούν συναισθήματα, που εκφράζονται χαμηλόφωνα.
Η ποίηση του Κουγέα είναι μια ποίηση αφαιρετική, προσωπική, που όμως γίνεται και απρόσωπη ταυτόχρονα γιατί αγγίζει τον καθένα. Εκφράζει τα πιο βαθιά συναισθήματα, τον έρωτα, τη νοσταλγία για ανθρώπους, για τόπους και πράγματα με τρόπο απέριττο, μοναδικό. Ακροβατεί ανάμεσα σε εικόνες πραγματικές και ονειρικές που φέρνουν στον νου ταινίες του Ταρκόφσκι. Το έργο είναι μια σπουδή πάνω στον άνθρωπο, στη μοίρα του και στη θνητότητά του που φανερώνει ταυτόχρονα μια κατάφαση στη ζωή και στον έρωτα.
Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ